Το επεισόδιο από τον βουλευτή κ. Αυγενάκη σε βάρος υπαλλήλου του Αεροδρομίου Αθηνών, η αλαζονική του συμπεριφορά και η επίκληση της ασυλίας που απολαμβάνει λόγω βουλευτικής του ιδιότητας για να αποφύγει την αυτόφωρη σύλληψη, προκάλεσε εύλογα ερωτήματα όπως εάν το ακαταδίωκτο, κοινώς «ασυλία», των βουλευτών που αναγνωρίζεται από τα άρθρα 61 και 62 του Συντάγματος, είναι συμβατό με την ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου.
Το άρθρο 61 αφορά το ακαταδίωκτο του βουλευτή για γνώμη και ψήφο, που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων, το οποίο είναι μεν προνομιακή μεταχείριση, αλλά κατά κοινή παραδοχή αποτελεί αδιαπραγμάτευτη δημοκρατική κατάκτηση και προστατεύει τον βουλευτή από διώξεις που σχετίζονται με την άσκηση των πολιτικών του δραστηριοτήτων. Στη χώρα μας η ασυλία των βουλευτών θεσπίστηκε αρχικά με το Σύνταγμα του 1864 και έκτοτε ισχύει με διάφορες τροποποιήσεις . ..
Με το άρθρο 62 προβλέπεται ακαταδίωκτο για πράξη ή παράλειψη του βουλευτή, που δεν συνδέεται με την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων. Το ακαταδίωκτο αυτό συνίσταται στο ότι, για να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά βουλευτή, συλληφθεί ή κρατηθεί, πρέπει προηγουμένως να δοθεί άδεια της Βουλής. Εξαίρεση προβλέπει το Σύνταγμα. μόνο για τα αυτόφωρα κακουργήματα, αλλά όχι τα πλημμελήματα .
Επίσης προβλέπεται ασυλία για τους ευρωβουλευτές εντός της επικράτειας του κράτους τους. Η ασυλία είναι παρόμοια αυτή που αναγνωρίζεται σε μέλη του Κοινοβουλίου της χώρας τους, ενώ εντός της επικρατείας άλλων κρατών της Ε.Ε. προβλέπεται εξαίρεση από κάθε μέτρο κράτησης και κάθε δικαστικής δίωξης (αρθ.7 του πρωτοκόλλου αριθ.7). Η ασυλία δεν ισχύει για τα αυτόφωρα αδικήματα. Προβλέπεται όμως η άρση της βουλευτικής ασυλίας από το Ευρωκοινοβούλιο, όπως συνέβηκε πρόσφατα με δικούς μας βουλευτές.
Από τα άρθρα 61 και 62 του Συντάγματος προβλέπεται η άρση της βουλευτικής ασυλίας και η διαδικασία της άρσης, που στη περίπτωση του άρθρου 61 αίρεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση.
Στις περιπτώσεις του άρθρου 62 του Συντάγματος και του άρθρου 83 του Κανονισμού της Βουλής η διαδικασία αρχίζει με αίτηση της εισαγγελικής αρχής και ειδικότερα του Εισαγγελέα ΑΠ προς τη Βουλή για αξιόποινη πράξη ή παράλειψη που δεν συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων ή τη πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή. Εάν ο Βουλευτής παραιτηθεί της βουλευτικής ασυλίας το ερώτημα της άρσης με πράξη του Προέδρου της Βουλής εισάγεται απευθείας στην Ολομέλεια της Βουλής. Αν δεν παραιτηθεί εισάγεται κατόπιν απόφασης της Επιτροπής Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας της Βουλής.
Στη συνέχεια η Ολομέλεια της Βουλής αποφασίζει με απλή πλειοψηφία για την άρση ή μη της ασυλίας του βουλευτή, που κατά κανόνα λόγω συναδερφικής αλληλεγγύης δεν αίρεται, εάν όμως αρθεί η υπόθεση επιστρέφει στις Εισαγγελικές Αρχές για την άσκηση της ποινικής δίωξης και την έναρξη της ποινικής διαδικασίας.
Η ασυλία των βουλευτών που προβλέπεται από το άρθρο 62 θεωρείται σχεδόν από όλους τους πολίτες, ιδιαίτερα αυτές τις ημέρες λόγω της αλαζονικής συμπεριφοράς του κ. Αυγενάκη ως αδικαιολόγητη προνομία των βουλευτών, που οι ίδιοι χορήγησαν στον εαυτό τους, γιατί αποτελεί εξαίρεση της θεμελιώδους αρχής του κράτους δικαίου δηλαδή της ισότητας ενώπιον του νόμου, για αξιόποινη πράξη ή παράλειψη, που δεν συνδέεται με την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων. Θυμίζει επίσης το πρώτο άρθρο του Συντάγματος στη Φάρμα των ζώων του Orwell: «Όλα τα ζώα είναι ίσα πλην μερικά είναι πιο ίσα από τα άλλα».
Οι αντίθετοι ισχυρισμοί και δικαιολογίες, κυρίως από κρατικοδίαιτους θεωρητικούς δεν πείθουν ιδίως εξ αιτίας της διαχρονικής πρακτικής της Βουλής, που από λόγους συναδερφικής αλληλεγγύης απορρίπτει κατά κανόνα τα αιτήματα άρσης της ασυλίας και έτσι θέτει τους βουλευτές στο απυρόβλητο, γεγονός που δεν αποτρέπει τη παραβατικότητα τους και την αλαζονική συμπεριφορά τους. Η πρακτική αυτή αναγκάζει τους πολίτες να μη καταθέτουν μηνύσεις κατά βουλευτών, αλλά να ασκούν αγωγές αποζημίωσης στα πολιτικά δικαστήρια, όπου δεν ισχύει η βουλευτική ασυλία.
Κάθε χρόνο υποβάλλονται στη Βουλή από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σωρεία αιτήσεων για την άρση της ασυλίας των βουλευτών, οι οποίες συνήθως απορρίπτονται. Η απόρριψη αυτή δεν σημαίνει εξάλειψη του αξιοποίνου, αλλά διακοπή της ποινικής διαδικασίας κατά τη διάρκεια της θητείας του βουλευτή, η οποία όμως πρέπει να συνεχιστεί όταν ο βουλευτής χάσει την ιδιότητα του, το δε παρεμβαλλόμενο χρονικό διάστημα να μη λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του χρόνου της παραγραφής.
Προσωπικά δεν γνωρίζω πολλές περιπτώσεις που μετά τη λήξη της θητείας του βουλευτή συνεχίστηκε η ποινική διαδικασία, αυτό όμως πιθανότατα να οφείλεται στη έλλειψη συντονισμού μεταξύ Βουλής και Εισαγγελίας ΑΠ και σε εγγενείς δυσχέρειες. Ασφαλώς το έλλειμμα αυτό απόδοσης δικαιοσύνης πρέπει να εξεταστεί αρμόδια και διορθωθεί.
Σαφώς πρέπει στη προσεχή αναθεώρηση του Συντάγματος να τροποποιηθεί το άρθρο 62 στο μέτρο που προσβάλει την ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου, άλλωστε αυτό αποτελεί και λαϊκή απαίτηση σύμφωνα με το ψήφισμα της επιτροπής της κ. Καρυστινού για το δυστύχημα των Τεμπών, που υπογράφεται από 1.350.000 πολίτες. Πιστεύω, ότι αν ενεργοποιηθεί με τη θέσπιση του σχετικού νόμου η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία ( αρθ.73παρ.6 Σ) το πρώτο νομοθέτημα θα αφορά την ασυλία των βουλευτών του άρθρου 62 του Συντάγματος.
Λέανδρος Τ.Ρακιντζής,Αρεοπαγίτης ε.τ.