Οι λάθος προτεραιότητες & το επενδυτικό κύμα που δεν έρχεται
Open Image Modal
Greece High Resolution Growth Concept
XtockImages via Getty Images

Ι. Τα δεδομένα

Ι.α. Οι επενδύσεις

Στον ετήσιο απολογισμό της κυβέρνησης για τα πεπραγμένα του Υπ. Οικονομίας1 (Β. Βασικοί άξονες σημ. 4) αναφέρεται πως «εγκρίθηκαν 399 έργα συνολικού προϋπολογισμού 5 δισ. ευρώ εντός ενός έτους (Ιούλιος 2019 - Ιούνιος 2020): 27 Στρατηγικές Επενδύσεις προϋπολογισμού 2,12 δισ. ευρώ, 14 έργα ΣΔΙΤ προϋπολογισμού 2,36 δισ. ευρώ και 358 επιχειρηματικά σχέδια του Αναπτυξιακού Νόμου με ποσό ενίσχυσης 506 εκ ευρώ». Δυστυχώς για τη χώρα μας τα στοιχεία αυτά δεν είναι ακριβή και δείχνουν μια προχειρότητα καθώς αθροίζουν προϋπολογισμούς με ενισχύσεις. πραγματική εικόνα είναι πως στον ένα αυτό χρόνο εγκρίθηκαν, όπως φαίνεται από τα δημοσιευμένα στον ιστότοπο του υπ. Οικονομίας2 στοιχεία, 179 έργα συνολικού προϋπολογισμού 1,8 δισ. ευρώ. Συγκεκριμένα: 4 Στρατηγικές επενδύσεις προϋπολογισμού 803 εκ., 5 έργα ΣΔΙΤ συνολικού προϋπολογισμού 588 εκ. και 170 επενδυτικά σχέδια του Αναπτυξιακού Νόμου με ποσό ενίσχυσης 371 εκ. ευρώ.

Η ουσία του ζητήματος, ωστόσο, δεν είναι οι μικρές ή μεγάλες αποκλίσεις των αριθμητικών δεδομένων, αλλά ότι η στεγνή παράθεση αριθμών δεν αντικατοπτρίζει καθόλου την ουσία των πολιτικών επιλογών, δηλαδή τι είδους επενδύσεις είναι αυτές και πόσο πραγματικά συμβάλλουν στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας.

“Η χώρα έχει απόλυτη ανάγκη τον τεκμηριωμένο σχεδιασμό δημόσιων πολιτικών.”

Δεν πρέπει επίσης να παραβλέπεται το γεγονός ότι επενδύσεις αυτού του μεγέθους (μερικών εκατομμυρίων ή και 100άδων εκατομμυρίων στην περίπτωση των Στρατηγικών Επενδύσεων) δεν «προκύπτουν» από την μια στιγμή στην άλλη, καθώς απαιτείται μεγάλος χρόνος ωρίμανσης από την πλευρά του επενδυτή (από την στιγμή που ο επενδυτής το προγραμματίζει μέχρι να υποβάλει αίτηση για ενίσχυση). Αλλά και η διαδικασία έγκρισης μιας επένδυσης για χρηματοδότηση από το κράτος (π.χ. από τον Αναπτυξιακό Νόμο ή τις Στρατηγικές Επενδύσεις) δεν μπορεί παρά να είναι μια μακρόσυρτη διαδικασία μιας και τα ποσά των ενισχύσεων είναι αντίστοιχα πολύ υψηλά (έγκριση υπαγωγής της επένδυσης, παρακολούθηση της διαδικασίας υλοποίησης της, εκταμίευση των ποσών της ενίσχυσης και ολοκλήρωση της επένδυσης).

Το μόνο βέβαιο είναι ότι όλη αυτή η διαδικασία, που αφορά ακόμα και σε αναπτυξιακούς νόμους που παραμένουν ενεργοί από το 2004 (Ν.3299), δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης, αφού εκ των πραγμάτων ένα πολύ μεγάλο μέρος των επενδύσεων που πραγματοποιούνται στα πλαίσια μιας κυβερνητικής θητείας είναι απότοκο ενεργειών της προηγούμενης ή και προηγούμενων κυβερνήσεων. Το ίδιο σαφώς ισχύει και ως προς τις δυσλειτουργίες και ελλείψεις του θεσμικού πλαισίου. 

“Πρέπει επιτέλους να ενισχύσουμε αποφασιστικά επενδύσεις εξωστρεφείς, υψηλής προστιθέμενης αξίας και τεχνολογίας, επενδύσεις που με άλλα λόγια θα είναι σε θέση να αναβαθμίσουν την χώρα στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.”

Επομένως, ζητήματα τέτοιας κρισιμότητας για την πορεία της χώρας δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελούν αντικείμενο φθηνής αντιπαράθεσης. Η απόκλιση στην εκτίμηση των προαναφερθέντων επίσημων στοιχείων και πώς αυτά παρουσιάζονται και δημοσιοποιούνται είναι μια «παρανυχίδα» μόνο ενός διαχρονικού προβλήματος του δημόσιου διαλόγου στην Ελλάδα, το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε κάποια στιγμή με σοβαρότητα. Το πρόβλημα αυτό έγκειται στο ότι ο διάλογος δεν γίνεται στη βάση πραγματικών δεδομένων, αλλά βάσει δεδομένων που «προσαρμόζονται», ώστε να σχηματισθεί μια «φτιασιδωμένη» δημόσια εικόνα. Η χώρα έχει απόλυτη ανάγκη τον τεκμηριωμένο σχεδιασμό δημόσιων πολιτικών. Όμως, αυτός ο τρόπος διεξαγωγής της πολιτικής διαπάλης στη χώρα αλλά και γενικότερα της συζήτησης στη δημόσια σφαίρα, δυστυχώς δεν δίνει την δυνατότητα αληθινής κατανόησης των ζητημάτων, και στην πράξη αποκρύπτει τις πραγματικές πολιτικές διαφορές στην οικονομική και στην κοινωνικοπολιτική φιλοσοφία των πολιτικών σχηματισμών.

Ι.β Νομοθετικό Έργο

Στον ένα χρόνο διακυβέρνησης της ΝΔ δεν υπήρξε καμία ουσιαστική νομοθετική πρωτοβουλία παρά μόνο σημειακές αλλαγές στην υφιστάμενη νομοθεσία. Η κριτική ανάγνωση του νόμου 4635 (που ψηφίστηκε τον Οκτώβριο του 2019) αλλά και των διατάξεων του ν/σχ του υπ. Οικονομίας που κατατέθηκε στις 13 Ιουλίου στη Βουλή, ως προς τις τροποποιήσεις που εισάγονται στη νομοθεσία για τις Στρατηγικές Επενδύσεις και τον Αναπτυξιακό Νόμο, δείχνει ότι η σημερινή κυβέρνηση αποδέχεται πως τα νομοθετήματα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ αποδείχθηκαν λειτουργικά και αποτελεσματικά, καθώς οι αλλαγές είναι περιορισμένες μεν, δυστυχώς όμως κρίνονται κατά κύριο λόγο ως εσφαλμένες και αντιαναπτυξιακές.

Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τις Στρατηγικές επενδύσεις, προβλέπεται ότι σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας έκδοσης οποιασδήποτε άδειας, η αρμοδιότητα έκδοσης μπορεί να μεταφέρεται στον υπουργό Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί ειδικά στην ευαίσθητη περίπτωση της περιβαλλοντικής αδειοδότησης να παρακάμπτονται οι αρμόδιες Υπηρεσίες και να δίδεται η άδεια, όχι έστω από τον αρμόδιο υπουργό, αλλά από τον υπουργό Ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, προβλέπεται ότι εντάσσονται «αυτοδίκαια» ως Στρατηγικές Επενδύσεις όλα τα έργα που εγκρίνονται από τη Διυπουργική Επιτροπή για τις Συμπράξεις Δημόσιου - Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), αναιρώντας την ίδια την έννοια της «στρατηγικότητας». 

“Μέχρι στιγμής απουσιάζει κάποια στρατηγική στόχευση/κατεύθυνση για την εθνική οικονομία και η τοποθέτηση έναντι της επικείμενης νέας τεχνολογικής επανάστασης, ενώ αντ’ αυτού κυριαρχεί η λογική «η αγορά ξέρει».”

Μεταφέρεται επίσης ξανά η έμφαση των ενισχύσεων στον τουρισμό. Συγκεκριμένα, δίνεται η δυνατότητα να χαρακτηριστούν ως Στρατηγικές, επενδύσεις στον τουρισμό χαμηλότερου προϋπολογισμού, που είναι αντίστοιχος με αυτές των κλάδων της βιομηχανίας και των προηγμένων τεχνολογιών. Δίνεται επιπλέον η δυνατότητα και σε μικρότερες επενδύσεις να έχουν διπλάσιο συντελεστή δόμησης, τη στιγμή που στο προϊσχύον θεσμικό πλαίσιο αυτό το προνόμιο προβλεπόταν μόνο για εξαιρετικής σημασίας επενδύσεις. Επίσης, παρέχεται η δυνατότητα σε τουριστικές επενδύσεις να ενισχυθούν, πέραν των πολεοδομικών ρυθμίσεων, και με φοροαπαλλαγές. Παράλληλα, προβλέπεται ότι από τον Αναπτυξιακό Νόμο θα μπορούν να ενισχυθούν και τα επενδυτικά σχέδια ξενοδοχείων συνιδιοκτησίας (condo hotels), δηλαδή τμήματα του ξενοδοχείου που θα πουληθούν σε ιδιώτες ως «διαμερίσματα».

Με το ν/σχ, το οποίο συζητείται αυτές τις ημέρες στη Βουλή, καταργείται προς όφελος των λίγων ισχυρών η διάταξη που απέδιδε τη φορολογική ενίσχυση κλιμακωτά (δηλ. μείωνε το % της φορολογικής ενίσχυσης όσο ανέβαινε το ύψος της επένδυσης), με προσδοκώμενο αποτέλεσμα να παίρνουν οι μεγάλες επενδύσεις πολύ μεγαλύτερα ποσά, περιορίζοντας προφανώς τα περιθώρια για ενίσχυση πολλών επιχειρήσεων, αφού οι πόροι για τα κίνητρα είναι πεπερασμένοι.

Σε σχέση με τον Αναπτυξιακό Νόμο, ο Ν. 4635/2019 έδωσε τη δυνατότητα να ενταχθούν στις διατάξεις του πρόσθετοι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας όπως οι υπηρεσίες ταχυδρομικών πρακτορείων, οι υπηρεσίες διανομής που αφορούν σε εφημερίδες και περιοδικά, οι υπηρεσίες κατ’ οίκον παράδοσης τροφίμων (delivery) και ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων. Με το ν/σχ που συζητείται αυτές τις ημέρες στη Βουλή προστίθενται και οι υπηρεσίες γηπέδων (ποδοσφαίρου, καλαθοσφαίρισης, κτλ.) και κολυμβητηρίου και τα κέντρα αποκατάστασης. Δηλαδή η κυβέρνηση της ΝΔ επιλέγει να εντάξει στις προβλέψεις του αναπτυξιακού νόμου κλάδους που δεν έχουν σοβαρό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία και δεν αφορούν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα ή υπηρεσίες.

“Οι κυβερνητικές προσδοκίες και η καθήλωση σε λογικές του παρελθόντος με αναπτυξιακή στρατηγική νεοφιλελεύθερου προσανατολισμού (μείωση φορολόγησης, απεριόριστος θαυμασμός στην ιδιωτική πρωτοβουλία, επίκληση της ανάγκης για «μεταρρυθμίσεις») θα έχει μεσομακροχρόνια πολύ σημαντική αρνητική επίδραση στην χώρα.”

Στην ίδια λογική, στο ν. 4635/2019 προβλέπεται η δυνατότητα ενίσχυσης δραστηριοτήτων εξόρυξης μεταλλευμάτων και πολύτιμων μετάλλων (χρυσός κτλ.), καθώς επίσης ορυχείων και λατομείων. Στις δραστηριότητες αυτές η χώρα μας διαθέτει φυσικό πλεονέκτημα και δεν υπάρχει λόγος να κινητροδοτηθούν οι σχετικές επιχειρήσεις, εφόσον ούτως ή άλλως θα δραστηριοποιούνταν ακόμη και με μηδενικά κίνητρα. Είναι συνεπώς αδύνατο να ανιχνευχθεί έστω και στοιχειώδης αναπτυξιακή λογική και να γίνει κατανοητή η ανάγκη για την προσθήκη των συγκεκριμένων κλάδων.

Με δύο λόγια η σημερινή κυβέρνηση επανέρχεται σε γνωστές ατραπούς που κατ΄ επανάληψη ακολουθήθηκαν και στο παρελθόν, δηλαδή σε ασχεδίαστες και χωρίς αναπτυξιακή βαρύτητα ρυθμίσεις προς ικανοποίηση ορισμένου εκλογικού ακροατηρίου και συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων, με προφανές αποτέλεσμα την απώλεια πολύτιμων πόρων, ιδίως μάλιστα μετά τις πρόσφατες εξελίξεις της υγειονομικής κρίσης. Για να το θέσουμε απλά και καθαρά: γιατί πρέπει να διατεθούν δημόσιοι πόροι για να επιδοτηθούν γηπεδάκια ποδοσφαίρου 5Χ5; Αυτή είναι η ανάγκη της πατρίδας μας σήμερα με την ανεργία να υπερβαίνει οσονούπω το 20% και να επανέρχεται σε αριθμούς που αφήσαμε πίσω μας με μεγάλη δυσκολία μετά τα χρόνια της κρίσης; Αυτός είναι ο εθνικός στρατηγικός μας σχεδιασμός; Να επιδοτούμε τέτοια έργα; Ή πρέπει επιτέλους να ενισχύσουμε αποφασιστικά επενδύσεις εξωστρεφείς, υψηλής προστιθέμενης αξίας και τεχνολογίας, επενδύσεις που με άλλα λόγια θα είναι σε θέση να αναβαθμίσουν την χώρα στον διεθνή καταμερισμό εργασίας;

Ι.γ. Αντιμετώπιση των καθυστερήσεων του αναπτυξιακού νόμου

Αναμφίβολα το θέμα αυτό είναι διαχρονικά ακανθώδες, καθώς υπήρχαν πάντα μεγάλες καθυστερήσεις στην έγκριση επενδύσεων του Αναπτυξιακού Νόμου. Καθυστερήσεις παρατηρήθηκαν και επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες παρότι μειώθηκαν, παρέμειναν μεγάλες. Κατά την ανάληψη της κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015, οι μη ολοκληρωμένες επενδύσεις των αναπτυξιακών νόμων ξεπερνούσαν τις 6.000, αποτελώντας ένα τεράστιο κληροδότημα άλυτων παλαιών εκκρεμοτήτων. Λίγο πριν από τις εκλογές του 2019, έπειτα από εντατικές προσπάθειες της πολιτικής ηγεσίας και της αρμόδιας Υπηρεσίας, είχαν απομείνει λιγότερα από 1.000 ανολοκλήρωτα έργα, για τα περισσότερα εκ των οποίων αναμενόταν η ανταπόκριση των ίδιων των επενδυτών.

Ως προς την ταχύτητα ελέγχου και ολοκλήρωσης των επενδυτικών σχεδίων, όπου επίσης υπήρχαν τεράστιες καθυστερήσεις, τα αιτήματα ήταν εκατοντάδες και κυρίως δεν καταγράφονταν συστηματικά και δεν αντιμετωπίζονταν με σειρά προτεραιότητας αλλά με άλλα κριτήρια. Καταφέραμε με συνεχείς παρεμβάσεις να ομαλοποιήσουμε την κατάσταση, με αποτέλεσμα λίγο πριν από τις εκλογές του Ιουλίου 2019 να υπάρχουν εκκρεμή αιτήματα για ελέγχους αλλά να είναι πολύ λίγα, και για προγενέστερους νόμους (του 1998, 2004 και 2011). 

“Δεν πρέπει να χαθεί για την πατρίδα μας η δυνατότητα συμμετοχής στην συντελούμενη 4η βιομηχανική επανάσταση με την επιδίωξη ευρύτερων συναινέσεων...Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο. Σε αντίθετη περίπτωση, προβάλλει ο κίνδυνος η χώρα μας να χάσει, μετά από το τρένο των προηγούμενων βιομηχανικών επαναστάσεων, και το τρένο της τρέχουσας..”

Τί ίσχυε μέχρι πέρσι για τον έλεγχο των επενδύσεων; Μια επένδυση που έφτανε στο 25% της υλοποίησής της έπαιρνε την αντίστοιχη ενίσχυση στέλνοντας ηλεκτρονικά στην υπηρεσία μόνο τα σχετικά τιμολόγια. Όταν έφτανε στο 50%, ο επενδυτής μπορούσε να πάρει το αντίστοιχο ποσό της ενίσχυσης με αυτοέλεγχο (βεβαίωση λογιστή και μηχανικών). Τέλος, με την ολοκλήρωση της επένδυσης (100%), η επιχείρηση μπορούσε να λάβει την αντίστοιχη ενίσχυση με βάση το πόρισμα του ελέγχου από 3μελή επιτροπή ελεγκτών από εξειδικευμένο μητρώο. Με την «απλοποίηση» της διαδικασίας που προβλέπει ο ν. 4635/2019, με την ανάθεση δηλαδή σε ελεγκτικές εταιρείες του ελέγχου της ολοκλήρωσης (100%) της επένδυσης, η επιλογή των ελεγκτών γίνεται από τον ελεγχόμενο. Η αλλαγή μπορεί καταρχήν να δημιουργήσει σύγκρουση συμφερόντων για τους προτεινόμενους ελεγκτικούς φορείς, οι οποίοι μπορεί ταυτόχρονα να συναλλάσσονται με τους ελεγχόμενους με άλλη ιδιότητα ως σύμβουλοι, πάροχοι υπηρεσιών κτλ. Το βασικότερο όμως είναι ότι ακόμα και αυτή η πολυδιαφημισμένη «καινοτομική» ανάθεση των ελέγχων σε ιδιωτικές εταιρείες, που θα επέφερε «τεράστια επιτάχυνση των διαδικασιών», έχει μείνει ανεφάρμοστη.

Φαίνεται συνεπώς ότι η φιλοσοφία πίσω από αυτήν την επιλογή είναι να συρρικνωθεί ο ρόλος της υπηρεσίας υλοποίησης του αναπτυξιακού νόμου, από θεματοφύλακας των διαδικασιών στο να «διαπιστώνει απλώς την πληρότητα του ελέγχου» και να διεκπεραιώνει την πληρωμή των επενδυτών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο προκαλείται μόνιμη απώλεια πολύτιμης γνώσης για το Δημόσιο και πλήρης απαξίωση του επιτελικού του ρόλου.

ΙΙ. Ανεξήγητη εγκατάλειψη πολιτικών κεντρικής σημασίας

Αναφέρουμε ενδεικτικά δυο παραδείγματα.

Πρώτον, το 2019, με το ν. 4605/2019 θεσμοθετήθηκε, σε συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους και τους εκπροσώπους της επιχειρηματικής κοινότητας (Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος, ΓΣΕΒΕΕ και την ΕΣΕΕ), η Δομή Στήριξης Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, με διασφαλισμένους πόρους 15 εκατ. ετησίως από το ΠΔΕ για τα επόμενα τρία χρόνια. Η Δομή αυτή προβλέφθηκε να έχει τη μορφή ενός πανελλαδικού Δικτύου το οποίο θα αποτελείται από σημεία επαφής στα 59 Επιμελητήρια, που θα στελεχωθούν με εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και θα παρέχουν την υποστήριξη σε επιχειρήσεις με φυσική παρουσία, αλλά και από μια ολοκληρωμένη Ψηφιακή Πλατφόρμα. Έκτοτε, έχει παρέλθει ένας χρόνος και, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις των κοινωνικών εταίρων που συμμετέχουν στο εγχείρημα, η κυβέρνηση δεν έχει προβεί σε καμία απολύτως ενέργεια για τη λειτουργία της, παρόλο που οι επιπτώσεις της πανδημίας την καθιστούν ακόμη πιο επιτακτική.

Δεύτερον, η προηγούμενη κυβέρνηση στο πλαίσιο των πολιτικών που ανέπτυξε για την αντιμετώπιση του brain drain είχε θεσμοθετήσει την απονομή βραβείων για τη δημιουργία επιχειρηματικών ή ερευνητικών συνεργασιών των Ελλήνων που βρίσκονται στο εξωτερικό με την Ελλάδα. Είχε διασφαλισμένους πόρους από το ΠΔΕ για 3 χρόνια και είχαν οριστεί οι αξιολογητές των προτάσεων (εκπρόσωποι Συνόδου πρυτάνεων, ερευνητικών κέντρων κτλ.). Τα βραβεία θα απονέμονταν σε ειδική τελετή από πρόσωπα υψηλού κύρους. Ήταν μια πολιτική πρωτοβουλία υψηλού συμβολισμού, προκειμένου να εκδηλωθεί έμπρακτα η μεγάλη σημασία που δίνει η Πολιτεία στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό της. Μάλιστα, η δράση αυτή έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία σήμερα που λόγω της πανδημίας του κορονοϊού κάποιοι από αυτούς που βρίσκονται στο εξωτερικό σκέφτονται σοβαρότερα την επιστροφή τους. Η προθεσμία υποβολής αιτήσεων έληξε στις 16.09.19 και υπήρξε ευρύτατη συμμετοχή. Ωστόσο, η κυβέρνηση έκτοτε δεν έχει κάνει απολύτως τίποτε εκθέτοντας την χώρα στα μάτια των δικών μας ανθρώπων που ζουν στο εξωτερικό.

Σαν να μην έφθανε αυτό, στη συνέχεια σημειώθηκε ασυνέπεια και ως προς την πρόσφατα εξαγγελθείσα δράση για το brain drain. Συγκεκριμένα, το υπουργείο Εργασίας ανακοίνωσε στις αρχές Δεκεμβρίου του 2019 με «τυμπανοκρουσίες» ένα μέτρο για την αντιμετώπιση της φυγής των επιστημόνων (Rebrain Greece) και συγκεκριμένα την επιδότηση της πρόσληψης και απασχόλησης σε επιχειρήσεις 500 Ελλήνων που εργάζονται στο εξωτερικό, ηλικίας 28-40 ετών, κατόχων τουλάχιστον μεταπτυχιακού τίτλου, για διάστημα μεγαλύτερο από 1 χρόνο. Και αυτή ωστόσο η εξαγγελία έχει αποδειχθεί κενό γράμμα.

ΙΙΙ. Κάποιες γενικότερες σκέψεις για μια πορεία προς τα εμπρός

Την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ το κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης σχεδόν καθημερινά τόνιζε σε ψηλούς τόνους ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να καταστήσει ελκυστική την Ελλάδα για αξιόλογες επενδύσεις και ότι χωρίς αυτές δεν μπορεί να υπάρχει σημαντική ανάπτυξη, εξαγωγές και απασχόληση, με αποτέλεσμα να είμαστε «καταδικασμένοι» σε μια αυτοκαταστροφική πορεία απόκλισης από τις προηγμένες οικονομίες. Ισχυριζόταν δε ότι εκείνο διαθέτει την αναγκαία τεχνογνωσία, αξιοπιστία και πρόγραμμα για να προσελκύσει αυτές τις τόσο απαραίτητες επενδύσεις για τη χώρα. Η πραγματικότητα, όμως, απέδειξε ότι η έλευση της ΝΔ επ ουδενί έφερε αυτό το μαζικό κύμα επενδύσεων.

Η προηγούμενη κυβέρνηση είχε χαράξει μια συγκεκριμένη στρατηγική σχετικά ως προς το τί είδους επενδύσεις πρέπει να προωθηθούν για τη βιώσιμη μεσο-μακροχρόνια ανάπτυξη της χώρας (ενθάρρυνση βιομηχανίας, εξωστρέφειας, E&A, δραστηριοτήτων με υψηλή προστιθέμενη αξία, συνεργατική ανάπτυξη ΜΜΕ επιχειρήσεων κτλ.) και είχε θεσμοθετήσει τα ανάλογα εργαλεία (αναπτυξιακός νόμος, νόμος για Στρατηγικές επενδύσεις κτλ.). Με δεδομένο ότι οι χρηματικοί πόροι που διατίθενται για την ενίσχυση των επιχειρήσεων είναι πεπερασμένοι, πρέπει να αξιοποιούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και με σαφείς κατευθύνσεις για τον μεσο-μακροπρόθεσμο προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας. Οι κινήσεις της κυβέρνησης της ΝΔ δυστυχώς μαρτυρούν επιστροφή στην ενίσχυση κατεστημένων συμφερόντων μέσω διαδικασιών αμφίβολης διαφάνειας. Το κυριότερο όμως είναι ότι μέχρι στιγμής απουσιάζει κάποια στρατηγική στόχευση/κατεύθυνση για την εθνική οικονομία και η τοποθέτηση έναντι της επικείμενης νέας τεχνολογικής επανάστασης, ενώ αντ’ αυτού κυριαρχεί η λογική «η αγορά ξέρει».

Η εμμονική προσήλωση στην ικανοποίηση οποιουδήποτε αιτήματος επενδυτή με τη λογική «η αγορά ξέρει» και στην αλόγιστη ενθάρρυνση του τουρισμού ακόμη και με τη δημιουργία τεράστιων τουριστικών μονάδων με 100άδες παραθεριστικές κατοικίες (σε μια Στρατηγική επένδυση που εγκρίθηκε πρόσφατα ξεπερνούν τις 900 κατοικίες), χωρίς κανένα προστατευτικό φίλτρο, δείχνουν ότι οι αναπτυξιακές δυνατότητες, είτε δεν συντρέχουν ολωσδιόλου είτε δεν επαρκούν ώστε να υπάρξει μια αξιόλογη ανάπτυξη με μετασχηματιστικά χαρακτηριστικά προς την υψηλή τεχνολογία, τη βιωσιμότητα, τη μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανοσιοτήτων. Οι κυβερνητικές προσδοκίες και η καθήλωση σε λογικές του παρελθόντος με αναπτυξιακή στρατηγική νεοφιλελεύθερου προσανατολισμού (μείωση φορολόγησης, απεριόριστος θαυμασμός στην ιδιωτική πρωτοβουλία, επίκληση της ανάγκης για «μεταρρυθμίσεις») θα έχει μεσομακροχρόνια πολύ σημαντική αρνητική επίδραση στην χώρα. Η κυβερνητική εμμονή φαντάζει ακόμα πιο αναχρονιστική τώρα που σε διεθνές επίπεδο απαξιώνονται τέτοιες επιλογές και ο πλανήτης στρέφεται σε πολύ πιο ενεργές δημόσιες αναπτυξιακές πολιτικές.

Η προηγμένη οικονομία της γνώσης και η μείωση των ανισοτήτων είναι ο συνδυασμός που διασφαλίζει μια συμπεριληπτική ανάπτυξη. Η προηγούμενη κυβέρνηση προσπάθησε να βαδίσει προς αυτήν την κατεύθυνση με κάποια αρχικά μεν αλλά απτά αποτελέσματα, όπως π.χ. την μείωση της ανισότητας και την αύξηση των επενδύσεων σε Ε&Α. Η σημερινή κυβέρνηση φαίνεται να απομακρύνεται προς άλλες, «δοκιμασμένες» και μεσομακροπρόθεσμα αποτυχημένες κατευθύνσεις. Η ανάπτυξη μέσω μείωσης των φόρων, ενίσχυσης της οικοδομής (αναφέρω ενδεικτικά: τη νομοθέτηση της τριετούς αναστολής του ΦΠΑ ν. 4646/2019, την προβολή της επένδυσης στο «Ελληνικό» -που είναι χιλιάδες κατοικίες, ξενοδοχεία, καζίνο, εμπορικό κέντρο κτλ.- ως μια «εμβληματική επένδυση»), αντιμετώπισης του τουρισμού ως τη «βαριά βιομηχανία της χώρας», σε συνδυασμό με πολιτικές εξυπηρετήσεων των επενδυτών («οι επενδυτές ξέρουν», να τους δώσουμε ό,τι χρειάζονται) είναι μια πολιτική απάντηση για το χθες, όχι για το αύριο. Για το λόγο αυτό δεν πρέπει να χαθεί για την πατρίδα μας η δυνατότητα συμμετοχής στην συντελούμενη 4η βιομηχανική επανάσταση με την επιδίωξη ευρύτερων συναινέσεων. Όλα τα κόμματα, οι φορείς της εργοδοσίας, των εργαζομένων, τα επιστημονικά και επαγγελματικά επιμελητήρια, πρέπει να αναπτύξουν τον δικό τους προβληματισμό και να πιέσουν προς την κατεύθυνση της χάραξης μιας κατά το δυνατό εθνικής πολιτικής μετάβασης. Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο. Σε αντίθετη περίπτωση, προβάλλει ο κίνδυνος η χώρα μας να χάσει, μετά από το τρένο των προηγούμενων βιομηχανικών επαναστάσεων, και το τρένο της τρέχουσας.

Στόχος αυτής της παρέμβασης δεν είναι η σύγκρουση, η ανάδειξη των αποκλίσεων και η επίρριψη ευθυνών, αλλά να δομηθούν επιτέλους οι προϋποθέσεις για να γίνει ένας νηφάλιος, ουσιαστικός και παραγωγικός διάλογος για τα θέματα αυτά και να γίνουν κατανοητά τα διακυβεύματα από τα ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας. Είναι επιτακτικό να δοθούν ώριμες και ρεαλιστικές απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με την αναπτυξιακή πορεία της χώρας από τα χρόνια της Μεταπολίτευσης μέχρι και σήμερα ώστε να μην υποσκάψουμε και το μέλλον των παιδιών μας, κάτι που μοιάζει προδιαγεγραμμένο αν δεν επαναπροσδιορίσουμε την τωρινή μας πορεία.