Οι κοινωνικοοικονομικές συνέπειες της πανδημίας του COVID-19 που έχουν ξεκινήσει ήδη και αναμένεται να κλιμακωθούν σύντομα, καθιστούν την ιδέα του κοινωνικού τουρισμού, πιο επίκαιρη από ποτέ.
Από τη μία, αύξηση της υποαπασχόλησης και της ανεργίας και συνεπώς συρρίκνωση των εισοδημάτων και αύξηση του γενικού αισθήματος ανασφάλειας, με σημαντικές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία (ψυχολογική και σωματική). Από την άλλη, κατακόρυφη πτώση της ζήτησης τουριστικών υπηρεσιών (τουλάχιστον μέχρι σήμερα και για το εγγύς μέλλον) με τεράστιο αρνητικό αντίκτυπο στις επιχειρήσεις και την βιωσιμότητά τους. Αυτές οι συνέπειες της υγειονομικής κρίσης σε πρώτο στάδιο, και της υγειονομικής και οικονομικής στη συνέχεια (δηλαδή, από το χρονικό σημείο και μετά που θα επιτραπεί στις τουριστικές επιχειρήσεις, τα αεροδρόμια και τους αερομεταφορείς να επαναλειτουργήσουν), οδηγούν σε ταυτόχρονο πλήγμα των δύο βασικών ενδιαφερόμενων μερών (stakeholders) του τουρισμού, δηλαδή, των τουριστών και των τουριστικών επιχειρήσεων.
Ωστόσο, οι επιπτώσεις αυτής της πολυδιάστατης κρίσης δεν κατανέμονται ισομερώς σε όλους. Αυτή η πραγματικότητα αφορά τόσο τους ανθρώπους, όσο και τις επιχειρήσεις. Συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων πλήττονται εξαρχής περισσότερο. Στην περίπτωση των ανθρώπων, άνεργοι και χαμηλόμισθοι, για παράδειγμα, σηκώνουν ήδη πολύ περισσότερα βάρη στούς ώμους τους. Σύμφωνα με τους οικονομολόγους, στους παραπάνω αναμένεται να προστεθούν και άλλες μικρομεσαίες κοινωνικές ομάδες. Ομοίως, στην περίπτωση των επιχειρήσεων, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι, ούτως ή άλλως, πιο ευάλωτες ακόμα και σε μικρούς κραδασμούς της οικονομίας, πόσο μάλλον σε συνθήκες μιας άνευ προηγουμένου παγκόσμιας κρίσης.
Μέσα σε αυτό το νέο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο που έχει ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται, ο κοινωνικός τουρισμός μπορεί να αποτελέσει ένα χρήσιμο (και πιθανότατα απαραίτητο) εργαλείο στήριξης τουλάχιστον στα πρώτα «δειλά», απ’ ότι φαίνεται, βήματα της επανεκκίνησης της τουριστικής «βιομηχανίας». Αυτή η δυνητική του κοινωνικού τουρισμού πηγάζει από τα εγγενή χαρακτηριστικά του: είναι μια ελεγχόμενη μορφή τουρισμού, κυρίως εγχώριου, που έχει ως πρωταρχικό στόχο να δώσει σε κοινωνικά και οικονομικά ευπαθείς ομάδες τη δυνατότητα να κάνουν διακοπές, ενώ παράλληλα, στηρίζει σημαντικά τα μικρομεσαία τουριστικά καταλύματα (π.χ. μικρά ξενοδοχεία και κάμπινγκ). Είναι λοιπόν μια μορφή κοινωνικής πρόνοιας, η οποία τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Βέλγιο, Γαλλία, Ισπανία), στηρίζεται κυρίως στην κρατική πρωτοβουλία. Θα μπορούσε, βέβαια, να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο μέσα από συμπράξεις του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, κάτι το οποίο θα έκανε δυνατή την εφαρμογή προγραμμάτων κοινωνικού τουρισμού σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα.
Εδώ, ο τρίτος βασικός stakeholder του τουρισμού, όπως και κάθε άλλου τομέα οικονομικής δραστηριότητας, το κράτος, παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, αυτόν του κύριου συντονιστή και χρηματοδότη-επενδυτή. Μάλιστα, η παρούσα χρονική συγκυρία θα μπορούσε να είναι ιδανική για την αποδοχή ενός τέτοιου ρόλου τόσο από κυβερνήσεις όσο και από την κοινή γνώμη, οι οποίες είναι συχνά αρνητικές σε αυξημένες δαπάνες για κοινωνική πρόνοια, συμπεριλαμβανομένου και του κοινωνικού τουρισμού, ειδικά σε χώρες με επικρατούσες νεοφιλελεύθερες πολιτικές (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο). Η εμπειρία της πανδημίας του COVID-19 και της διαχείρισης αυτής ανά τον κόσμο, μας υπενθυμίζει ότι χωρίς την ενεργή παρέμβαση του κράτους δεν μπορεί να σταθεί καμία κοινωνία και καμία οικονομία, ειδικά σε συνθήκες κρίσης.
Λαμβάνοντας υπόψη τη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία και τις παρούσες συνθήκες συνολικά, ο κοινωνικός τουρισμός θα μπορούσε να γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της τουριστικής πολιτικής μιας χώρας.
Όπως έχω αναφέρει σε προηγούμενα άρθρα μου, ο κοινωνικός τουρισμός είναι ένα χρήσιμο εργαλείο, ιδιαίτερα σε συνθήκες οικονομικής ύφεσης, καθώς παίζει τον ρόλο ενός αυτόματου σταθεροποιητή. Δημιουργεί, δηλαδή, ζήτηση πέραν της υπάρχουσας, η οποία βασίζεται στην «ελεύθερη αγορά», συμβάλλοντας στην τόνωση της τοπικής οικονομίας και στην διατήρησή της σε κατάσταση σχετικής ισορροπίας, συνεισφέροντας έτσι και στην διατήρηση θέσεων εργασίας. Παράλληλα, και όπως δείχνουν πρόσφατες επιστημονικές έρευνες, συνεισφέρει στην ψυχολογική υγεία πληθυσμιακών ομάδων που είναι ιδιαίτερα ευάλωτες σε συνθήκες οικονομικής κρίσης (π.χ. άνεργοι γονείς).
Δεδομένων, λοιπόν, των πολυσύνθετων οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της πανδημίας του COVID-19, όπως η μειωμένη ζήτηση από τις μεγάλες τουριστικές αγορές του εξωτερικού, η αύξηση της ανεργίας και οι ψυχολογικές συνέπειες αυτής, μορφές κρατικής πρόνοιας, όπως είναι ο κοινωνικός τουρισμός, θα μπορούσαν να δώσουν μια ανάσα τόσο σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, όσο και σε ευάλωτες επιχειρήσεις, στηρίζοντας, δηλαδή, εκείνους τους stakeholders που πλήττονται περισσότερο. Βέβαια, στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται, απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη κάθε μορφής τουρισμού, συμπεριλαμβανομένου και του κοινωνικού τουρισμού, είναι να κοπάσει η υγειονομική κρίση και να μην υπάρξουν τυχόν υποτροπές, οι οποίες θα εμποδίσουν τις ροές ακόμα και του εσωτερικού τουρισμού.
* Ο Κωνσταντίνος Ι. Κακουδάκης είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Nottingham, με εξειδίκευση στον κοινωνικό τουρισμό και λέκτορας στη Διαχείριση Τουρισμού και Φιλοξενίας στο University of Central Lancashire, Cyprus Campus.