Η Διαφοροποιημένη Ευθύνη των κρατών για την προστασία του περιβάλλοντος

Αναπόφευκτα , η μειωμένη ευθύνη των υποανάπτυκτων κρατών πέφτει στους ώμους των πιο ανεπτυγμένων κρατών.
Open Image Modal
d3sign via Getty Images

Πέρα από το κοινό οικολογικό χρέος των κρατών, το οποίο καλύψαμε, και εκφράζεται κυρίως στην αρχή ” ο ρυπαίνων πληρώνει”, θα πρέπει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στη διαφοροποιημένη ευθύνη των κρατών, καθώς η τελευταία εμφανίζει μακράν περισσότερο ενδιαφέρον.

Η Ευθύνη των αναπτυσσόμενων κρατών

Η συνεργασία και η πρόληψη με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος αποτελούν κάποιες από τις αρχές σύμφωνα με τις οποίες θα πρέπει να αντιμετωπιστεί από τα υπό ανάπτυξη κράτη η περιβαλλοντική κρίση.

Πέρα από αυτές τις γενικόλογες αρχές, η ευθύνη των αναπτυσσόμενων κρατών περιορίζεται αρκετά σε σχέση με τα υπόλοιπα. Αυτό συμβαίνει γιατί ακριβώς το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο αντιλαμβάνεται πως οι παραπάνω χώρες δεν διαθέτουν ούτε την υλική υποδομή , ούτε τους πόρους για να δημιουργήσουν (σε σύντομο τουλάχιστον χρονικό διάστημα) ένα σύγχρονο και αποδοτικό σύστημα προστασίας του περιβάλλοντος. Έτσι, το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο μετατοπίζει το μεγαλύτερο βάρος από αυτές τις χώρες στις πιο ανεπτυγμένες. Στις περισσότερες , λοιπόν διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες προσδιορίζεται συνήθως ξεκάθαρα πως το φωτεινό παράδειγμα και ο στυλοβάτης της όλης προσπάθειας αποτελεί ο δυτικός κόσμος.

Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα διακρίνεται στη Συνθήκη του Ρίο το 1992 όπου ξεκάθαρα αναφέρεται πως «Για την (καλύτερη) προστασία του περιβάλλοντος, η αρχή της πρόληψης (σε θέματα περιβάλλοντος) θα εφαρμόζεται από τα κράτη σύμφωνα με τις δυνατότητες τους» .[1] Αυτή η αρχή αποτελεί την πιο σημαντική δέσμευση , πάνω και στην όποια στηρίζεται η διαφοροποίηση των ευθυνών. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να εξετάσουμε την λέξη «δυνατότητα»(capability). Με τον όρο «δυνατότητα» κυρίως νοείται η ικανότητα των κρατών να δρουν με ταχύτητα, αποτελεσματικότητα και σύγχρονες μεθόδους με βάση τεχνολογικά μέσα και αξιόπιστα μέσα.

Με λίγα λόγια ,τα κράτη που δεν διαθέτουν όλα τα παραπάνω κριτήρια (που συμβαίνει να είναι τα υποανάπτυκτα) θα πρέπει να κρατούν μια στάση περισσότερο παρατηρητή και βοηθού στις διάφορες κρίσιμες καταστάσεις.

Αυτή την αρχή έρχεται να συμπληρώσει και να ενισχύσει η ενδεκάτη κατά σειρά , της Διακήρυξης του Ρίο , η όποια αναφέρει πως τα περιβαλλοντικά μετρά που λαμβάνονται θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν την αντίστοιχη δυνατότητα του κράτους στο οποίο αναφέρονται αυτά τα μέτρα. Και η αρχή συνεχίζει και επεξηγεί ακριβώς λέγοντας ότι κάποια μέτρα που ένα κράτος εφαρμόζει ίσως είναι υπερβολικά και μη ταιριαστά (οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά) για κάποιο άλλο.

Από όλα τα παραπάνω, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως το Διεθνές Δημόσιο Δίκαιο όχι μόνο:

(α) αναγνωρίζει τις διαφορετικές δυνατότητες κάθε κράτους, αλλά

(β) θέτει σε εφαρμογή μηχανισμούς έτσι ώστε αυτές να γίνουν σεβαστές, και θέτει ένα καθεστώς διαφορετικό και πιο ήπιο για τις λιγότερο ικανές χώρες.

Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο δικαιότερος, ηπιότερος και αντικειμενικότερος καταμερισμός των περιβαλλοντικών ευθυνών, ώστε και να μην επιβαρύνονται υπερβολικά τα λιγότερα αναπτυγμένα κράτη, αλλά και να είναι δυνατή η αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος. Ειδικά, αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο με την τελευταία φράση της αρχής 11 «ιδιαιτέρως τα μέτρα που εφαρμόζουν οι πιο αναπτυγμένες χώρες μπορεί να αποτελέσουν μέτρα με μεγάλο κόστος για τα υπόλοιπα κράτη».[2] Σε αυτό το σημείο γίνεται ακόμα πιο ευδιάκριτη η πεποίθηση του Διεθνούς Δημόσιου Δικαίου σχετικά με την ανάθεση λιγότερων αρμοδιοτήτων, άρα και ευθυνών στις χώρες με τη μικρότερη ανάπτυξη, παραχωρώντας έτσι τη σκυτάλη στα περισσότερο ανεπτυγμένα κράτη.

Συνεπώς, τα υποανάπτυκτα κράτη λόγω της μειωμένης ευθύνης που έχουν έναντι στο περιβάλλον συνεπάγεται πως ανεπίσημα έχουν και λόγο μικρότερης βαρύτητας στα διεθνή συμβούλια περί περιβάλλοντος. Το οικολογικό χρέος για την ώρα θα πρέπει να αντιμετωπισθεί κυρίως από το Δυτικό κόσμο, με μικρότερη αρωγή από τις αναπτυσσόμενες χώρες. Εννοείται  πως τα μικρότερα κράτη οφείλουν να προσφέρουν τη συνεργασία τους όπου χρειάζεται, σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις αλλά και να συμβάλλουν στην εξάλειψη του οικολογικού χρέους με κάθε μέσο που μπορούν να διαθέσουν.

Η Ευθύνη των ανεπτυγμένων κρατών

Αναπόφευκτα , η μειωμένη ευθύνη των υποανάπτυκτων κρατών πέφτει στους ώμους των πιο ανεπτυγμένων κρατών, κάνοντας έτσι τον περιβαλλοντικό αγώνα πιο ρεαλιστικό, αλλά και ενδιαφέρον.

Ορμώμενοι ξανά από τη Διακήρυξη του Ρίο, φαίνεται ξεκάθαρα πως η αρχή 10 αφήνει ξεκάθαρα μια αιχμή για να υποδείξει την αυξημένη ευθύνη των ανεπτυγμένων κρατών. Συγκεκριμένα, αναφέρει πως τα κράτη οφείλουν να παρέχουν την καλύτερη πληροφόρηση στους πολίτες τους σε θέματα περιβάλλοντος. Και εκεί έγκειται το πολύ σημαντικό ερώτημα «Ποια κράτη μπορούν να εξασφαλίσουν αυτές τις πληροφορίες;» .[3] Φυσικά και ο Δυτικός κόσμος πληροί τις παραπάνω προϋποθέσεις.

Παρότι οι υπογεγραμμένες διεθνείς περιβαλλοντικές συνθήκες απλά κάνουν μεμονωμένα σχόλια, ή απλά αφήνουν υπονοούμενα για την διαφοροποιημένη ευθύνη των κρατών, ο ανεπτυγμένος κόσμος έχει επωμιστεί την αποστολή του και έχει λάβει ο ίδιος αυτοβούλως ειδικά μέτρα.

Διάφορα περιβαλλοντικά προγράμματα έχουν ξεκινήσει να δημιουργούνται με ιδρυτικά μέλη, ανεπτυγμένες χώρες , ενώ δράση έχουν λάβει οργανώσεις , έχουν εκδοθεί οδηγίες και γενικά έχουν γίνει σημαντικά βήματα στην προστασία του περιβάλλοντος.

Ως προς το υδάτινο περιβάλλον έχουν ήδη από τη δεκαετία του ’70 και του ’80 καθοριστεί κάποιες τιμές σύμφωνα με τις οποίες κρίνεται εάν τα ύδατα έχουν επηρεαστεί από τη ρύπανση ή όχι. Αυτές , λοιπόν οι τιμές «ποιότητας» θα πρέπει να διατηρούνται και τα ανεπτυγμένα κράτη έχουν επιβάλλει μέτρα για την επίτευξη αυτού του στόχου.

Πιο συγκεκριμένα, με την οδηγία 2000/60/ΕΚ τις 20 Οκτωβρίου του 2000 θεσπίστηκε από την ΕΕ  κοινοτικό πλαίσιο σύμφωνα με σκοπό την προστασία των εσωτερικών, παράκτιων, επιφανειακών και υπόγειων υδάτων καθώς και την μείωση της ρύπανσης δημιουργώντας έτσι ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον για την καλύτερη ανάπτυξη των οικοσυστημάτων.

Η τακτική δειγματοληψία συμβαίνει να είναι το πλέον πιο διαδεδομένο σύστημα για την αποτελεσματικότερη και ακριβέστερη καταμέτρηση της ποιότητας του νερού, πράγμα που επίσης εξηγείται αναλυτικά στην οδηγία 79/869  και 80/778 της ΕΕ.

Οι άμεσες ή έμμεσες ζημίες που προκαλούνται στο υδάτινο περιβάλλον που καλύπτεται από την διεθνή νομοθεσία στον τομέα της διαχείρισης των υδάτων θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ταχύτατα και αποτελεσματικά από τα αρμόδια κράτη, σύμφωνα με την αρχή της πρόληψης και της συνεργασίας · η συνθήκη του Κιότο (Ιαπωνία) προβλέπει την ύπαρξη ευέλικτων οργανισμών που θα έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν, να πληροφορούν και να παίρνουν πρωτοβουλίες αλλά και αποτρέπουν χώρες από το να αποφεύγουν την τήρηση των συμφωνηθέντων.

Ως προς την ατμόσφαιρα, έχουν γίνει σημαντικά βήματα για την μείωση των εκπομπών διοξειδίου, μονοξειδίου του άνθρακα  καθώς και θεϊικών εκπομπών. Το 1997 με τη Συνθήκη του Κιότο που έλαβε χωρά στην Ιαπωνία, όπου συμμετείχαν 77 ανεπτυγμένα κράτη , συζητήθηκαν αναλυτικά σοβαρά ατμοσφαιρικά θέματα, όπως οι κλιματικές αλλαγές, ο περιορισμός της εκπομπής ατμοσφαιρικών ρύπων καθώς και η οργάνωση των μηχανισμών για την επίτευξη των στόχων που είχαν τεθεί.

Αυτό που επιδιώχθηκε με την υπογραφή της συνθήκης την ο ισοσταθμισμός των ρύπων μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών και η φανερή αποδοχή των κρατών πως ένα τόσο σοβαρό πρόβλημα χρήζει άμεσης λύσης, πράγμα που οδήγησε στην Συνθήκη της Κοπεγχάγης το 2009 και σε συμφωνία για τη λήψη περαιτέρω μέτρων το 2012.

Πλέον, έχουν προβλεφτεί ήδη από τη δεκαετία του ΄80 με την οδηγία 72/306 της ΕΕ  ενδεικτικές τιμές εκπομπής διοξειδίου και μονοξειδίου του άνθρακα από τις χώρες · για τους λογούς αυτούς σε όλες τις βιομηχανίες μηχανημάτων καύσης βενζίνης ή πετρελαίου έχουν επιβληθεί προδιαγραφές, οι οποίες καθορίζουν πως τα παραπάνω τεχνολογικά επιτεύγματα μπορούν να γίνουν περισσότερο φιλικά προς το περιβάλλον.[4]

Η διεθνής κοινότητα  δέχθηκε την πρώτη προειδοποίηση για περιορισμό των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα και ταυτόχρονα επίπληξη για την υπερθέρμανση του πλανήτη στη διάσκεψη της Γενεύης, η οποία διήρκησε από 31 Αυγούστου μέχρι τις 4 Σεπτεμβρίου 2009.

Η νέα συμφωνία της Κοπεγχάγης θα προβλέπει την περαιτέρω μείωση των εκπεμπόμενων αέριων ρύπων που συμβάλουν στην επιδείνωση του φαινομένου του θερμοκηπίου. Συγκεκριμένα σύμφωνα με το πρωτόκολλο του Κιότο τα ανεπτυγμένα βιομηχανικά κράτη οφείλουν να μειώσουν τις εκπομπές αυτές κατά 25% έως το 2020 συγκριτικά με το 1990. Στο νέο πρωτόκολλο περιέχονται δεσμεύσεις περισσότερο των αναπτυγμένων και  λιγότερο των αναπτυσσόμενων κρατών, τρόποι οικονομικής-πολιτικής και περιβαλλοντικής συνεργασίας μεταξύ των χωρών, μηχανισμοί προσαρμογής των φτωχότερων χωρών στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, στόχοι για την παύση της αποψίλωσης των δασών, δράσεις για τη μείωση των εκπομπών από τις αεροπορικές μεταφορές και τη ναυτιλία και, τέλος, νέες δομές διοίκησης-διαχείρισης.

Ως προς το θέμα της ηχορύπανσης, απλά τα κράτη βασίζονται και προσπαθούν να εναρμονιστούν με το κατώτερο επιτρεπτό όριο θορύβου, πράγμα που αποτελεί μια από τις πολύ βασικές μεθόδους περιορισμού της ηχορύπανσης. Παραδειγματικά αναφέρουμε πως υπάρχουν συγκεκριμένες τιμές θορύβου σχετικά με την ακουστική ισχύ των γερανών, των μηχανών του εργοταξίου, των αεροσκαφών, των εξατμίσεων των μοτοσυκλετών, καθώς και των χορτοκοπτικών.

Ενδεικτικά:

    1) Όλοι οι ήχοι δεν είναι βλαβεροί όταν φθάνουν μέχρι 35 DB και δεν ενοχλούν.

    2) Από 35 έως 65 DB είναι υποφερτοί.

    3) Από 65 έως 95 DB είναι ενοχλητικοί και προκαλούν εκνευρισμό.

    4) Από 95 DB και πάνω είναι επιβλαβείς για την ψυχική υγεία των ατόμων.[5]

Για τον περιορισμό της ηχορύπανσης σταδιακά έχουν αναπτυχθεί νέες τεχνολογίες από το δυτικό κόσμο που χρησιμεύουν ως ηχομονωτικές, καταπιέζοντας έτσι το τις μηχανικές θορυβώδες οχλήσεις.

Επίσης σημαντικά βήματα έχουν γίνει με σκοπό την κοινή δημιουργία μεθόδων για παρόμοια αξιολόγηση της στάθμης των θορύβων καθώς και την μείωση των εκπομπών στην πηγή τους, δηλαδή της οδικής, σιδηροδρομικής και αεροπορικής κυκλοφορίας ή θορυβοποιών μηχανημάτων.

Ως προς την προστασία του εδάφους, οι ανεπτυγμένες χώρες κυρίως ασχολούνται με τις χημικές ουσίες που περιέχονται στα λιπάσματα, τις γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες αλλά και τα απορρίμματα.

Επίσης, ο Δυτικός κόσμος δίνει μεγάλη προτεραιότητα στην προστασία της φύσης και της βιοποικιλότητας. Γι’αυτούς τους λόγους επινοεί καινούργιους τρόπους αντιμετώπισης της εδαφικής μόλυνσης ή προνοεί ώστε να διαδοθούν οι ήδη γνωστοί τρόποι. Τα τελευταία χρόνια έχουν για παράδειγμα αρχίσει οι μεθοδευμένες ταφές απορριμμάτων(Χ.Υ.Τ.Α) αλλά και επιβάλλεται η χρήση των βιολογικών καθαρισμών.[6]

Σημαντικά βήματα σε αυτό το θέμα έχουν γίνει κυρίως στην δεκαετία του 1990 και του 2000 με τα σχέδια δράσης που έχουν ως στόχο τον περιορισμό των περιβαλλοντικών ζημιών από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Σε διεθνές επίπεδο, η UNESCO προχώρησε  στο χαρακτηρισμό ορισμένων περιοχών ως περιοχές «νατούρα» και τις κήρυξε προστατευόμενες αφού αναγνωρίστηκε η πολιτιστική, αισθητική, ψυχαγωγική και επιστημονική τους σημασία. Θα πρέπει να αναφερθεί πως σε ευρωπαϊκό επίπεδο η ίδρυση της «Natura 2000» αποτέλεσε τομή για την προστασία του περιβάλλοντος.

Ευθύνη των ανεπτυγμένων κρατών πέρα από την πρόληψη και τη φροντίδα του περιβάλλοντος, είναι η καταπολέμηση της φτώχειας και η εξασφάλιση της αειφόρου βιώσιμης ανάπτυξης, ή όπως αλλιώς ονομάζεται της «πράσινης ανάπτυξης». Η θέσπιση των βασικών περιβαλλοντικών δεικτών αποτελεί μεγάλη επιτυχία στο ζήτημα της ομαλής ανάπτυξης, καθώς οι φορείς της αναπτυξιακής πολιτικής μπορούν να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή κατά πόσο δρουν φιλικά προς το περιβάλλον, και έτσι να έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν ένα σαφές πλάνο πλήρως εναρμονισμένο με τις περιβαλλοντικές ανάγκες αλλά και με τις ανθρώπινες αναπτυξιακές φιλοδοξίες.[7]

_________________________________________________

[1] In order to protect the environment, the precautionary approach shall be widely applied by States according to their capabilities. Principle 15 , Rio Declaration on Environment and Development.(1992)

[2] Τα Κράτη μέλη θα θεσπίζουν αποτελεσματική περιβαλλοντική νομοθεσία,. Τα περιβαλλοντικά πρότυπα, τους στόχους και τις προτεραιότητες της διαχείρισης θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τα περιβαλλοντικά και αναπτυξιακά πλαίσια, στα οποία εφαρμόζονται. Τα πρότυπα που εφαρμόζονται από ορισμένες χώρες μπορεί να είναι ακατάλληλα και να έχουν αδικαιολόγητο οικονομικό και κοινωνικό κόστος σε άλλες χώρες, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες. Principle 11 , Rio Declaration on Environment and Development.(1992)

[3] Σε κρατικό επίπεδο , κάθε ιδιώτης θα πρέπει να πληροφορείται κατάλληλα’οι χώρες θα πρέπει να διευκολύνουν και να ενθαρρύνουν τους πολίτες να συμμετέχουν και επαγρυπνούν , έχοντας διαθέσιμες πληροφορίες για το κοινό.

[4] www.solon.org

[5] www.europa.eu

[6] Μέχρι την πλήρη εξάλειψη του κύριου όγκου των αστικών λημμάτων , θα πρέπει να δίνονται άδειες για μαζική εναπόθεση ρύπων , οδηγία ΕΕ 76/464 .

[7] Οι τηρείς πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίζεται η περιβαλλοντική προσπάθεια: (α) η προστασία του περιβάλλοντος που θα πρέπει να εναρμονίζεται με (β) την κοινωνική πρόοδο και την (γ) οικονομική ανάπτυξη.