Η δικαίωση της ελληνικής στρατηγικής

Διατήρηση της ισορροπίας ισχύος, συνεχής βελτίωση της αποτρεπτικής μας ικανότητας το πιο σημαντικό χαρτί στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης που θα ξεκινήσει.
|
Open Image Modal
via Associated Press

Κώστας Υφαντής - Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Διευθυντής του ΙΔΙΣ (www.idis.gr), Πάντειο Πανεπιστήμιο 

Σχεδόν δύο εικοσιτετράωρα μετά την συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο και οι περισσότερες αναλύσεις – έστω και εν θερμώ – συγκλίνουν ότι πρόκειται για μια καλή εξέλιξη. Παρά το γεγονός ότι είχε εν πολλοίς προεξοφληθεί, η σημασία της συνάντησης είναι μεγάλη. Ναι, η έλλειψη εμπιστοσύνης στις προθέσεις της Άγκυρας παραμένει ένα κρίσιμο στοιχείο και δεν επιτρέπει μεγάλες προσδοκίες. Άλλωστε όποτε καλλιεργήθηκαν τέτοιες στο παρελθόν, τελικά πάντοτε διαψεύδονταν με εκκωφαντικό τρόπο και άφηναν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις τραυματισμένες από μία ακόμη κρίση. Αυτή είναι η ιστορική πραγματικότητα και με αυτήν την εμπειρία είναι εύλογες οι επιφυλάξεις που διατυπώνονται.  

Την ίδια στιγμή, το ερώτημα είναι αν υπάρχει περιθώριο να απαξιωθεί εκ των προτέρων μια έστω και αχνή προοπτική επαναπροσέγγισης. Η Αθήνα τα τελευταία χρόνια προετοιμαζόταν και προετοιμάζεται για όλα τα ενδεχόμενα. Από το χειρότερο, δηλαδή την πλήρη κατάρρευση των σχέσεων και την εφιαλτική προοπτική μια στρατιωτικής εμπλοκής, μέχρι το καλύτερο, δηλαδή την θετική εμπλοκή και μια νέα προσπάθεια διαλόγου. Η συνάντηση δρομολογεί αυτήν ακριβώς την προσπάθεια. Από πολλές απόψεις, είναι μια δικαίωση της ελληνικής πολιτικής, τόσο σε στρατηγικό όσο και σε τακτικό επίπεδο.  

Τα προηγούμενα χρόνια, υπό το βάρος ενός σαφώς αρνητικού ισοζυγίου σκληρής ισχύος, με την Τουρκία να επιχειρεί να δημιουργήσει τετελεσμένα (βλ. τουρκολιβυκό μνημόνιο), να προσπαθεί με υβριδικές προσεγγίσεις να αποσταθεροποιήσει την ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή (εργαλειοποίηση μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών) και να μετέρχεται μεθόδων και ρητορικής πολεμικού εκφοβισμού τροφοδοτώντας συνεχώς την ένταση, η Αθήνα άντεξε. Δεν έκανε κανένα στρατηγικού χαρακτήρα λάθος, και οι όποιες τακτικές αρρυθμίες δεν κόστισαν.

Παράλληλα, άνοιξε το γεωστρατηγικό της βλέμμα και έχτισε ένα πλέγμα συνεργασιών και συμμαχιών που ενίσχυσαν την εξισορρόπηση της τουρκικής απειλής, ενώ ο ταχύτατος σχεδιασμός και υλοποίηση ενός στοχευμένου εξοπλιστικού προγράμματος βελτίωσε την αποτρεπτική της ικανότητα. Επιπλέον, αρνητικές εξελίξεις στην ίδια την Τουρκία μαζί με μια σειρά από σοβαρά σφάλματα στην εξωτερικής της πολιτική έφεραν την Άγκυρα αντιμέτωπη με επιλογές υψηλού ρίσκου και κόστους. Ο καταστροφικός σεισμός του περασμένου Φεβρουαρίου προσέφερε το άλλοθι της προσαρμογής. Η αποκλιμάκωση της έντασης και οι ομαλές εκλογικές διαδικασίες έκαναν το έδαφος της προσέγγισης γόνιμο.  

Είναι νωρίς να μιλήσουμε για μια νέα εποχή. Όμως, η συγκυρία είναι ευνοϊκή. Και οι δύο ηγέτες φαίνεται να είναι αποφασισμένοι να μην αφήσουν το momentum να χαθεί. Η απόφαση να πάρουν στα χέρια τους οι δύο Υπουργοί Εξωτερικών την διαδικασία διαλόγου είναι μια πρωτοβουλία με ρίσκο αλλά επιβεβαιώνει αυτό που όλες και όλοι ξέρουν. Η μεθοδολογία των διερευνητικών επαφών με την συζήτηση σε χαμηλό, υπηρεσιακό επίπεδο δεν λειτούργησε και δεν υπήρχε ένδειξη ότι θα λειτουργούσε τώρα. Οι διερευνητικές επαφές είχαν «καταντήσει» μια διαδικασία καθαρά προσχηματική, χωρίς καμία πλευρά να επενδύει πραγματικά.  

Υπάρχει περιθώριο αισιοδοξίας; Η άποψή μου είναι ότι αυτό είναι ένα λανθασμένο ερώτημα. Δεν είναι ζήτημα αισιοδοξίας ή απαισιοδοξίας. Οι τουρκικές θέσεις δεν φαίνεται να έχουν διαφοροποιηθεί. Ο τουρκικός αναθεωρητισμός έχει εκφραστεί με οξύτατο τρόπο όλα τα τελευταία χρόνια. Όμως ούτε αυτό είναι το ζήτημα σε αυτή την φάση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Το πραγματικό ζήτημα είναι ποια είναι η καλύτερη επιλογή για την Αθήνα. Η αδράνεια και η επιμονή σε μια φοβική ακινησία δεν είναι τέτοια επιλογή.

Τους τελευταίους μήνες η Άγκυρα εξέπεμπε σταθερά ένα μήνυμα απεγκλωβισμού από το συγκρουσιακό πλαίσιο που η ίδια δημιούργησε από το 2019 και μετά. Η Αθήνα ανταποκρίθηκε σε αυτό το μήνυμα γιατί αυτή είναι η βέλτιστη επιλογή. Και στον διάλογο προσέρχεται όχι από θέση αδυναμίας και με χαμηλές προσδοκίες. Και γι’ αυτό, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ξεχνάμε ότι η διατήρηση της ισορροπίας ισχύος και η συνεχής βελτίωση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας είναι το πιο σημαντικό χαρτί στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης που θα ξεκινήσει.