Η Διπλωματική Πορεία των Σχέσεων Σοβιετικής Ένωσης-Κύπρου

Ανάλυση της Περιόδου Πριν και Μετά την Τουρκική Εισβολή του 1974.
Open Image Modal
.
Simone O'Brien via Getty Images/iStockphoto

Καθώς συμπληρώνονται 50 χρόνια από την παράνομη τουρκική εισβολή και την κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου, η τραγωδία που έπληξε τον Ελληνισμό παραμένει μια ανοιχτή πληγή στην καρδιά της Ευρώπης. Η συνεχιζόμενη παράνομη[i] κατοχή εδάφους ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης από μια τρίτη χώρα αποτελεί πρόκληση για το διεθνές δίκαιο και τις ευρωπαϊκές αξίες.

Σε αυτό το πλαίσιο, το παρόν κείμενο εξετάζει τις ιστορικές σχέσεις μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Κύπρου, εστιάζοντας στην εξέλιξή τους πριν και μετά την εισβολή του 1974. Ξεκινώντας από την κυπριακή ανεξαρτησία το 1960, αναλύεται η αρχική στάση της ΕΣΣΔ και τους λόγους της υποστήριξής της προς την Κύπρο. Στη συνέχεια, εξετάζεται πώς η εισβολή του 1974 επηρέασε τη σοβιετική πολιτική και διπλωματία.

Το κείμενο καλύπτει επίσης την περίοδο μετά την εισβολή, συμπεριλαμβανομένης της εποχής Γκορμπατσόφ και της μετάβασης στη μετα-σοβιετική εποχή.

Εισαγωγή

Οι σχέσεις μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Κύπρου αποτελούν ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της διεθνούς διπλωματίας του Ψυχρού Πολέμου στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Αυτή η πολύπλοκη σχέση, που εκτείνεται από την κυπριακή ανεξαρτησία το 1960 μέχρι και μετά την τουρκική εισβολή του 1974, αντικατοπτρίζει τις ευρύτερες γεωπολιτικές εντάσεις και στρατηγικές της εποχής. Για να κατανοήσουμε πλήρως αυτή τη δυναμική, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε το ιστορικό πλαίσιο, τα κίνητρα των εμπλεκόμενων μερών και τις επιπτώσεις των διαφόρων πολιτικών αποφάσεων.

Η Περίοδος της Κυπριακής Ανεξαρτησίας (1960-1974)

Η ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960 σηματοδότησε την αρχή μιας νέας εποχής για το νησί, αλλά και για τις διεθνείς σχέσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ΕΣΣΔ, ως μία από τις δύο υπερδυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου, έβλεπε την Κύπρο ως μια σημαντική ευκαιρία να επεκτείνει την επιρροή της στην περιοχή. Η γεωγραφική θέση της Κύπρου, στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, την καθιστούσε στρατηγικά σημαντική τόσο για τη Δύση όσο και για το Ανατολικό μπλοκ.

Η αρχική στάση του Κρεμλίνου απέναντι στην Κύπρο χαρακτηριζόταν από έντονη υποστήριξη. Η σοβιετική ηγεσία έβλεπε στο πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, του πρώτου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, έναν πιθανό σύμμαχο. Ο Μακάριος, με την πολιτική του αδέσμευτου, φαινόταν να προσφέρει μια εναλλακτική στην ισχυρή δυτική επιρροή στην περιοχή. Η Σοβιετική Ένωση υποστήριξε σθεναρά την ανεξαρτησία της Κύπρου, βλέποντάς την ως ένα βήμα προς την απομάκρυνση από τη βρετανική και, κατ′ επέκταση, τη δυτική επιρροή.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η Μόσχα επιδίωξε να ενισχύσει τους δεσμούς της με την Κύπρο μέσω διαφόρων διπλωματικών, οικονομικών και πολιτιστικών πρωτοβουλιών. Η υποστήριξη αυτή εκδηλώθηκε με τη μορφή οικονομικής βοήθειας, τεχνικής συνεργασίας και εκπαιδευτικών ανταλλαγών. Πολλοί Κύπριοι φοιτητές έλαβαν υποτροφίες για να σπουδάσουν σε σοβιετικά πανεπιστήμια, ενώ σοβιετικοί εμπειρογνώμονες παρείχαν τεχνική βοήθεια σε διάφορους τομείς της κυπριακής οικονομίας.

Σε διπλωματικό επίπεδο, το Κρεμλίνο υποστήριξε σταθερά τις θέσεις της Κύπρου στα Ηνωμένα Έθνη και σε άλλα διεθνή φόρα. Αυτό περιελάβανε την υποστήριξη ψηφισμάτων που επιβεβαίωναν την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου, καθώς και την αντίθεση σε οποιαδήποτε εξωτερική επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις του νησιού. Η σοβιετική στάση ήταν ιδιαίτερα σημαντική κατά τη διάρκεια των διακοινοτικών συγκρούσεων του 1963-64, όταν η Μόσχα υποστήριξε την κυπριακή κυβέρνηση ενάντια στις απειλές τουρκικής επέμβασης.

Ωστόσο, η σοβιετική πολιτική απέναντι στην Κύπρο δεν ήταν απλώς αλτρουιστική. Το Κρεμλίνο είχε τους δικούς του στρατηγικούς στόχους στην περιοχή. Η παρουσία βρετανικών βάσεων στην Κύπρο αποτελούσε πηγή ανησυχίας για τη Μόσχα, η οποία έβλεπε αυτές τις εγκαταστάσεις ως πιθανή απειλή για τα συμφέροντά της στη Μέση Ανατολή. Η Σοβιετική Ένωση επιδίωκε να αποτρέψει την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, κάτι που θα ενίσχυε περαιτέρω τη δυτική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η Τουρκική Εισβολή και οι Επιπτώσεις της (1974)

Η κατάσταση άλλαξε δραματικά με την τουρκική εισβολή του 1974. Η Μόσχα καταδίκασε αμέσως την εισβολή, χαρακτηρίζοντάς την ως παραβίαση του διεθνούς δικαίου και απειλή για την ειρήνη στην περιοχή. Καλώντας για άμεση απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων και αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου. Στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, υποστήριξε ψηφίσματα που καταδίκαζαν την εισβολή και ζητούσαν την επιστροφή στην προ του πραξικοπήματος κατάσταση.

Πάρα ταύτα, η κατάσταση μετά την τουρκική εισβολή παρέμενε εξαιρετικά περίπλοκη και αντίθετη προς το διεθνές δίκαιο. Παρά τις αποφάσεις του ΟΗΕ και τις διεθνείς καταδίκες, η Τουρκία συνέχιζε την παράνομη κατοχή του βόρειου τμήματος του νησιού, παραβιάζοντας κατάφωρα την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Μόσχα, όπως και η υπόλοιπη διεθνής κοινότητα, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια πρωτοφανή πρόκληση για το διεθνές δίκαιο και την περιφερειακή σταθερότητα.

Η Σοβιετική Ένωση διατήρησε τη σταθερή της θέση υπέρ της ανεξαρτησίας, κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου, συνεχίζοντας να υποστηρίζει ψηφίσματα του ΟΗΕ που καταδίκαζαν την τουρκική εισβολή και ζητούσαν την αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων από το νησί. Παράλληλα, προώθησε την ιδέα μιας ειρηνικής επίλυσης του Κυπριακού μέσω διαπραγματεύσεων, βασισμένων στις αρχές του διεθνούς δικαίου και τις αποφάσεις του ΟΗΕ.

Η στάση αυτή αντανακλούσε τη γενικότερη δέσμευσή της στην αρχή της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις κυρίαρχων κρατών και στην υποστήριξη της διεθνούς νομιμότητας. Ταυτόχρονα, η σοβιετική διπλωματία εργάστηκε για την αποκλιμάκωση των εντάσεων στην περιοχή, αναγνωρίζοντας τη σημασία της σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο για την παγκόσμια ειρήνη.

Η Περίοδος μετά την Εισβολή (1974-1985)

Η μετά το 1974 σοβιετική πολιτική χαρακτηρίστηκε από μια προσπάθεια εξισορρόπησης αυτών των αντικρουόμενων συμφερόντων. Η Μόσχα συνέχισε να υποστηρίζει την ανεξαρτησία, κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου σε διεθνή φόρα. Ταυτόχρονα, προώθησε την ιδέα μιας ειρηνικής επίλυσης του Κυπριακού μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών.

Η σοβιετική θέση συνέχιζε να υποστηρίζει την αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο και την επανένωση του νησιού υπό μια ανεξάρτητη και αδέσμευτη κυβέρνηση. Αυτή η στάση αντανακλούσε τόσο την επιθυμία της Μόσχας να διατηρήσει την Κύπρο εκτός της σφαίρας επιρροής του ΝΑΤΟ, όσο και την προσπάθειά της να παρουσιαστεί ως υπερασπιστής του διεθνούς δικαίου και της εθνικής κυριαρχίας των μικρότερων κρατών.

Η Σοβιετική Ένωση προσπάθησε να διατηρήσει και να ενισχύσει τις οικονομικές και πολιτιστικές της σχέσεις με την Κύπρο. Αυτό περιελάβανε τη συνέχιση των προγραμμάτων οικονομικής βοήθειας και τεχνικής συνεργασίας, καθώς και την προώθηση των πολιτιστικών ανταλλαγών. Η υποστήριξη αυτή ήταν ιδιαίτερα σημαντική για την κυπριακή οικονομία στα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή, καθώς το νησί προσπαθούσε να ανακάμψει από τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου.

Η Εποχή του Γκορμπατσόφ και η Μετάβαση στη Ρωσική Εποχή (1985-1991)

Η άνοδος του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης το 1985 σηματοδότησε μια νέα εποχή στη σοβιετική εξωτερική πολιτική, με έμφαση στη διεθνή συνεργασία και την επίλυση περιφερειακών συγκρούσεων. Αυτή η αλλαγή είχε σημαντικές επιπτώσεις στην προσέγγιση της Μόσχας στο Κυπριακό ζήτημα. Η νέα σοβιετική ηγεσία έδειξε μεγαλύτερη ευελιξία στην προσέγγισή της για την επίλυση του Κυπριακού. Το Κρεμλίνο συνέχισε να υποστηρίζει την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου, αλλά έδειξε μεγαλύτερη προθυμία να συνεργαστεί με τη Δύση και τα Ηνωμένα Έθνη για την εξεύρεση μιας βιώσιμης λύσης.

Αυτή η στάση αντανακλούσε τη γενικότερη πολιτική της ”Νέας Σκέψης” του Γκορμπατσόφ, η οποία έδινε έμφαση στη διεθνή συνεργασία και την αποκλιμάκωση των εντάσεων του Ψυχρού Πολέμου. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Σοβιετική Ένωση υποστήριξε ενεργά τις προσπάθειες του ΟΗΕ για την επίλυση του Κυπριακού. Η σοβιετική διπλωματία εργάστηκε για την προώθηση του διαλόγου μεταξύ των δύο κοινοτήτων και υποστήριξε πρωτοβουλίες για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης.

Παράλληλα, οι οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Κύπρου συνέχισαν να αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Η Κύπρος παρέμεινε ένας σημαντικός εμπορικός εταίρος για τη Μόσχα στη Μεσόγειο, ενώ οι πολιτιστικές ανταλλαγές μεταξύ των δύο χωρών εντατικοποιήθηκαν. Αυτές οι σχέσεις συνέβαλαν στη διατήρηση της σοβιετικής επιρροής στο νησί, παρά τις ευρύτερες αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον.

Η Μετα-Σοβιετική Εποχή (1991-σήμερα)

Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 σηματοδότησε μια νέα εποχή για τις σχέσεις Ρωσίας-Κύπρου. Η Ρωσική Ομοσπονδία, ως διάδοχο κράτος της ΕΣΣΔ, κληρονόμησε τις σχέσεις με την Κύπρο, αλλά σε ένα εντελώς διαφορετικό γεωπολιτικό πλαίσιο. Η νέα ρωσική ηγεσία υπό τον Μπόρις Γέλτσιν αρχικά έδωσε λιγότερη προτεραιότητα στην Κύπρο και την Ανατολική Μεσόγειο, καθώς η χώρα επικεντρώθηκε στην εσωτερική της αναδιοργάνωση και στην οικοδόμηση νέων σχέσεων με τη Δύση.

Παρ′ όλα αυτά, η Ρωσία διατήρησε το ενδιαφέρον της για το Κυπριακό ζήτημα. Η ρωσική θέση συνέχισε να υποστηρίζει την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου, ενώ παράλληλα προωθούσε μια λύση βασισμένη στις αποφάσεις του ΟΗΕ. Η Ρωσία, ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, συνέχισε να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις διεθνείς συζητήσεις για το Κυπριακό.

Η μετάβαση από τη σοβιετική στη ρωσική εποχή είχε σημαντικές επιπτώσεις στις οικονομικές σχέσεις με την Κύπρο καθώς το επίπεδο της οικονομικής βοήθειας και της τεχνικής συνεργασίας μειώθηκε, αλλά η Κύπρος έγινε ένας σημαντικός προορισμός για ρωσικές επενδύσεις και επιχειρηματικές δραστηριότητες. Αυτή η εξέλιξη δημιούργησε νέους δεσμούς μεταξύ των δύο χωρών, αν και με διαφορετική μορφή από αυτή της σοβιετικής εποχής.

Συμπεράσματα και Αποτίμηση

Οι σχέσεις μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης/Ρωσίας και της Κύπρου πέρασαν από διάφορες φάσεις πριν και μετά την εισβολή του 1974. Από την αρχική υποστήριξη της κυπριακής ανεξαρτησίας, μέσω των περίπλοκων διπλωματικών ελιγμών της μετα-εισβολής περιόδου, μέχρι τις νέες πραγματικότητες της μετα-σοβιετικής εποχής, αυτές οι σχέσεις αντανακλούν τις ευρύτερες γεωπολιτικές αλλαγές στην περιοχή και τον κόσμο.

Η στάση της Μόσχας απέναντι στην Κύπρο ήταν πάντα επηρεασμένη από ευρύτερους στρατηγικούς υπολογισμούς. Η υποστήριξη της κυπριακής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας ήταν σταθερή, αλλά πάντα εξισορροπημένη με άλλα συμφέροντα στην περιοχή. Η Σοβιετική Ένωση, και αργότερα η Ρωσία, προσπάθησαν να διατηρήσουν την επιρροή τους στην Κύπρο, ενώ παράλληλα απέφευγαν την άμεση σύγκρουση με τη Δύση ή την πλήρη αλλοτρίωση της Τουρκίας.

Για την Κύπρο, οι σχέσεις με τη Μόσχα αποτέλεσαν ένα σημαντικό αντίβαρο στη δυτική επιρροή και μια πηγή διπλωματικής υποστήριξης σε κρίσιμες στιγμές. Αυτές οι σχέσεις είχαν τις προκλήσεις τους, καθώς η Κύπρος έπρεπε να προηγηθεί στα περίπλοκα νερά του Ψυχρού Πολέμου και, αργότερα, του μετα-ψυχροπολεμικού κόσμου.

Η εξέλιξη αυτών των σχέσεων αντανακλά τις ευρύτερες αλλαγές στο διεθνές σύστημα - από την έντονη αντιπαράθεση του Ψυχρού Πολέμου, στην περίοδο της διεθνούς συνεργασίας της εποχής Γκορμπατσόφ, και τέλος στη νέα πραγματικότητα της μετα-σοβιετικής εποχής. Σε κάθε στάδιο, τόσο η Μόσχα όσο και η Λευκωσία έπρεπε να προσαρμόσουν τις πολιτικές τους στις νέες συνθήκες, διατηρώντας παράλληλα τους μακροχρόνιους δεσμούς τους.

Η ιστορία των σχέσεων Σοβιετικής Ένωσης/Ρωσίας-Κύπρου αποτελεί ένα ενδιαφέρον παράδειγμα του πώς οι μικρότερες χώρες προηγούνται στο περίπλοκο τοπίο των διεθνών σχέσεων, και πώς οι μεγάλες δυνάμεις προσαρμόζουν τις πολιτικές τους για να διατηρήσουν την επιρροή τους σε στρατηγικά σημαντικές περιοχές. Αυτή η ιστορία συνεχίζει να επηρεάζει τις σύγχρονες σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Κύπρου, καθώς και τις ευρύτερες γεωπολιτικές δυναμικές στην Ανατολική Μεσόγειο.

Εν κατακλείδι, η μελέτη αυτών των διπλωματικών σχέσεων μας προσφέρει πολύτιμα διδάγματα για τη διπλωματία, τη στρατηγική και τις διεθνείς σχέσεις. Δείχνει πώς οι χώρες, μεγάλες και μικρές, πρέπει να προσαρμόζονται σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, ισορροπώντας μεταξύ εθνικών συμφερόντων και διεθνών υποχρεώσεων.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι εξελίξεις αυτές επηρεάζονται κατ′ αρχάς άμεσα από την οικονομική κατάρρευση και ανάκαμψη της Κύπρου μετά την εμπλοκή της ΕΕ, καθώς και από τη σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας, αλλά και τις πολεμικές συγκρούσεις που συμβαίνουν τώρα στο Ισραήλ. Το εξελισσόμενο ταχύτατα περιβάλλον απαιτεί νέα ανάλυση των νέο-διαμορφούμενων τάσεων και ισορροπιών στην ευρύτερη περιοχή.

Καθώς η παγκόσμια τάξη συνεχίζει να εξελίσσεται, οι σχέσεις των δυο χωρών παραμένουν ένα ενδιαφέρον πεδίο μελέτης για τους ιστορικούς και τους αναλυτές διεθνών σχέσεων, αντανακλώντας τις ευρύτερες γεωπολιτικές και οικονομικές δυναμικές που διαμορφώνουν το σύγχρονο διεθνές σύστημα.

 

[i] Σύμφωνα με το άρθρο 42 των Πρωτοκόλλων της Σύμβασης της Χάγης του 1907: «Κομμάτι εδάφους θεωρείται κατεχόμενο όταν πραγματικά έχει τεθεί υπό την εξουσία εχθρικού στρατού. Η κατοχή εκτείνεται μόνο στο έδαφος στο οποίο τέτοια εξουσία έχει εγκαθιδρυθεί και δύναται να ασκηθεί».  Είναι σαφές πως ο έλεγχος που ασκεί σήμερα η Τουρκία, με τις 40.000 περίπου κατοχικά στρατεύματα στο βόρειο κομμάτι της Κυπριακής Δημοκρατίας, εμπίπτει ακριβώς στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης αυτής. Συγκεκριμένα, η Τουρκία κατέχει μέχρι και σήμερα, το 36.4% των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, ασκώντας την εξουσία της, είτε απευθείας, είτε, μέσω μιας «υποτελούς τοπικής διοίκησης», σύμφωνα με το ΕΔΑΔ. Επιπλέον, με βάση το Διεθνές Δίκαιο, ξένος στρατός δεν επιτρέπεται να έχει παρουσία στο έδαφος ενός κράτους, χωρίς την συγκατάθεση του νόμιμου κράτους, σε αυτή την περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το γεγονός ότι υφίσταται παράνομη στρατιωτική κατοχή από την Τουρκία σε εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας γίνεται ευρέως αποδεκτό. Ειδικότερα, το αποδέχεται η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ σε πολλαπλά της Ψηφίσματα: Πρώτον, το Ψήφισμα 33/15 της 9ης Νοεμβρίου του 1978, που αναφέρει: «Η συνεχιζόμενη παρουσία ξένων ένοπλων δυνάμεων και ξένου στρατιωτικού προσωπικού στην εδαφική επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και το γεγονός ότι μέρος της εδαφικής της επικράτειας είναι ακόμα κατεχόμενο από ξένες δυνάμεις…». Δεύτερον, το Ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης 37/252 της 13ης Μαϊου του 1983 απαιτεί: «την άμεση απόσυρση όλων των κατοχικών δυνάμεων από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας».