Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η Κυπριακή Δημοκρατία νομιμοποιείται να επιζητεί την επιβολή κυρώσεων έναντι της Τουρκίας για τις παραβιάσεις στην Κυπριακή ΑΟΖ η πολιτική αυτή δεν επιτυγχάνει τους στόχους της. Επί τούτου είναι σημαντικό να έχουμε υπ’ όψιν μας δύο σημεία.
Πρώτο η Κύπρος θα έπρεπε προ πολλού να είχε ασκήσει Βέτο σε διάφορα ζητήματα που αφορούν την Άγκυρα για τη συνεχιζόμενη κατοχή, τον εποικισμό και τον υβριδικό πόλεμο που διεξάγει εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Δεύτερο, θα έπρεπε να γνωρίζει η κυβέρνηση και όλες οι πολιτικές δυνάμεις τη θεωρία και την πρακτική για την πολιτική των κυρώσεων καθώς και τα όρια και την αποτελεσματικότητά της.
Στη σημερινή συγκυρία η ΕΕ ενθαρρύνει τον διάλογο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για την αποκλιμάκωση της έντασης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Με το ίδιο σκεπτικό η ΕΕ θα ήθελε την επανέναρξη των συνομιλιών για επίλυση του Κυπριακού. Προς την ίδια κατεύθυνση σε σχέση με το Κυπριακό δήλωσε ότι θα κινηθεί ο ΓΓ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες μετά τις εκλογές στα κατεχόμενα εδάφη για την ανάδειξη του ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Και τούτο παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ένα κύκλο συνομιλιών ο οποίος να οδηγούσε σε μια διευθέτηση με καλές προοπτικές βιωσιμότητας.
Η Τουρκία απροκάλυπτα υποστηρίζει ότι στόχος των συνομιλιών πρέπει να είναι η κατάληξη σε μια συνομοσπονδία. Το περιεχόμενο μιας τέτοιας λύσης θα είναι τέτοιο όπου, μεταξύ άλλων, στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, ασφάλειας, ενέργειας καμιά απόφαση δεν θα λαμβάνεται χωρίς την τουρκική πλευρά. Από την πλευρά του ο Πρόεδρος Αναστασιάδης στην ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ επανέλαβε την πρόθεσή του για συνέχιση των συνομιλιών από εκεί που έμειναν τον Ιούλιο του 2017 και υπογράμμισε τις θέσεις του στα θέματα των εγγυήσεων και της διακυβέρνησης.
Είναι σαφές ότι με τις υφιστάμενες θέσεις των δύο πλευρών ως έχουν δεν υπάρχει δυνατότητα συγκλίσεων. Είναι σημαντικό να αξιολογήσουμε τις θέσεις και άλλων εσωτερικών δρώντων στο Κυπριακό. Το ΑΚΕΛ, το οποίο διακαώς επιδιώκει μια λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας, είναι πολύ πιο ευέλικτο από τον Πρόεδρο Αναστασιάδη στο θέμα της Διακυβέρνησης. Για το κόμμα αυτό η μια θετική ψήφος της τουρκοκυπριακής πλευράς δεν πρέπει να αποτελεί εμπόδιο για τη λύση. Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης καθώς και η πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων θεωρούν ότι τυχόν υλοποίηση μιας τέτοιας πρόνοιας θα δώσει δια της υπογραφής μας τη δυνατότητα στην Τουρκία να παρεμβαίνει αποφασιστικά στα πολιτικά δρώμενα στην Κύπρο.
Επισημαίνεται επίσης ότι ακόμα και να επανεκλεγεί ο Μ. Ακκιντζί ως ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας τις επόμενες μέρες, είναι αμφίβολο κατά πόσον οι θέσεις του αφ’ ενός θα παρεκκλίνουν από τους στόχους της Άγκυρας και αφ’ ετέρου θα είναι δυνατό να συναντήσουν την αποδοχή από μια ελληνοκυπριακή πλειοψηφία. Στην περίπτωση που υπάρξει αλλαγή στην τουρκοκυπριακή ηγεσία ενδεχομένως η επιδίωξη μιας λύσης συνομοσπονδίας να τεθεί επίσημα στο τραπέζι των συνομιλιών.
Η Κυπριακή Δημοκρατία συμπληρώνει 60 χρόνια ταραχώδους βίου και για μια ακόμη φορά βρίσκεται ενώπιον μιας εξαιρετικά δύσκολης συγκυρίας. Ούτε η ΕΕ ούτε ο ΟΗΕ αξιολογούν το Κυπριακό ως ένα υπαρξιακό ζήτημα και επιλέγουν να παραβλέπουν τους στόχους της Τουρκίας για μια διευθέτηση η οποία θα θέτει την Κύπρο υπό τον στρατηγικό της έλεγχο. Για τη θλιβερή αυτή κατάσταση ευθύνες υπάρχουν και στην Αθήνα και στη Λευκωσία καθώς με την πολιτική που ακολουθήθηκε όλα αυτά τα χρόνια επέτρεψαν στην Τουρκία να εμφανίζεται ως τρίτο μέρος και να υπερτονίζεται η διακοινοτική διάσταση του προβλήματος.
Ικανοποιεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Αναστασιάδης υιοθετεί μια πιο πραγματιστική προσέγγιση για το Κυπριακό και την ομοσπονδία, σε σχέση με το παρελθόν. Γι΄ αυτό η ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ θα πρέπει να έχει και συνέχεια. Ταυτόχρονα, παρά τις οποιεσδήποτε απογοητεύσεις από τον ΟΗΕ και την ΕΕ, θα πρέπει αφ΄ ενός να αναδεικνύουμε το δίκαιο του αγώνα μας και αφ΄ ετέρου να εργαζόμαστε σκληρά στα πλαίσια ενός διεκδικητικού πραγματισμού. Η ελληνοκυπριακή πλευρά νομιμοποιείται να απαιτεί την αναγνώριση του δικαιώματος ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία και να εκφράζει την προσήλωσή της σε ένα ασύμμετρο ομοσπονδιακό πολίτευμα (στα πλαίσια του οποίου να μην είναι απαραίτητη η μια θετική τουρκοκυπριακή ψήφος στη λήψη αποφάσεων της Κεντρικής Κυβέρνησης) το οποίο να εφαρμοσθεί εξελικτικά. Ταυτόχρονα καλείται να εκφράσει ετοιμότητα για συνεργασία με την τουρκοκυπριακή κοινότητα στα ενεργειακά ζητήματα με την παράλληλη οριοθέτηση της ΑΟΖ Κύπρου-Τουρκίας και την υιοθέτηση Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Τέλος είναι απαραίτητο να συνειδητοποιηθεί ότι Ελλάδα και Κύπρος χρειάζονται ολοκληρωμένο αφήγημα και αναβάθμιση των συντελεστών ισχύος.
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.