Η ανάγκη ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας επανέρχεται πιο δυναμικά στο προσκήνιο δεδομένων των ανησυχιών από την κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία και της επικείμενης ανάληψης της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει απειλήσει να αποσύρει την αμερικανική στρατιωτική προστασία από τους συμμάχους του ΝΑΤΟ που δεν ξοδεύουν αρκετά για την ασφάλειά τους.
Σε αυτό το πλαίσιο και η αναφορά του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη κατά τη συνάντησή του με τον ΓΓ του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε όπου χαρακτήρισε ως θεμελιώδη προτεραιότητα την ανάγκη ενίσχυσης της «συλλογικής μας άμυνας» κάτι που όπως τόνισε προϋποθέτει «ισχυρή αμυντική βιομηχανία και σημαντικές επενδύσεις». Ωστόσο ο κ. Μητσοτάκης διευκρίνισε, εμμέσως, ότι η ευρωπαϊκή άμυνα δεν σημαίνει ανεξαρτητοποίηση της ΕΕ από το ΝΑΤΟ, υπενθυμίζοντας πως το ζήτημα μιας πιο λειτουργικής σχέσης μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ώστε να ενδυναμωθεί ακόμα περισσότερο ο ευρωπαϊκός πυλώνας της συμμαχίας έχει συζητηθεί πλειστάκις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός υπενθύμισε στον κ. Ρούτε ότι η Ελλάδα έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις στις Βρυξέλλες γύρω από την ενίσχυση της ευρωπαϊκής άμυνας, ειδικά, όπως είπε, για την εξεύρεση δημοσιονομικού χώρου, ιδιαίτερα για εκείνες τις χώρες που θέλουν να επενδύσουν περισσότερο στον τομέα αυτό, ώστε όλα τα κράτη μέλη να θωρακιστούν πιο αποτελεσματικά.
Σημειώνεται ότι ο κ. Μητσοτάκης είχε επιμείνει στο παρελθόν για την έκδοση ευρωομολόγων προς αυτή την κατεύθυνση, πρόταση που έβρισκε αντιδράσεις από τους «φειδωλούς» της Ένωσης όπως για παράδειγμα τη Γερμανία.
Αναπόφευκτα, έπειτα και από τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ουκρανία, ο Πρωθυπουργός αναφέρθηκε και στην ανάγκη μιας κοινής αντιπυραυλικής προστασίας λέγοντας πως αυτή η πρωτοβουλία θα ενίσχυε και θα συμπλήρωνε το ρόλο της συμμαχίας στην Γηραιά Ήπειρο.
Η συνάντηση των Πέντε
Εντωμεταξύ ένα εικοσιτετράωρο νωρίτερα είχαν πραγματοποιήσει συνάντηση στη Γερμανία οι πέντε υπουργοί Αμυνας των χωρών που θεωρείται ότι ξοδεύουν τα περισσότερα στην άμυνα.
Συγκεκριμένα οι υπουργοί Άμυνας Μπόρις Πιστόριους της Γερμανίας, Σεμπαστιάν Λεκορνί της Γαλλίας, Τζόν Χίλεϊ του Ηνωμένου Βασιλείου, Βλάντισλαβ Κοσίνιακ-Κάμις της Πολωνίας και Γκουίντο Κροσέτο της Ιταλίας συναντήθηκαν στο Βερολίνο για να συζητήσουν μέτρα για την ενίσχυση της ασφάλειας και της άμυνας της Ευρώπης.
Μετά το πέρας της συνάντησης ο Πιστόριους δήλωσε ότι η κάλυψη των κενών στις αμυντικές δυνατότητες της Ευρώπης είναι ακόμη πιο σημαντικό από την εξασφάλιση περισσότερων χρημάτων.
«Ανεξάρτητα από το αν θα δαπανήσουμε 2%, 2,5% ή 3% [του ΑΕΠ] για την άμυνα στο μέλλον, πρέπει να κλείσουμε τα κενά που υπάρχουν … Πρέπει να αναπτύξουμε περισσότερα συστήματα όπλων από κοινού. Συμφωνήσαμε σε αυτό σήμερα» δήλωσε ο Πιστόριους.
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Γάλλος υπουργός Άμυνας ο οποίος παρά το γεγονός ότι η Γαλλία έχει τη δική της ισχυρή και ανταγωνιστική αμυντική βιομηχανία δήλωσε ότι και το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να διαδραματίσει ρόλο στην ευρωπαϊκή Αμυντική βιομηχανία.
«Υπάρχει πραγματική βούληση και αποφασιστικότητα να ενισχύσουμε την ικανότητά μας να συντονιζόμαστε ως ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, όχι εντός των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά εντός της Ευρώπης ως ηπείρου» συμπλήρωσε ο Βρετανός υπουργός Άμυνας Τζόν Χίλεϊ.
Aναλυτές επισημαίνουν με κριτική διάθεση τον ρόλο του Ηνωμένου Βασιλείου στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα, αλλά και στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, χαρακτηρίζοντάς το συχνά ως ”Δούρειο Ίππο” των ΗΠΑ, ιδίως μετά το Brexit. Η αποχώρηση της Βρετανίας από την ΕΕ ενίσχυσε σε πολλούς τις υποψίες ότι η χώρα λειτουργεί ως γέφυρα για την προώθηση αμερικανικών συμφερόντων στην ευρωπαϊκή άμυνα, επιδιώκοντας ταυτόχρονα να διατηρήσει την επιρροή της στα ευρωπαϊκά αμυντικά δρώμενα, χωρίς να δεσμεύεται από τους θεσμούς και τους κανόνες της Ένωσης.
Μπαίνουν και τρίτες χώρες στο παιχνίδι
Στην ουσία οι δηλώσεις των υπουργών Άμυνας στο Βερολίνο προδιαγράφουν την άρση των αντιστάσεων για τη συμμετοχή μη ευρωπαϊκών εταιρειών σε χρηματοδοτούμενα από την ΕΕ προγράμματα για την παραγωγή και προμήθεια οπλικών συστημάτων.
Είχε προηγηθεί μια ημέρα νωρίτερα δημοσίευμα των Financial Times που υποστήριζε ότι το Παρίσι εγκατέλειψε τις αντιδράσεις του σε αυτό το ενδεχόμενο, καθώς οι Βρυξέλλες προωθούν την ανάπτυξη μιας ισχυρότερης ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας που θα είναι λιγότερο εξαρτημένη από τις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα που επικαλείται διπλωματικές πηγές στις Βρυξέλλες, η Γαλλία φέρεται να συμφώνησε σε μια μια πρόταση που επιτρέπει έως και το 35% της χρηματοδότησης από τον προϋπολογισμό της ΕΕ για την άμυνα να χρησιμοποιούνται για προϊόντα από χώρες εκτός της Ένωσης των 27.
Η νέα αυτή στάση έρχεται έπειτα από περίπου ένα χρόνο που η Γαλλία αντιδρούσε στη συμμετοχή εταιρειών από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Ισραήλ και την Τουρκία στο προτεινόμενο από την Κομισιόν πρόγραμμα για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Βιομηχανία (EDIP).
Αντιδρούσε και η Ελλάδα
Αξίζει δε να σημειωθεί, ότι μαζί με την Γαλλία και η Ελλάδα, όπως και η Κύπρος, είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους κατά της πρότασης να χρησιμοποιηθούν κονδύλια για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού από χώρες εκτός ΕΕ και ιδίως από την Τουρκία, με το σκεπτικό ότι EDIP θα πρέπει να προάγει αποκλειστικά τις ευρωπαϊκές εταιρείες, στο πλαίσιο της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης.
Επίσης, η Ελλάδα ήταν αντίθετη και με τη συμμετοχή τρίτων χωρών στην αμυντική στήριξη της Ουκρανίας καθώς υποστήριζε ότι αυτή θα πρέπει να γίνει μέσω των σχημάτων, που έχουν ήδη διαμορφωθεί, υπό την προϋπόθεση ότι τρίτες χώρες δεν παρακάμπτουν τις κυρώσεις έναντι της Ρωσίας, «φωτογραφίζοντας» εμμέσως την Τουρκία.
Ωστόσο, αυτή η θέση για τη μη συμμετοχή τρίτων χωρών στα αμυντικά προγράμματα της ΕΕ, τουλάχιστον για τη Γαλλία, φαίνεται να άλλαξε καθώς, όπως επισημαίνουν οι FT, θεωρείται δύσκολο για την ΕΕ να ζητά από τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, να μην μειώσει τη στρατιωτική υποστήριξη στην Ευρώπη, ενώ η Ένωση αποκλείει αμερικανικές εταιρείες από τα ευρωπαϊκά αμυντικά έργα.
Επιπλέον στην πρόταση που θα τεθεί προς διαπραγμάτευση, λέγεται ότι περιλαμβάνει μια διάταξη που απαγορεύει τη συμμετοχή χωρών εάν κριθούν ότι η στάση τους «αντίκεινται» στην ασφάλεια της ΕΕ και στην αρχή των «καλών σχέσεων».
Ίσως η γενική αναφορά ότι «οι διεθνείς συμφωνίες αποτελούν τη βάση της διεθνούς ασφάλειας» που έκανε ο πρωθυπουργός ενώπιον του κ. Ρούτε να έχει πολλαπλά μηνύματα και αποδέκτες.
Όπως και να έχει η στάση της Ελλάδας και των υπόλοιπων κρατών μελών θα φανεί στις προσεχείς εβδομάδες όταν θα συσταθεί και η νέα Κομισιόν, η οποία πλέον έχει και υπουργό Άμυνας και θα ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για την πρόταση η οποία θα παρουσιαστεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις αρχές του 2025.
Λίγα λόγιa για το EDIP και τις σχέσεις της ΕΕ με το ΝΑΤΟ
Η Κομισιόν πρότεινε κοινές αγορές όπλων και ένα πρόγραμμα για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία (EDIP), ύψους 1,5 δισ. ευρώ ως το 2027 για την επιτάχυνση της αμυντικής παραγωγής στην Ευρώπη. Οι αξιωματούχοι επεσήμαναν ότι για να αυξηθεί η ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανική ετοιμότητα, τα κράτη μέλη πρέπει να επενδύσουν περισσότερα, καλύτερα, από κοινού και ευρωπαϊκά.
Στην ουσία πρόκειται για μια προσπάθεια να μετασχηματιστεί η ευρωπαϊκή οικονομία σε μια πολεμική οικονομία κλίμακας και η Επιτροπή στην πρότασή της ανέφερε ότι επιθυμεί η βιομηχανική της βάση να είναι σε θέση να παρέχει όλα τα αμυντικά προϊόντα υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και ελπίζει ότι τα μέλη της ΕΕ θα προμηθεύονται έως το 2030 τουλάχιστον το 40% του αμυντικού τους εξοπλισμού σε από κοινού συνεργασία.
Δεν ξεφεύγουμε από το ΝΑΤΟ
Τότε η αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μ. Βεστάγκερ είχε δηλώσει ξεκάθαρα ότι το ΝΑΤΟ παραμένει ο βασικό πυλώνας προστασίας της ΕΕ.
«Πρέπει να αναλάβουμε μεγαλύτερη ευθύνη για τη δική μας ασφάλεια, παραμένοντας, φυσικά, πλήρως προσηλωμένοι στη συμμαχία μας στο ΝΑΤΟ...Πρέπει να επιτύχουμε αυτή τη σωστή διατλαντική ισορροπία, ανεξάρτητα από την εκλογική δυναμική στις ΗΠΑ» είχε πει τότε διαισθανόμενη το αποτέλεσμα των τότε επικείμενων προεδρικών εκλογών, προσθέτοντας παράλληλα πως «μια βελτιωμένη ικανότητα δράσης θα μας κάνει ισχυρότερους συμμάχους». Δηλώσεις που συγκλίνουν με αυτές που έκανε σήμερα ο Έλληνας πρωθυπουργός.