Ο ενθουσιώδης τρόπος με τον οποίο υποδέχθηκαν θεσμικοί παράγοντες της Ε.Ε. και εκπρόσωποι ευρωπαϊκών κυβερνήσεων τη συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ ενισχύει την εκτίμησή μου ότι η Ε.Ε. έχει τάσεις αυτοκαταστροφής.
Είναι φανερό ότι μία συμφωνία που ικανοποιεί την Αθήνα και τα Σκόπια ικανοποιεί εξ ορισμού και τους άλλους γιατί το διεθνές σύστημα στηρίζεται αναπόφευκτα στη διακρατική συνεργασία. Υπάρχει όμως τεράστια απόσταση μεταξύ θετικής υποδοχής και πολιτικού ενθουσιασμού την οποία εγώ αποδίδω στα προβλήματα στρατηγικής της Ε.Ε.
Με την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου η Ε.Ε. υφίσταται ένα είδος οικονομικού και πολιτικού ακρωτηριασμού και πρέπει να είσαι εκτός διεθνούς πραγματικότητας για να πιστεύεις ότι μια ήττα επιπέδου Brexit μπορεί να καλυφθεί με μία «κατεπείγουσα» διεύρυνση της Ε.Ε. προς τα Δυτικά Βαλκάνια.
Στο Brexit προστέθηκε η ουσιαστική ρήξη των Βρυξελλών με τη Βαρσοβία και τη Βουδαπέστη ενώ πρόσφατα εκδηλώθηκε μεγάλη αναταραχή στην Ιταλία που έφερε στην εξουσία ευρωσκεπτικιστές και αντιευρωπαίους οι οποίοι αμφισβητούν συνολικά την πολιτική της Ε.Ε. από την Ευρωζώνη μέχρι το προσφυγικό-μεταναστευτικό.
Σε αυτό το δύσκολο και ασταθές περιβάλλον είναι παράλογο να προσπαθεί η Ε.Ε. να «σταθεροποιήσει» τα Δυτικά Βαλκάνια αποσταθεροποιώντας ουσιαστικά την Ελλάδα, η οποία προσπαθεί να συνέλθει από μιας μεγάλης διάρκειας και έντασης οικονομική και κοινωνική κρίση. Ορισμένοι μπορεί να πιστεύουν ότι εφόσον συνεργάζεται με την κυβέρνηση Τσίπρα, η οποία δίνει εξετάσεις προσαρμογής, μπορεί να αγνοήσουν τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού που θεωρεί απαράδεκτες τις κυβερνητικές επιλογές όπως και την ιδιαίτερη ευαισθησία που δείχνει στο θέμα η Βόρεια Ελλάδα.
Μα τα ίδια έκαναν με τους Βρετανούς, τους Πολωνούς, τους Ούγγρους, τους Ιταλούς με αποτέλεσμα να σείεται το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Γιατί πρέπει να τα επαναλάβουν με τους Έλληνες;
Θεωρώ τον εαυτό μου ευρωπαϊστή και πως η Ε.Ε. μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να ανέβει σταδιακά στο επίπεδο των Η.Π.Α. και της Κίνας και να πρωταγωνιστήσει στον σύγχρονο ανταγωνιστικό κόσμο. Θα πρέπει όμως να ξεπεράσει, σε πολιτικό επίπεδο, τον αυτοκτονικό ιδεασμό που την χαρακτηρίζει και την οδηγεί κάθε τόσο να ανοίγει αχρείαστους εθνικούς λογαριασμούς και να γνωρίζει μεγάλες ήττες.