Όταν ένας ευφυής πολιτικός – θα μπορούσαμε να πούμε και πονηρός στη προκειμένη περίπτωση – εκφέρει λόγο, συνήθως έχει μελετήσει το ακροατήριό του. Αυτό το γεγονός δεν τιμάει ιδιαίτερα τη Κρήτη, όπου τη Δευτέρα 1η Ιουλίου έλαβε χώρα προεκλογική ομιλία του Γιάν(ν)η Βαρουφάκη, επικεφαλής του ΜέΡΑ25. Παρακάτω θα σταθούμε σε ένα ιδιαίτερο σημείο των εξαγγελιών που ακούστηκαν (1), το οποίο και αποτελεί κεντρικό άξονα του πολιτικού του προγράμματος, αλλά και ενδεικτικό της αβάσταχτης ελαφρότητας του τέως υπουργού: τις θέσεις του για την ενέργεια. Με αφορμή τη προεκλογική αερολογία του υπερπροβεβλημένου Γιάν(ν)η και ενόψει, αφενός της θερμής γεωπολιτικής συγκυρίας στην Ανατολική Μεσόγειο και αφετέρου των ακατάσχετων προσδοκιών που έχουν προκύψει από την έρευνα υπεράκτιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην ελληνική ΑΟΖ, είναι σκόπιμο να στοιχειοθετήσουμε κατ’ ελάχιστο τη συζήτηση για την ενέργεια. Εκ των προτέρων να σημειώσουμε, ότι το σχόλιό που ακολουθεί, διαθέτει το πλεονέκτημα να μην δεσμεύεται από κανενός είδους επιχειρηματικά συμφέροντα, όπως πολύ συχνά συμβαίνει στη σχετική αρθρογραφία.
1. Περί ενεργειακής μετάβασης σύγχυση
Η κλιματική αλλαγή αποτελεί έναν από τις τρεις μείζονες πυλώνες του οικολογικού προβλήματος (οι άλλες δύο είναι η κατάρρευση της βιοποικιλότητας και οι επιπτώσεις της ρύπανσης στη βιόσφαιρα). Στο πρώτο πυλώνα, η κατανάλωση ενέργειας αποτελεί το κεντρικό ζητούμενο, καθώς σε αυτήν οφείλονται τα δύο τρίτα των ανθρωπογενών εκπομπών αερίων της κλιματικής αλλαγής (2). Σε μία διαχειριστική προσέγγιση του προβλήματος, τα βιομηχανοποιημένα κράτη έχουν υιοθετήσει τον όρο της «ενεργειακής μετάβασης», ως γενικό τίτλο των δράσεων που στοχεύουν στη μείωση του οικολογικού αποτυπώματος της ενεργειακής κατανάλωσης. Εξ ου η έμπνευση Βαρουφάκη για ένα πρόγραμμα 500 δισεκατομμυρίων ευρώ πανευρωπαϊκά, που υποτίθεται ότι θα επιτρέψει την εγκατάσταση αρκετών ΑΠΕ ώστε να επιτευχθεί η απαλλαγή από τον λιγνίτη και το πετρέλαιο σε «πέντε, το πολύ οκτώ χρόνια».
Για να έχουμε, καταρχήν, ένα μέτρο των οικονομικών μεγεθών, μόνο στη Γαλλία (12% του πληθυσμού της ΕΕ), η ενεργειακή μετάβαση κοστολογείται σε 1,1 τρισεκατομμύρια ευρώ (3), δηλαδή πάνω από τα διπλά των όσων εκτιμά ο Βαρουφάκης ότι θα επιτρέψουν τη μετάβαση σε ευρωπαϊκή κλίμακα! Κατά δεύτερον, για να έχουμε μία εικόνα των χρονικών ορίων της ενεργειακής μετάβασης, μπορούμε να ρίξουμε μία ματιά στο παρακάτω γράφημα, που αποτυπώνει την παγκόσμια κατανάλωση ενεργειακών πηγών από την έναρξη της βιομηχανικής εποχής.
Πρώτη διαπίστωση: χρειάστηκε ένας ολόκληρος αιώνας βιομηχανικής οικονομίας προκειμένου οι άνθρωποι να αρχίσουν να καταναλώνουν τον άνθρακα: σε αντίθεση με μία ευρέως διαδεδομένη φαντασίωση, η οικονομία του δέκατου ένατου αιώνα δεν είχε ως βασική πηγή τον άνθρακα, αλλά τη παραδοσιακή βιομάζα (όπως τα καυσόξυλα). Η κατανάλωση υδρογονανθράκων και μαζί τους η ραγδαία αύξηση στη κατανάλωση ενέργειας, αποτελεί μία μεγάλη τεχνολογική ρήξη του εικοστού αιώνα.
Δεύτερη διαπίστωση: οι ενεργειακές μεταβάσεις του εικοστού αιώνα είναι δύο και χρειάστηκαν η καθεμία από τριάντα έως πενήντα χρόνια για να πραγματοποιηθούν: η μετάβαση από τον άνθρακα στο μείγμα άνθρακα-πετρελαίου και η μετάβαση από το μείγμα άνθρακα-πετρελαίου στο μείγμα άνθρακα-πετρελαίου-φυσικού αερίου. Όπως καταλαβαίνει κανείς, η ενεργειακή μετάβαση σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν αποτελούσε απαλλαγή από μία πηγή ενέργειας αλλά προσθήκη μίας νέας πηγής ενέργειας στο μείγμα με συνεχή αύξηση της συνολικής κατανάλωσης (4).
Αυτό που βαφτίζεται σήμερα ενεργειακή μετάβαση είναι κάτι πολύ πιο φιλόδοξο: θέλουμε όχι απλώς να προσθέσουμε νέες πηγές ενέργειας – και μάλιστα, ανανεώσιμες – στο μείγμα, αλλά και να αντικαταστήσουμε με αυτές, τη χρήση των παλαιότερων, ίσως ακόμη και να μειώσουμε τη συνολική μας κατανάλωση. Αυτό προσομοιάζει περισσότερο με ρήξη παρά με μετάβαση. Εξ ου και τα υπέρογκα οικονομικά μεγέθη.
Επίσης, όπως μπορεί εύκολα να αντιληφθεί οποιοσδήποτε, η ρήξη αυτή δεν είναι υπόθεση ετών, αλλά μάλλον δεκαετιών. Στη Γαλλία, που δεν λείπουν τσαρλατάνοι στον πολιτικό διάλογο, αλλά όπου το επίπεδο ενημέρωσης της κοινωνίας είναι υψηλότερο από αυτό της Ελλάδας, η υπόσχεση της κυβέρνησης Μακρόν ήταν ένα σχέδιο για σταδιακή μείωση της εξάρτησης από τη πυρηνική ενέργεια έως το 2025, κατά ένα τρίτο. Πολύ λιγότερο φιλόδοξο σχέδιο από αυτό που επικαλείται ο επικεφαλής του ΜέΡΑ25 και παρ’ όλα αυτά, σε δύο χρόνια διακυβέρνησης Μακρόν, το ποσοστό της πυρηνική ενέργειας στη παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος δεν έχει υποχωρήσει παρά μόλις μία μονάδα (5). Το αναφέρουμε αυτό για να γίνει αντιληπτή η δυσκαμψία του υπάρχοντος συστήματος, ακόμη και σε χώρες που διαθέτουν τον πλούτο και την απαραίτητη τεχνολογία.
Η εξαγγελία Βαρουφάκη για δυνατότητα «αποδέσμευσης» από τον λιγνίτη και το πετρέλαιο «σε πέντε, το πολύ [sic] οκτώ χρόνια», αποτελεί λοιπόν ανέκδοτο. Οπωσδήποτε, στον προφορικό λόγο συγχωρούνται κάποιες ανακρίβειες και κάποια λογικά άλματα. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με συστηματική διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Χοντραίνοντας ακόμη περισσότερο την απόπειρα παραπλάνησης, ο Βαρουφάκης δεν διστάζει να ψεύδεται. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του λοιπόν, η Κίνα εγκατέστησε τον τελευταίο χρόνο ανανεώσιμη ισχύ η οποία παρήγαγε ηλεκτρική ενέργεια ίση με αυτή που παράγουν από κοινού Γαλλία και Γερμανία από όλες τις πηγές. Στην πραγματικότητα, η Κίνα προσέθεσε το 2018 περίπου 70 γιγαβάτ ΑΠΕ (6) ενώ η αύξηση της παραγωγής ρεύματος από ΑΠΕ το 2018 ήταν 142 τεραβατώρες. Να σημειώσουμε επίσης, ότι πλάι σε αυτές τις ΑΠΕ, η Κίνα εγκαθιστά κάθε χρόνο αντίστοιχη ισχύ πυρηνικών και θερμικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (οι οποίες έχουν κύκλο ζωής μερικών δεκαετιών). Όσο για την προστιθέμενη παραγωγή ρεύματος Γαλλίας και της Γερμανίας, αυτή διαμορφώθηκε στις 1222 τεραβατώρες το 2018, δύο φορές πάνω από τη παραγωγή ρεύματος μέσω ΑΠΕ στη Κίνα (7) για την ίδια χρονιά…
2. Περί εξορύξεων συμφέροντα
Πολύ λογικά, το παραπάνω αφήγημα καταλήγει στην επικοινωνιακά «πιασάρικη» θέση εναντίον των εξορύξεων, μία θέση που υποστηρίζει μόνο το ΜέΡΑ25 σε αυτή τη προεκλογική περίοδο, φυσικά από την ασφαλή θέση της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Εάν όμως γίνει κατανοητή η κλίμακα χρόνου και χρήματος που απαιτεί η ενεργειακή μετάβαση, γίνεται κατανοητό και το πρόβλημα εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές υδρογονανθράκων. Η εξάρτηση της Ελλάδας για το 2016 διαμορφώνεται στο 73,6% όταν για το σύνολο της ΕΕ, η οποία δεν είναι ιδιαίτερα πλούσια σε πρωτογενείς πηγές ενέργειας, το ίδιο ποσοστό κυμαίνεται στο 54% (8).
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να αντιληφθεί το οικονομικό και γεωπολιτικό κόστος αυτής της εξάρτησης. Στο αργό πετρέλαιο, που παρέχει τη μισή πρωτογενή ενέργεια της χώρας, η εξάρτηση κυμαίνεται κοντά στο 100% και προέρχεται σε ποσοστό 37% από το Ιράκ και 29% από τη Ρωσία (9). Σε μία συγκυρία διεθνών ανταγωνισμών γενικά και ειδικά στον Περσικό Κόλπο, αυτό το μοντέλο είναι ιδιαίτερα ευάλωτο, πράγμα που αποτυπώνεται μεταξύ άλλων και στις τιμές. Η Ελλάδα, διαθέτει τη τέταρτη ακριβότερη τιμή στα καύσιμα κίνησης στην ΕΕ (10). Την ίδια στιγμή, η τιμή της κιλοβατώρας είναι κάτω από τη μέση τιμή στην ΕΕ, πράγμα που οφείλεται μεταξύ άλλων στη φθηνή εγχώρια λιγνιτική παραγωγή (11).
Με δεδομένη την αργή διαδικασία του μετασχηματισμού του σημερινού ενεργειακού μοντέλου, η αντιμετώπιση αυτής της εξάρτησης μεσοπρόθεσμα, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί δίχως την ανάπτυξη ιδίων πόρων ορυκτού πλούτου, η ύπαρξη των οποίων, ακόμη ερευνάται. Το οικολογικό επιχείρημα, τουλάχιστον όσον αφορά τις εκπομπές αερίων της κλιματικής αλλαγής, δεν ευσταθεί, καθώς, είτε προέρχονται από την ελληνική υφαλοκρηπίδα, είτε από στη Σιβηρία, η ατμόσφαιρα του πλανήτη επιβαρύνεται με τα ίδια αέρια, που απορρέουν από την κατανάλωση των Ελλήνων.
Η δήθεν οικολογικά υπεύθυνη θέση του ΜέΡΑ25 κατά των εξορύξεων είναι συνεπώς, εθνικά αλλά και κοινωνικά ανεύθυνη. Στο σύνθετο παιχνίδι της ενεργειακής διπλωματίας, δεν αποκλείεται η εργαλειοποίηση μίας πολιτικής δύναμης που προωθεί μια θέση ενάντια στις εξορύξεις, από διεθνείς παράγοντες, κρατικούς και επιχειρηματικούς, που ωφελούνται από τη διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης. Με τη σειρά του, ο Βαρουφάκης και οι συν αυτώ, δεν αποκλείεται να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά – και γιατί όχι, οικονομικά – την εργαλειοποίηση αυτή των θέσεών τους από διεθνείς παράγοντες. Το ποιος εξυπηρετεί εν τέλει συμφέροντα επιχειρηματικών ομίλων και άλλων δρώντων, μένει να φανεί. Μην ξεχνάμε, ότι μέχρι να ανακαλύψει τη ριζοσπαστική οικολογία, ο Βαρουφάκης τάσσονταν υπέρ της συνεκμετάλλευσης των ενδεχόμενων ελληνικών κοιτασμάτων με τη Τουρκία (12), ενώ το 2013, ο Βαρουφάκης πατήρ, με άρθρο του στην Ελευθεροτυπία καλούσε την ελληνική πολιτεία να έρθει σε συνεννόηση με τον «προοδευτικό Ταγίπ Ερντογάν» (13) για το ίδιο θέμα. Να προσθέσουμε απλώς ότι, αρκεί να κοιτάξει κανείς τον χάρτη των πιθανών κοιτασμάτων στην ελληνική ΑΟΖ, για να καταλάβει ότι, ακόμη και αν εγείρεται ζήτημα συνεκμετάλλευσης, αυτή αφορά τη Λιβύη και την Ιταλία και όχι τη Τουρκία.
Βέβαια, ο οικολογικός προβληματισμός σχετικά με τη διαδικασία εξόρυξης υδρογονανθράκων είναι εύλογος, αρκεί να ανατρέξει κανείς στη πρόσφατη διεθνή εμπειρία, τόσο στις υπεράκτιες δραστηριότητες, όσο και στην εξόρυξη των λεγόμενων σχιστολιθικών κοιτασμάτων. Το 2010 έλαβε χώρα η μεγαλύτερη οικολογική καταστροφή στην ιστορία του πετρελαίου, όχι σε κάποια φτωχή χώρα, αλλά στις ΗΠΑ. Η έκταση της κηλίδας του Deepwater Horizon στον Κόλπο του Μεξικού ισούται με την έκταση του Ιονίου πελάγους (9). Ομοίως, τα προβλήματα μόλυνσης του υδροφόρου ορίζοντα από την εξόρυξη μέσω fracking σε περιοχές όπως η Βόρεια Ντακότα είναι υπαρκτά και σοβαρά. Όμως οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι που διατρέχουν τα ευαίσθητα οικοσυστήματα της Ηπείρου, του Ιονίου και της Νότιας Κρήτη από τις πετρελαϊκές δραστηριότητες, δεν μπορούν να αξιολογηθούν χωριστά από την οικονομική και γεωπολιτική προοπτική. Στο κάτω κάτω, ακόμη και στην οικολογική προοπτική, το ζητούμενο παραμένει η επιβίωση της κοινωνίας.
Το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεων της παραγωγής ενέργειας στη βιόσφαιρα είναι υπαρκτό. Το μαρτυρούν καταρχήν οι δραματικές αλλοιώσεις στα τοπικά μικροκλίματα, μεταξύ άλλων και στην Ελλάδα (Κοζάνη, Θριάσιο, Θερμαϊκός κ.λπ.). Ομοίως, υπαρκτά είναι τα, σχετιζόμενα με την ενέργεια, γεωπολιτικά και οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία. Οι παράγοντες αυτοί, του σύνθετου προβλήματος της ενέργειας, δεν γίνεται να αφαιρούνται ή να τροποποιούνται αυθαίρετα, επειδή βολεύει το τάδε ή το δείνα εκλογικό ακροατήριο. Αυτό δεν σημαίνει ότι η μεταμόρφωση του ελληνικού ενεργειακού μοντέλου είναι μία τεχνική, πολιτικά ουδέτερη, διαδικασία. Αντιθέτως, μία μακρόπνοη τεχνολογική μετάβαση όπως αυτή, απαιτεί σειρά αποφάσεων που αγγίζουν σχεδόν το σύνολο των τομέων του δημόσιου βίου και δεν μπορεί να λαμβάνονται άνευ εθνικού οράματος στον ανάλογο χρονικό ορίζοντα. Αυτή οφείλει να είναι η ελάχιστη απαίτηση των Ελλήνων πολιτών από όσους εκφράζονται δημόσια επί του θέματος.
(1) Ολόκληρη η ομιλία: https://www.youtube.com/watch?v=fVAfDG54jJw. Το σημείο που αφορά την ενέργεια: από τα λεπτά 44 έως 50.
(4) Για όσους θέλουν να εμβαθύνουν στο ζήτημα της ενεργειακής μετάβασης, παρακάτων μία διάλεξη του διεθνώς αναγνωρισμένου καθηγητή Vaclav Smil: https://www.youtube.com/watch?v=5guXaWwQpe4
(5) https://www.connaissancedesenergies.org/bilan-electrique-de-la-france-que-retenir-de-2018-190214
(7) Βλ. σελίδα 56 της στατιστικής επιθεώρησης της BP του 2019: https://www.bp.com/content/dam/bp/business-sites/en/global/corporate/pdfs/energy-economics/statistical-review/bp-stats-review-2019-full-report.pdf
(8) Βλ. σελίδα 23: https://www.iene.gr/articlefiles/energgeiki-asfaleia_elladas.pdf
(9) Ό.π.
(10) Βλ. σελίδα 83: https://publications.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/99fc30eb-c06d-11e8-9893-01aa75ed71a1/language-en/format-PDF/source-79929745