Τί κατακτήθηκε; Πόσο θα αντέξει;
Η πανδημία υποχρέωσε το σύνολο των πολιτικών κομμάτων να αναγνωρίσουν και να συμφωνήσουν τη στην αναντικατάστατη αξία και την πρωτεύουσα σημασία των Δημοσίων Συστημάτων Υγείας και Πρόληψης. Με ταχύτητα αστραπής το τοπίο ξεκαθαρίστηκε από της μέχρι πρότινος κυρίαρχες απόψεις περί υπερισχύουσας ιδιωτικής, κεφαλαιοκρατικής δραστηριότητας στον τομέα της Υγείας με αποτελέσματα δήθεν καλύτερα από εκείνα του Δημόσιου Συστήματος. Η άποψη αυτή ενώ αδιαμφισβήτητα αποτελεί μια δικαίωση των ιδεολογικών και προγραμματικών θέσεων των κομμάτων της ευρύτερης δημοκρατικής αριστεράς, πρέπει να τονισθεί ότι δεν υποστηρίχθηκε στην κυβερνητική πράξη ούτε από τα ίδια στον αναγκαίο βαθμό και μέσω των απαραίτητων για το σκοπό αυτό πολιτικών (με αποτέλεσμα όχι μόνο λόγω των εξουθενωτικών μνημονιακών πολιτικών γερμανικής έμπνευσης που εφαρμόσθηκαν, αλλά και εγχώριων ολιγωριών, το Δημόσιο Σύστημα βρέθηκε απισχνασμένο, απογυμνωμένο) . Σε κάθε περίπτωση, πάντως, και επειδή τώρα το μάθημα έχει δοθεί με τον πιο καταλυτικό τρόπο, της αντιμετώπισης μιας θανατηφόρας πανδημίας, ουδείς μπορεί στο μέλλον να παραγνωρίζει ή να παραμερίζει τη σημασία όλων των Δημόσιων Συστημάτων (Υγείας, Πρόληψης, Ασφάλισης). Ουδείς μπορεί να επιδείξει στο μέλλον, άρνηση ή ολιγωρία, στη στήριξη και αναβάθμιση τους. Το σημείο αυτό οφείλει και πρέπει να αποτελέσει σημείο μακράς ( =στρατηγικής) συμφωνίας του συνόλου του πολιτικού συστήματος, πέρα από άλλες ιδεολογικές και πολιτικές προσεγγίσεις.
Το δεύτερο στοιχείο που αναδύθηκε ορμητικά και αποφασιστικά ήταν η κεντρική έννοια, ο αναντικατάστατος ρόλος και η αποφασιστική δύναμη του κράτους, και ειδικότερα του εθνικού κράτους. Το κράτος αποτέλεσε τον εγγυητή και το στήριγμα (σχεδόν το μόνο στήριγμα). Και μαζί με το κράτος η πολιτική. Η πολιτική , που ωστόσο απομένει να δικαιώσει τον ουσιαστικότερο ρόλο της και το περιεχόμενό της στην μετα-κορονοϊό περίοδο.
Το τρίτο ήταν η ελληνική κοινωνία, οι άνδρες και οι γυναίκες, οι νέοι και οι νέες της Ελλάδας. Διέψευσαν για μια ακόμη φορά, μέσα σε λίγο χρόνο, όλους εκείνους τους βορειοευρωπαίους, και ιδιαίτερα τους Γερμανούς, που τους απηύθυναν απαξιωτικά, σχεδόν ρατσιστικά -άδικα, άστοχα και ανεύθυνα- το ″στίγμα″ του απείθαρχου και του καλοπερασάκια. Στην προηγούμενη φάση, των μνημονίων, στάθηκαν όρθιοι, παρά τις πολύ χαμηλού βεληνεκούς ηγεσίες τους. Τώρα, στο δεύτερο χτύπημα, μόλις 16 μήνες μετά την 8ετή ″μνημονιακή επιδημία″, ξαναδείχνουν μοναδικές αντοχές, υπευθυνότητα και βαθύ αίσθημα αλληλεγγύης. Ο Ελληνικό Λαός, η πλειονότητά του, δίπλα στον γνήσιο πατριωτισμό του, τον οραματισμό και το αγωνιστικό ήθος του, δείχνει να έχει εμβολιασθεί και με νέα χαρίσματα που μέχρι χθες στερούνταν: τον ορθολογισμό, το σχέδιο και το ρεαλισμό. Αυτή η σύνθεση προτερημάτων, σε συνδυασμό με μια αντίστοιχη των καιρών και των προκλήσεων Εθνική Ηγεσία θα μπορούσε να ανοίξει πράγματι έναν νέο ιστορικό κύκλο.
Οικονομία: Πώς θα πορευθούμε; Yπάρχει ελπίδα;
Η πρώτη βασική διαπίστωση εδώ είναι ότι ενώ ομολογείται στην Ευρώπη, τουλάχιστον, αλλά και στις ΗΠΑ, πως έχουμε να κάνουμε με τη σοβαρότερη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο απειλή, πως έχουμε να κάνουμε με έναν πόλεμο με αόρατο και τρομερά επικίνδυνο εχθρό, οι στάση και οι αποφάσεις ορισμένων ηγετών της Ε. Ένωσης δεν δίνουν την πρέπουσα -και την οφειλόμενη- σε πόλεμο απάντηση, δεν έχουν καμία σχέση με τις επιπτώσεις αυτού του πολέμου. Οι ηγέτες αυτοί υπό την ηγεσία της Α. Μέρκελ (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Φιλανδία) αντιλαμβάνονται τις βαριές οικονομικές και βαθιές κοινωνικές επιπτώσεις της σαρωτικής πανδημίας ως ένα ακόμα πρόβλημα δημόσιου χρέους των χωρών του Νότου! Για να το πούμε καθαρά, αντιλαμβάνονται την κρίση που θα προκύψει ως ένα πρόβλημα ανάλογο της Ελλάδας το 2009, σε ευρύτερη έκταση χωρών. Τώρα δεν θα είναι μόνο η Ελλάδα, αλλά και η Ιταλία, και η Ισπανία, και η Γαλλία (αν η ζητήσει βοήθεια), και όποια άλλη χώρα-μέλος εμφανίσει ανάγκες κάλυψης των ελλειμμάτων τους (των χρεών τους).
Βλέποντας αντικειμενικά τα πράγματα πρέπει να επισημάνουμε τα παρακάτω. Η πανδημία του κορονοϊού θα πλήξει πολύ βαριά τις χώρες της Ευρώπης. Η υγειονομική κρίση θα εξελιχθεί σε βαθιά οικονομική κρίση. Στην Ευρώπη πρέπει να αποφευχθεί ένας οικονομικός πόλεμος, που θα ήταν η μετεξέλιξη της οικονομικής κρίσης, αν, κυρίως, η Γερμανία εξακολουθούσε να σκέφτεται και να δρα με εγωμανία φροντίζοντας τον εαυτό της και μόνο σε μια Ευρώπη που καταρρέει..
Το κράτος (τα κράτη) πρέπει να μετριάσουν και να στηρίξουν μέσω της παροχής ρευστότητας και άμεσων μεταφορών κεφαλαίων τα Δημόσια Συστήματα (Υγείας, Πρόληψης, Ασφάλισης), τις επιχειρήσεις, την εργασία, την παραγωγή. Αυτά θα απαιτήσουν πολύ υψηλή δημόσια χρηματοδότηση. Όλες οι χώρες πρέπει να είναι σε θέση να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να προστατεύσουν τους πολίτες, να σταθεροποιήσουν την οικονομία και να την αναζωογονήσουν γρήγορα μετά την κρίση.
Προκειμένου αυτό να καταστεί δυνατό για όλα τα κράτη μέλη, ανεξαρτήτως της δημοσιονομικής κατάστασης, η Ευρώπη πρέπει να μείνει οικονομικά ενωμένη σ΄ αυτή την κρίση. Ο πόλεμος απαιτεί Σύμμαχες Δυνάμεις με κοινούς στόχους, με κοινη αφοσίωση στην επιβίωση και ανάπτυξη των κοινωνιών τους. Οι ισχυροί μπορούν, τώρα, να δείξουν ότι πρωτοστατούν και καθιστούν την Ένωση τους, τη Συμμαχία τους, στην προκειμένη περίπτωση την Ευρωζώνη και την Ε.Ε. ισχυρή. Τώρα είναι η στιγμή να αποδειχθεί ότι η Ευρώπη ότι είναι πραγματικά αυτό που δηλώνει μια «κοινότητα πεπρωμένου».
Ο Ηράκλειος αυτό άθλος μπορεί να πραγματοποιηθεί με πραγματική ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και επιμερισμό των κινδύνων. Η ιστορία δείχνει ότι τα κράτη-μέλη αλληλοϋποστηρίχτηκαν επανειλημμένα σε σοβαρές οικονομικές κρίσεις. Για παράδειγμα, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα εξέδωσε Κοινοτικό Ομόλογο για την καταπολέμηση των συνεπειών της πετρελαϊκής κρίσης του 1974.
Διπλό σοκ: κρίση προσφοράς & κρίση ζήτησης. Η ανορθωτική δύναμη του Κράτους.
Υπάρχει Ευρωπαϊκή Συμμαχία ″Πολεμικής Δράσης″ ;
Οι χώρες της ευρωζώνης αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα ένα σοκ προσφοράς και ζήτησης. Η ύφεση της βιομηχανίας και η ύφεση της κατανάλωσης συμπίπτουν. Υγιείς επιχειρήσεις, με ένα καλό επιχειρηματικό μοντέλο, βλέπουν ξαφνικά τους εαυτούς να σπρώχνεται στην κατάρρευση λόγω σοβαρών προβλημάτων ρευστότητας. Χωρίς τεράστια κρατική βοήθεια, η ανεργία θα εκτιναχθεί σε πρωτοφανή επίπεδα, η κατανάλωση θα περιορισθεί, η κρίση θα κλιμακωθεί και θα οξυνθεί. Η στήριξη της ρευστότητας μέσω δανείων, εγγυήσεων και φορολογικών διευκολύνσεων, καθώς επίσης και η μείωση του κόστους εργασίας μέσω παροχής επιδομάτων σε μερικώς απασχολούμενους αποτελούν σημαντικά μέτρα για τη σταθεροποίηση της κατάστασης, αλλά δεν θα επαρκέσουν.
Απαιτείται εκτεταμένη, γενναία κρατική ενίσχυση, ιδίως για τις πολλές μικρές επιχειρήσεις (ατομικές επιχειρήσεις, ελεύθερους επαγγελματίες, μικρές βιοτεχνίες, παραγωγικές μονάδες, αυτοαπασχολούμενους), αλλά και για μεσαίες και μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Οι μεγαλύτεροι όμιλοι έχουν ορισμένες δυνατότητες για να εξισορροπήσουν την οικονομική τους κατάσταση, αλλά σε περίπτωση συνέχισης της κρίσης και η δική τους κατάσταση θα μπορούσε να γίνει επισφαλής.
Τα απαραίτητα δημοσιονομικά μέτρα υπό την έννοια του «whatever it takes» θα απαιτήσουν πολύ μεγάλα κονδύλια και σε βάθος χρόνου σε όλες τις χώρες. Όμως, τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν διαφορετικά περιθώρια δράσης στους κρατικούς προϋπολογισμούς. Πρέπει να αποφευχθεί να γίνει η κρίση το κορονοϊού μια δεύτερη κρίση δημοσίου χρέους. Η απαιτούμενη σήμερα ενίσχυση εκφεύγει της οικονομικής παροχής υπό αυστηρούς όρους (δανεισμός με μνημόνια, όρους και επιτήρηση) σαν αυτή που εφαρμόσθηκε από το 2010 και μετά.
Οι οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης θα είναι διττές. Θα δημιουργηθεί μία τεράστια κρίση ζήτησης, μηδενίζοντας την ζήτηση για υπηρεσίες και αγαθά που δεν είναι πρώτης ανάγκης (ταξίδια, ψυχαγωγία κλπ), οδηγώντας τους σχετικούς κλάδους στα όρια της εξαφάνισης. Ταυτόχρονα, θα δημιουργεί και μία τεράστια κρίση προσφοράς, δυναμιτίζοντας την παγκοσμιοποιημένη οικονομία που είναι αρθρωμένη γύρω από τις «διεθνείς αλυσίδες αξίας» τις οποίες διακόπτει (οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να μεταβούν στις εργασίες τους και να παράγουν, ακόμη και αν υπάρχει ζήτηση για τα προϊόντα τους).
Σε αυτήν την κατάσταση, καμία οικονομική πολιτική κλασσικού τύπου, από μόνη της, δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα. Η κλασσική δημοσιονομική επέκταση, ώστε να τονωθεί η ζήτηση, δε θα φέρει κανένα αποτέλεσμα με τους καταναλωτές κλεισμένους στα σπίτια τους. Από την άλλη, η κλασσική προσπάθεια ενίσχυσης της προσφοράς με χαμηλότοκα δάνεια επίσης δεν έχει νόημα: οι ακινητοποιημένες επιχειρήσεις δεν ενδιαφέρονται για δάνεια που δε θα μπορέσουν να αποπληρώσουν, εφ’ όσον δεν παράγουν.
Απαιτείται, συνεπώς, μία υβριδική οικονομική πολιτική με ευρύτερους κοινωνικούς στόχους, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση πολέμου. Πρώτο, να κατευθυνθεί όλη η διαθέσιμη κοινωνική ενέργεια στη διατήρηση της δυναμικότητας των κλάδων που εγγυώνται την επιβίωση: διατροφή, υγεία, ενέργεια, ασφάλεια/άμυνα και επικοινωνίες.
Δεύτερο, να καλυφθούν οι βιοτικές ανάγκες όλων των πολιτών, ασχέτως εργασιακού καθεστώτος, και με τις λιγότερες δυνατές απώλειες σε θέσεις εργασίας.
Τρίτο, να υπάρξουν όσο το δυνατόν λιγότερες χρεοκοπημένες επιχειρήσεις, ώστε το παραγωγικό δυναμικό να είναι έτοιμο να ενεργοποιηθεί πλήρως μετά την λήξη της πανδημίας.
Αυτά έχουν έναν κοινό παρονομαστή: ρευστότητα που, με τη σειρά της, συνεπάγεται την προσφορά «νέου χρήματος». Η γνωστή φράση «ό,τι απαιτείται» για να έχει αποτέλεσμα υπό τις παρούσες συνθήκες πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί σε «όσο χρήμα απαιτείται».
Και ο πληθωριστικός κίνδυνος;
Η αντιμετώπιση της κρίσης προς το καλό όλων απαιτεί συνεργασία, συντονισμό και αλληλεγγύη. Κάτι που αν και αυτονόητα, στην περίπτωση της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, δεν είναι δεδομένα. Ο πληθωρισμός σ΄ αυτές τις συνθήκες υπογραμμίζουμε δεν αποτελεί κίνδυνο. Η λεγόμενη ″αντισυμβατική λύση″ της χρήσης του εκδοτικού δικαιώματος ΕΚΤ για τη δημιουργία νέου χρήματος πρέπει και μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Απόψεις, όπως εκείνες ότι οι φορολογούμενοι της Γερμανίας και του Βορρά θα κληθούν να πληρώσουν το λογαριασμό για την διάσωση των «αφρόνων» ψηφοφόρων του Νότου, είναι παραπλανητικές και λαθεμένες. Στις συγκεκριμένες μάλιστα συνθήκες, οι εν λόγω απόψεις λειτουργούν εις βάρος των φορέων τους. Σοβαρός πληθωριστικός κίνδυνος στην περίπτωση της ενίσχυσης επιχειρήσεων, ειδικά σε χώρες που οι κυβερνήσεις τους δε διαθέτουν «δημοσιονομικό χώρο», δεν υφίσταται. Το αντίθετο. Σε κρίσεις από την μεριά της προσφοράς, είναι η κατάρρευση της παραγωγής και τα παραγωγικά «μποτιλιαρίσματα» εκείνα που μπορούν να οδηγήσουν σε έλλειψη προϊόντων και άνοδο των τιμών. Όπως συνέβη στην πετρελαϊκή κρίση με τον στασιμοπληθωρισμό της δεκαετίας του ΄70. Η μονομερής παροχή μη-επιστρεπτέας βοήθειας στους κομβικούς τομείς και επιχειρήσεις, κατά την κρίσιμη περίοδο, διευκολύνοντας την προσφορά δρα αντιπληθωριστικά. Πράγμα που είναι ακριβώς το αντίθετο από ό,τι πιστεύει ένας παραδοσιακός και δογματικός τρόπος σκέψης. Αλλά, ακόμη και αν υπήρχε πληθωριστικός κίνδυνος «τώρα» ή «μετά», αυτό θα ήταν δευτερεύουσας σημασίας μπροστά στα θέματα που διακυβεύονται. Οι σημαντικοί στόχοι σήμερα, είναι η προστασία της υγείας των Ευρωπαίων πολιτών, η κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών και η διατήρηση, όσο το δυνατόν περισσότερο, αλώβητου του παραγωγικού δυναμικού της Ευρώπης.
Ο φόβος του πλούσιου Βορρά, από την άλλη, πως θα κληθούν να επωμισθούν τις συνέπειες της κρίσης του Νότου κινδυνεύει να επαληθευθεί όχι εάν συμβάλουν, επιδεικνύοντας πνεύμα αλληλεγγύης, αλλά εάν δεν συμβάλουν ! Εάν οι οικονομίες του Νότου οδηγηθούν στην χρεοκοπία, οι συνέπειες θα είναι δυσβάστακτες για τις χώρες του Βορρά, τόσο λόγω των ζημιών που θα υποστεί το «χαρτοφυλάκιό» τους (ομόλογα, επενδύσεις, τραπεζικές οφειλές κλπ), όσο και διότι θα χάσουν την πιο ισχυρή πηγή ζήτησης για τις εκροές των οικονομιών τους.
Με το σκάφος της Ευρώπης, σε νέο ταξίδι;
Η μεγάλη πλειονότητα των Ευρωπαίων πολιτών έχουν καταδικασμένη στη συνείδηση τους τη Γερμανία και τον άμετρο εγωϊσμό της. Δεν μπορούν να την αποδεχθούν, παρά τις όποιες οικονομικές επιτυχίες της, στο ρόλο του ηγέτη στην Ε.Ε., που καθοδηγεί δίκαια, ισορροπημένα, εμπνευσμένα, με κοινό όραμα και κοινούς στόχους την Ευρώπη.
Η Ε.Ε. μετεωρίζεται, μέσα σε συνθήκες που πρόκειται να είναι πολύ σκληρές και πρωτόγνωρες, χωρίς ηθικά αποθέματα, χωρίς πραγματική αλληλεγγύη, όλα βγαλμένα με το στανιό, όλα λειψά και μίζερα.
Δεν διαθέτει μια νέα ηγεσία, ή, ακόμα, μια αναδυόμενη ηγεσία με εκτόπισμα και αναγνώριση, αδιαμφισβήτητη (ούτε στην πλειοψηφία των κοινωνιών, ούτε στους πολιτικούς κύκλους).
Η Γαλλία είχε κατ΄ επανάληψη την πρόκληση. Ο Ολάντ ήταν λίγος. Ο Μακρόν παλινωδεί, του λείπει και το στέρεο κοινωνικό έρεισμα. Αλλά η Γαλλία έχει το απόθεμα : και δύναμης, και ισχύος, και πνεύματος.
Προγραμματικές ενότητες σε επίπεδο ευρωπαϊκό και για το αύριο της Ευρώπης δεν υπάρχουν.
Οι πολιτικές οικογένειες (Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, ΕΣΚ, Αριστερά, Οικολόγοι -Πράσινοι) είναι παγιδευμένες στην γερμανική κυριαρχία και στις εσωτερικές τους ίντριγκες και ισορροπίες.
Το 2016 στην Αθήνα υπεγράφη μια συμφωνία μεταξύ μεσογειακών κρατών της Ε.Ε. Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Κύπρος, Πορτογαλία, Μάλτα, υπέγραψαν την δημιουργία μιας πρωτοβουλίας η οποία θα προστάτευε τα ιδιαίτερα συμφέροντα των κρατών-μελών της Ε.Ε του Νότου. Το 2008 είχε ήδη η Γαλλία προσπαθήσει να ενεργοποιηθεί αυτή η συνεργασία, όμως η Γερμανία έκανε ό,τι μπορούσε να την ″σβήσει″. Ο Ευρωπαϊκός Νότος έχει άλλες οικονομικές ανάγκες από τον Βορρά και έχει την οικονομική δύναμη αθροιστικά, να αποτελέσει έναν ξεχωριστό πυλώνα. Επίσης, συνορεύει με άλλες περιοχές όπως η Βόρεια Αφρική και η Εγγύς και Μέση Ανατολή.
Ίσως το EU Med Group να είναι μαζί με το Visegrad Group και με την Πρωτοβουλία των Τριών Θαλασσών (Three Seas Initiative) ο πυρήνας μιας νέας Ε.Ε που θα έχει χωριστεί σε περιφέρειες. Η διείσδυση της Κίνας στον Ευρωπαϊκό Νότο είναι εμφανής. Τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Ιταλία και στην Ισπανία (ιδιαίτερα στη Βαρκελώνη). Η Γαλλία όμως θα είναι αυτή που θα ηγηθεί της προσπάθειας μεσογειακής συνεννόησης. Οι ΗΠΑ επενδύουν πολύ στη Γαλλία για κάποιον ρόλο στη Μεσόγειο προκειμένου να κρατηθεί η πολύ κρίσιμη για τα αμερικανικά συμφέροντα ″αερογέφυρα″ της Μεσογείου. Η Κίνα έχει διεισδύσει στην ανατολική Ευρώπη με το China 17+1 που είναι δούρειος ίππος του One Belt-One Road Initiative. ΗΠΑ και Κίνα θα έχουν το δικό τους ποσοστό επιρροής στον Νότο της Ευρώπης και θα είχαν κάθε συμφέρον οι χώρες του EU Med Group να μην λογοδοτούν στις Βρυξέλλες. Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία είναι οι χώρες με το μεγαλύτερο ΑΕΠ της Ευρώπης. Αν προσθέσουμε και το Ηνωμένο Βασίλειο που είναι ήδη εκτός Ε.Ε, τότε αντιλαμβανόμαστε πως εκ των πραγμάτων, η ισορροπία ισχύος στην Ε.Ε αλλάζει δραματικά. Μένει να δούμε την πολιτική βούληση της Γαλλίας να έλθει - αν έρθει -σε ρήξη με την Γερμανία και την σχέση που θα έχουν οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου με ΗΠΑ και Κίνα.
Βαθύτερα κάτι κυοφορείται.
Το μεταβατικό στάδιο είναι φανερό.
Οι από πάνω δεν μπορούν και οι από κάτω δεν είναι ακόμα έτοιμοι.
Το ευκταίο θα ήταν μια Ε.Ε. με νέα ηγεμονία, μακριά από τη Γερμανία και τις περιοριστικές πολιτικές.
Δεν είναι αδύνατο...