Η Ευρώπη μπροστά στην πανδημία: «Together we Stand»;

Κάποια κράτη της Ε.Ε. δύσκολα θα ανεχθούν για πολύ ακόμη κηρύγματα περί των αρετών της δημοσιονομικής πειθαρχίας, πολλώ μάλλον την επιστροφή στην κανονικότητα της λιτότητας.
|
Open Image Modal
Σημαίες της ΕΕ έξω από την έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες (AP Photo/Virginia Mayo)
ASSOCIATED PRESS

* Του Γιάννη Γούναρη, Δικηγόρου, LLM London School of Economics, Διδάκτορα Νομικής ΕΚΠΑ

 

Ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε δύσκολα θα χαρακτηριζόταν δημεγέρτης, λαοπλάνος ή λαϊκιστής, αφού, αν διακρίνεται για κάτι, αυτό είναι το χαμηλό προφίλ του και η ικανότητά του να ενεργεί ως ισορροπιστής μεταξύ διαφορετικών τάσεων στη δαιδαλώδη πολιτική σκηνή της Ιταλίας. Όταν λοιπόν προειδοποιεί, σε δραματικούς τόνους, ότι εάν η Ευρώπη δεν σταθεί ούτε αυτή τη φορά ενωμένη και αλληλέγγυα, με ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανάκαμψης όλων των κρατών της από αυτό που οι οικονομολόγοι βεβαιώνουν ότι θα είναι η χειρότερη οικονομική κρίση μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε αναπόδραστα οδηγείται σε αποσύνθεση (αφού κάθε χώρα θα αναγκαστεί να πάρει τη μοίρα της στα χέρια της), δεν περιγράφει ένα ακραίο μελλοντικό σενάριο αλλά ένα υπαρκτό ενδεχόμενο.

Πράγματι, η ευρωπαϊκή αντίδραση στην ένσκηψη της πανδημίας του COVID-19 δικαιολογεί την αγωνία του Κόντε – και άλλων. Η αρχική, ενστικτώδης αντίδραση των περισσότερων ευρωπαϊκών κρατών ήταν να πάρουν μονομερή μέτρα για την αποτροπή εξάπλωσης της επιδημίας και για τη συγκέντρωση ιατρικών εφοδίων, χωρίς συντονισμό και, ενίοτε, με αρκετά άκομψο τρόπο. Η ΕΕ, από την άλλη πλευρά, μολονότι διαθέτει πλειάδα οργανισμών και υπηρεσιών με αποστολή την προετοιμασία για έκτακτες καταστάσεις όπως αυτή και για την αποτελεσματική διαχείρισή τους, βρέθηκε απροετοίμαστη, χωρίς τα απαραίτητα αποθέματα υγειονομικών υλικών, χωρίς μηχανισμό κατανομής έκτακτης βοήθειας στις πιο ευάλωτες χώρες και χωρίς σχέδιο αντιμετώπισης της πανδημίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό, σε μια ήπειρο χωρίς εσωτερικά σύνορα –υπό κανονικές συνθήκες, πριν δηλαδή τη σφράγισή τους από τα κράτη– και με οικονομίες τόσο στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, δυστυχώς αποδείχθηκε ολέθριο. 

“Όσο για το Eurogroup, μετά από τον συνηθισμένο πλέον μαραθώνιο συνεδριάσεων και φραστικών αντεγκλήσεων, κατέληξε σε έναν εντελώς ανεπαρκή «συμβιβασμό», ο οποίος στην ουσία δεν είναι κάτι άλλο από την επικράτηση της γραμμής της Γερμανίας, η οποία απλώς χρησιμοποίησε την Ολλανδία ως τον δήθεν «ακραίο» της υπόθεσης.”

Ωστόσο, η μονομερής δράση των κρατών ήταν -και φαίνεται πως θα είναι- ο κανόνας και ως προς την οικονομική διαχείριση του λοιμού. Μόνο εκ των υστέρων ήρθε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εγκρίνει τα μέτρα που είχαν ήδη ανακοινώσει τα κράτη, ενεργοποιώντας της ρήτρα γενικής διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και αναστέλλοντας την εποπτεία των κρατικών ενισχύσεων. Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ενεργοποίησε ένα έκτακτο πρόγραμμα επαναγοράς κρατικών ομολόγων, αμβλύνοντας συγχρόνως τα κριτήρια ένταξης στο κανονικό της πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το μοναδικό εργαλείο που διαθέτει, δεδομένου ότι δεν μπορεί να διοχετεύσει απευθείας χρήμα, όπως θα έκανε (και κάνει, στις ΗΠΑ και τη Βρετανία) κάθε άλλη «κανονική» Κεντρική Τράπεζα. Όσο για το Eurogroup, μετά από τον συνηθισμένο πλέον μαραθώνιο συνεδριάσεων και φραστικών αντεγκλήσεων, κατέληξε σε έναν εντελώς ανεπαρκή «συμβιβασμό», ο οποίος στην ουσία δεν είναι κάτι άλλο από την επικράτηση της γραμμής της Γερμανίας, η οποία απλώς χρησιμοποίησε την Ολλανδία ως τον δήθεν «ακραίο» της υπόθεσης.

Πρόκειται για ένα αναιμικό, σε σχέση με τις ανάγκες, πακέτο τριών πυλώνων, που περιλαμβάνει το πρόγραμμα SURE της Επιτροπής, ύψους 100 δισ., για την επιδότηση της εργασίας, τη δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων να παρέχει διευκόλυνση δανειοδότησης έως και 200 δισ. για τις επιχειρήσεις και τη διάθεση ενός ποσού έως 240 δισ. από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας σε γραμμές πίστωσης προς τα κράτη, υποτίθεται χωρίς αιρεσιμότητες και με μόνη προϋπόθεση να διατεθούν τα χρήματα για την αντιμετώπιση των άμεσων και έμμεσων υγειονομικών αναγκών καταπολέμησης της επιδημίας.

Διαβάστε επίσης: Τρέξε Λόλα, τρέξε

Ωστόσο, το σημείο αυτό παραμένει τεχνηέντως ασαφές: και οι τρεις πηγές χρηματοδότησης του πακέτου είναι δάνεια, όχι απευθείας χρηματοδότηση. Συνεπώς, θα επιβαρύνουν επιπλέον το ήδη υπέρογκο χρέος των κρατών. Η επισήμανση του Ολλανδού υπουργού οικονομικών ότι οποιαδήποτε περαιτέρω οικονομική ενίσχυση θα παρέχεται «με όρους» και η αναφορά στο κείμενο στη δέσμευση των κρατών να επανέλθουν σε «βιώσιμα δημόσια οικονομικά» μετά τη λήξη της επιδημίας και στην «τήρηση των όρων του καταστατικού του ESM» αφήνει ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο μελλοντικά τα ακόμα περισσότερο χρεωμένα κράτη να μην έχουν άλλη διαθέσιμη επιλογή ρευστότητας –εντός ευρωζώνης τουλάχιστον– από την ένταξή τους σε νέα μνημόνια. 

“Τα κράτη του Νότου θα βρεθούν ενώπιον πολύ δύσκολων διλημμάτων για την οικονομική τους επιβίωση: Εφόσον επιλέξουν να αποφύγουν πάση θυσία την προσφυγή στους μηχανισμούς της «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», θα χρειαστεί να αξιοποιήσουν κάθε διαθέσιμο μέσο για την αυτοχρηματοδότησή τους, ακόμη και εφευρίσκοντας «καινοτόμα χρηματοδοτικά εργαλεία», σύμφωνα με μια επίκαιρη ρήση.”

Το αίτημα για ευρωομόλογα ή για οποιαδήποτε ισοδύναμη κίνηση για την αμοιβαιοποίηση του χρέους των κρατών-μελών «θάφτηκε» για δεύτερη φορά, διά παραπομπής στις ελληνικές καλένδες. Αντ’ αυτού, μια αόριστη αναφορά σε ένα «Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανασυγκρότησης», οι λεπτομέρειες του οποίου μένουν νεφελώδεις (φαίνεται πάντως ότι θα συνδεθεί με τον υπό διαπραγμάτευση επταετή προϋπολογισμό της ΕΕ): Αφενός, είναι η χαραμάδα που διατηρεί ζωντανή την ελπίδα για την αμοιβαιοποίηση του χρέους – και εκεί θα μεταφερθεί πλέον η σχετική μάχη. Από την άλλη, ενδέχεται να αποδειχθεί εξίσου ανεπαρκές και να υπαχθεί στους γνωστούς όρους: μια καρικατούρα Σχεδίου Μάρσαλ, όταν αυτό που χρειάζεται η Ευρώπη είναι ένα New Deal. Βλέπει κανείς την επανάληψη μιας κακοπαιγμένης παράστασης που χωρίζει την ευρωζώνη σε ιδιοκτήτες και ενοικιαστές, σε δανειστές-«υπεύθυνους φορολογούμενους» και σε υπόχρεους που χρήζουν βοήθειας, έστω κι αν είναι άσωτοι. Τονίζεται, σε κάθε ευκαιρία, ότι η όποια παρέκκλιση από τον χρυσό κανόνα της λιτότητας είναι αυστηρά προσωρινή.

Το αναπόδραστο συμπέρασμα είναι ότι, ενόψει της επερχόμενης οικονομικής καταιγίδας, τα κράτη του Νότου θα βρεθούν ενώπιον πολύ δύσκολων διλημμάτων για την οικονομική τους επιβίωση: Εφόσον επιλέξουν να αποφύγουν πάση θυσία την προσφυγή στους μηχανισμούς της «ευρωπαϊκής αλληλεγγύης», θα χρειαστεί να αξιοποιήσουν κάθε διαθέσιμο μέσο για την αυτοχρηματοδότησή τους, ακόμη και εφευρίσκοντας «καινοτόμα χρηματοδοτικά εργαλεία», σύμφωνα με μια επίκαιρη ρήση.

Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι σε αυτή τη διελκυστίνδα οι χώρες της λεγόμενης ευρωπαϊκής περιφέρειας, που, ας μην το ξεχνάμε, στο όχι μακρινό παρελθόν κάποιοι περιέγραφαν συλλήβδην με το υποτιμητικό ακρωνύμιο «PIGS», είναι αυτές που επικαλούνται τις ιδρυτικές αρχές του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και υπογραμμίζουν την ανάγκη να πορευθούν μαζί τα κράτη και οι λαοί της Ευρώπης σε έναν 21ο αιώνα γεμάτο προκλήσεις και παγκόσμιες ανατροπές, σε έναν κόσμο βάναυσα ανταγωνιστικό, όπου ισχύει στο ακέραιο το αξίωμα «η ισχύς εν τη ενώσει». 

“Τα ευρωπαϊκά κράτη που σήμερα είναι αντιμέτωπα με εκατόμβες τραγικών απωλειών και αύριο με μια πρωτοφανή οικονομική καταστροφή πολύ δύσκολα θα ανεχθούν για πολύ ακόμη κηρύγματα περί των αρετών της δημοσιονομικής πειθαρχίας, πολλώ μάλλον την επιστροφή στην κανονικότητα της λιτότητας...”

Από την άλλη πλευρά, είναι οι χώρες της Kerneuropa αυτές που δείχνουν με τη στάση τους ότι απορρίπτουν αυτή την προοπτική και ότι προτιμούν μια μικρότερη μεν, «καθαρότερη» δε, Ευρώπη, χωρίς το ενοχλητικό βάρος των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου. Όλες οι τεκμηριωμένες επισημάνσεις του πόσο κοντόφθαλμη και αυτοκαταστροφική είναι αυτή η αντίληψη απολήγουν σε ώτα μη ακουόντων. Όπως, εξάλλου, και κατά την κορύφωση της κρίσης του ευρώ.

Εάν όμως έτσι έχουν τα πράγματα, τότε τα κράτη του Βορρά δεν έχουν κανένα ηθικό δικαίωμα να επικαλούνται την «Ευρώπη» και τους κανόνες της κατά το δοκούν. Ούτε είναι δυνατόν να έχουν την απαίτηση να μένουν εσαεί και χωρίς αμοιβαιότητα πιστές στην Ένωση εκείνες οι χώρες που, στην πιο δύσκολη στιγμή τους, γίνονται αποδέκτριες όχι πραγματικής αλληλεγγύης αλλά δυσπραγίας στα όρια της κακοπιστίας – και πάλι, όχι για πρώτη φορά. Τα ευρωπαϊκά κράτη που σήμερα είναι αντιμέτωπα με εκατόμβες τραγικών απωλειών και αύριο με μια πρωτοφανή οικονομική καταστροφή, που θα απαιτήσει έναν τιτάνιο αγώνα ανάκαμψης, πολύ δύσκολα θα ανεχθούν για πολύ ακόμη κηρύγματα περί των αρετών της δημοσιονομικής πειθαρχίας, πολλώ μάλλον την επιστροφή στην κανονικότητα της λιτότητας. Μεταξύ των μορφών που θα μπορούσε να πάρει η αντίδρασή τους: μη τήρηση των όρων του Συμφώνου Σταθερότητας, ακόμη και αφού αρθεί η αναστολή του, αγνόηση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων και εθνικοποιήσεις, προκειμένου να σωθούν οι βιομηχανίες τους, από κοινού έκδοση ομολόγων σε συνασπισμούς των προθύμων και ούτω καθεξής. Απέναντι σε τέτοιες κινήσεις απειθαρχίας η ΕΕ είτε θα ενεργοποιούσε τους μηχανισμούς κυρώσεων, οδηγώντας σε γενικευμένη ρήξη με απρόβλεπτες συνέπειες, είτε θα επέλεγε να κάνει πως δεν βλέπει.

Το υπαρξιακό ερώτημα για την Ευρώπη είναι τι προοιωνίζονται όλα αυτά για το μέλλον. Προφανέστατα, τίποτε θετικό. Η ΕΕ μετράει ήδη δύο παταγώδεις αποτυχίες στις δύο προηγούμενες μεγάλες κρίσεις που την έπληξαν μέσα στην περασμένη δεκαετία: την κρίση χρέους της ευρωζώνης και την προσφυγική. Η τρέχουσα κρίση της πανδημίας του CΟVID-19 εξελίσσεται με τέτοιον τρόπο που ίσως αποδειχθεί η τρίτη και μεγαλύτερη αποτυχία της. Δυσκολεύεται κανείς να φανταστεί πώς ακριβώς θα επιβιώσουν η συνοχή και η ενότητά της μετά από αυτό. Ο κατακερματισμός της Ευρώπης εντός μιας τύποις «ένωσης», η οποία στην πραγματικότητα λειτουργεί ως προπέτασμα μικρόνοων ηγεμονισμών μιας ομάδας κρατών με πυρήνα τη Γερμανία, είναι ορατό γεγονός του παρόντος.

Ο Βορράς, ο Νότος και το Βίσεγκραντ είναι ήδη τρεις ομαδοποιήσεις κρατών με διαφορετικά χαρακτηριστικά, διαφορετικές προτεραιότητες και διαφορετικές αντιλήψεις για τη μελλοντική πορεία τόσο των ίδιων όσο και της Ευρώπης γενικότερα. Διαφορές που διευρύνουν όλο και περισσότερο το χάσμα μεταξύ τους, μέχρι αυτό να καταστεί αγεφύρωτο. Και φυσικά, μην ξεχνάμε ότι η Βρετανία έχει ήδη αποκοπεί από την ΕΕ, έχοντας επιλέξει να ακολουθήσει τη δική της πορεία. O γνωστός στίχος των Pink Floyd που ξεκινά με τις λέξεις «Together we stand» έχει και ένα δεύτερο σκέλος: «Divided we fall».

 

* Του Γιάννη Γούναρη, Δικηγόρου, LLM London School of Economics, Διδάκτορα Νομικής ΕΚΠΑ - Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 30ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ που θα δημοσιευθεί στο www.enainstitute.org