Η Ελλάδα, η Τουρκία και ο γόρδιος δεσμός του Κυπριακού

Οι σημερινές συγκυρίες απαιτούν μια αναθεώρηση της προσέγγισης Αθήνας και Λευκωσίας στην επίλυση του Κυπριακού.
Open Image Modal
Λευκωσία - Άνδρες του ΟΗΕ στη νεκρή ζώνη Πέμπτη 6 Ιουνίου 2024. Πενήντα χρόνια μετά τη τουρκική εισβολή.
via Associated Press

Η συμπλήρωση μισού αιώνα από την εισβολή και κατοχή του 40% περίπου της Κύπρου, οφείλει να αποτελέσει αφορμή για μια ψύχραιμη αποτίμηση της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στο νησί τις τελευταίες δεκαετίες και της χάραξης μιας νέας στρατηγικής για την επίλυσή του.

Η Τουρκία με την εισβολή το 1974, έχει αναβαθμίσει σημαντικά τη στρατηγική της θέση στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Διαχρονικά, μια από τις βασικότερες ανησυχίες της Τουρκίας ήταν να αποφύγει μια ενδεχόμενη περικύκλωση από την Ελλάδα μέσω της ένωσης με την Κύπρο. Σύμφωνα με τον Αχμέτ Νταβούτογλου, που υπήρξε διαμορφωτής της εξωτερικής πολιτικής του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η Κύπρος, εξαιτίας της στρατηγικής θέσης του νησιού, πρέπει να είναι στο επίκεντρο της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας.

Χαρακτηριστικά, ο Αχμέτ Νταβούτογλου στο βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος», αναφέρει πως «ακόμη και αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρήσει ένα κυπριακό ζήτημα» και συνέχισε λέγοντας, πως «καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου».

Ο συγγραφέας του «Στρατηγικού Βάθους», υποστηρίζει ακόμα ότι η Τουρκία με την εισβολή της στο νησί το 1974, απέκτησε ένα «στρατηγικό πλεονέκτημα», το οποίο, όπως λέει, δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιήσει για να διαφυλάξει το ισχύον καθεστώς, αλλά να το χρησιμοποιήσει ως ένα από τα βασικά στηρίγματα μιας «επιθετικής στρατηγικής θάλασσας». Μιας στρατηγικής θάλασσας, που κατά τον ίδιο, εκτείνεται πάνω στον άξονα Κασπία, Μαύρη Θάλασσα, Στενά, Αιγαίο, Ανατολική Μεσόγειος, Σουέζ και Περσικός Κόλπος.

Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω θέσεις, δύναται να εξαχθεί το ασφαλές συμπέρασμα ότι για την Τουρκία το Κυπριακό αποτελεί βασική πτυχή της φιλόδοξης περιφερειακής της στρατηγικής και δεν έχει καμία πρόθεση να κάνει πίσω. Αυτό το επιχείρημα ενισχύεται έτι περαιτέρω, από τις δηλώσεις του ίδιου του Ερντογάν, ο οποίος για ακόμη μια φορά, επανέλαβε από τα κατεχόμενα το περασμένο Σάββατο ότι η μόνη λύση που υποστηρίζει πλέον η Τουρκία, είναι αυτή των δύο κρατών.

Η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από τους ελληνοκύπριους το 2004, σε συνδυασμό πλέον και με την απόρριψη από την πλευρά της Τουρκίας της λύσης μιας ομοσπονδίας, γεννά το ερώτημα εάν και κατά πόσο είναι ορθό για την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία, να εμμένουν στη λύση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.

Οι σημερινές συγκυρίες απαιτούν μια αναθεώρηση της προσέγγισης Αθήνας και Λευκωσίας. Καταρχάς, καθίσταται σαφές ότι για όσο η Τουρκία νιώθει ότι το ισοζύγιο ισχύος γέρνει υπέρ της στο νησί, δεν πρόκειται να προβεί σε συμβιβασμούς. Η επαναφορά του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος στην εξίσωση, σε συνδυασμό με την αύξηση της στρατιωτικής παρουσίας της Ελλάδος στο νησί και στο θαλάσσιο χώρο γύρω από αυτό, παρότι θα προκαλέσει την έντονη αντίδραση της Τουρκίας, θα αντιστρέψει το σημερινό status quo, το οποίο ούτως ή άλλως δεν μπορεί να διατηρηθεί επ’ αόριστον. Επιπλέον, η αναστολή της έκδοσης διαβατηρίων από την Κυπριακή Δημοκρατία για τους αξιωματούχους του κατοχικού καθεστώτος, καθώς και η άρση της ισχύος των διαβατηρίων που τους έχουν χορηγηθεί ήδη, θα μπορούσε να εμποδίσει την κινητικότητά τους και την παρουσία τους στο εξωτερικό.

Ακόμα, η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να αναβαθμίσει σημαντικά τις επιχειρησιακές δυνατότητες των δυνάμεών της, οι οποίες σε αυτή τη φάση δεν μπορούν να απειλήσουν την παρουσία των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής.

Επιπρόσθετα, ένα ακόμα βήμα που μπορούν να κάνουν η Αθήνα και η Λευκωσία, είναι να προχωρήσουν στην οριοθέτηση των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών τους στην Ανατολική Μεσόγειο, με βάση τις πρόνοιες του Δικαίου της Θάλασσας, υπονομεύοντας έτσι έτι περαιτέρω το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας και τις φιλοδοξίες της Άγκυρας να διεκδικήσει ως δικό της ένα μεγάλο τμήμα της Ανατολικής Μεσογείου. 

Σε διεθνές διπλωματικό επίπεδο όμως, ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της Τουρκίας, είναι η απροθυμία των μεγάλων  δυνάμεων να ασκήσουν ουσιαστικές πιέσεις  εναντίον της λόγω της στρατηγικής γεωπολιτικής θέσης της χώρας και του ρόλου της στις περιφερειακές εξελίξεις. Η έντονη αντίδραση της Δύσης απέναντι στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ανοχή που εξακολουθεί να επιδεικνύει απέναντι στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Η Τουρκία, γνωρίζει ότι για όσο διατηρεί την προνομιακή γεωπολιτική θέση της στην περιοχή, δεν θα δεχθεί ουσιαστικές διεθνείς πιέσεις για να προβεί σε συμβιβασμούς.

Συμπερασματικά, 50 χρόνια μετά την έναρξη της τουρκικής κατοχής στο νησί, η Τουρκία εξακολουθεί να διατηρεί υπέρ της το ισοζύγιο ισχύος στην Κύπρο. Τόσο η Αθήνα όσο και η Λευκωσία, δεν έχουν αξιοποιήσει ένα μεγάλο μέρος των εργαλείων και δυνατοτήτων που διαθέτουν.

Από τη μια γιατί έχουν μείνει προσκολλημένες σε μια λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας που από καιρό έχει πάψει να είναι στο τραπέζι και από την άλλη, δεν είναι πρόθυμες να αναλάβουν τις δικές τους πρωτοβουλίες, που θα μπορούσαν να βελτιώσουν σημαντικά το ισοζύγιο ισχύος στην Κύπρο, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή. Τέτοιου είδους κινήσεις όμως απαιτούν και τη στήριξη του διεθνούς παράγοντα, ο οποίος ούτε εκείνος είναι διατεθειμένος να αναλάβει πρωτοβουλίες για να αναγκαστεί η Τουρκία να άρει τις παράνομες ενέργειές της στο νησί. Η πρόσφατη αλλά πρόσκαιρου χαρακτήρα μείωση των εντάσεων μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας, έχει δώσει στην ελληνική πλευρά χρόνο να προετοιμάσει τις επόμενες κινήσεις της στη σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου. Ωστόσο, όχι μόνο τα χρονικά περιθώρια στενεύουν, αλλά δεν μπορεί να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο η Τουρκία να επιδιώξει σε χρόνο που επιλέξει η ίδια, να δώσει ένα τέλος στο Κυπριακό Ζήτημα με τους δικούς της όρους.