Το ενιαίο αμυντικό δόγμα Ελλάδας-Κύπρου αναδύθηκε κατά την δεκαετία του ’90 ως επίσημη εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους. Αλλά η εφαρμογή του προσέκρουσε στο ζήτημα των ρωσσικών πυραυλικών συστημάτων S-300. Όταν το 1996 η κυπριακή κυβέρνηση αποφάσισε να τους αγοράσει και να τους εγκαταστήσει επί κυπριακού εδάφους, η Τουρκία απείλησε με στρατιωτικά αντίμετρα και η Ελλάδα δεν κάλυψε την Κύπρο. Παρόμοιες αποφάσεις εμπεριέχουν ρίσκο. Αν ένα κράτος δεν είναι διατεθειμένο να διακινδυνεύσει, τότε καλύτερα να απέχει από αυτές.
Οι πύραυλοι τελικώς αποθηκεύθηκαν στην Κρήτη και η εθνική κυριαρχία της Κύπρου δέχθηκε δεινό πλήγμα. Στην ουσία αντί γιά το ενιαίο αμυντικό δόγμα ανασύρθηκε το παλαιότερο δόγμα «η Κύπρος κείται μακράν», που καθήλωσε στην αδράνεια την Ελλάδα κατά την διάρκεια των δύο στρατιωτικών επιχειρήσεων «Αττίλας 1» και «Αττίλας 2» το καλοκαίρι του 1974.
Η Ελλάδα και η Κύπρος είναι δύο ελληνικά κράτη, μέλη του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σημαντικό πλεονέκτημα ένα έθνος να εκπροσωπείται από δύο κρατικές οντότητες. Η Ελλάδα χωρίς την Κύπρο είναι γεωπολιτικά «κολοβή» και γεωστρατηγικά ασήμαντη. Η Κύπρος χωρίς την Ελλάδα είναι μία απομονωμένη νησίδα εκτεθειμένη στην Ανατολική Μεσόγειο, λίγα ναυτικά μίλια νοτίως του τουρκικού γεωστρατηγικού όγκου. Αντιθέτως, Ελλάδα και Κύπρος μαζί συγκροτούν ένα ενιαίο γεωπολιτικό άνυσμα, που καλύπτει την απόσταση από την Αδριατική μέχρι την Εγγύς Ανατολή. Το ελλαδο-κυπριακό συγκρότημα, ως ενιαία στρατηγική οντότητα, καθιστά τον Ελληνισμό υπολογίσιμο παίκτη στην παγκόσμια σκακιέρα.
Ποιά είναι τα καθήκοντα της ελληνικής και της ελληνοκυπριακής διπλωματίας; Το πρωτεύον είναι να διαφυλαχθεί ο καθαρά ελληνικός χαρακτήρας της ελεύθερης Κυπριακής Δημοκρατίας. Απορεί κανείς γιατί κόπτονται διάφοροι στην ελληνική (κυπριακή και ελλαδική) πλευρά υπέρ μίας συνομοσπονδίας της ακρωτηριασμένης αλλά τουλάχιστον ελεύθερης Κυπριακής Δημοκρατίας με τα κατεχόμενα εδάφη του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους. Το οποίο κατοικείται πλέον κυρίως από Τούρκους εποίκους που δεν θα φύγουν, και στο οποίο εδρεύουν τουρκικά στρατεύματα που δεν θα φύγουν (όπως ρητά, ρητότατα επαναλαμβάνουν με τον πλέον επίσημο και κατηγορηματικό τρόπο οι Τούρκοι ιθύνοντες).
Μία τέτοια συνομοσπονδία τύπου σχεδίου Ανάν θα έδινε απλώς δικαιώματα επικυριαρχίας της Άγκυρας στο σημερινό ελεύθερο ελληνοκυπριακό κράτος, χωρίς απολύτως κανένα αντάλλαγμα. Η καλύτερη στάση είναι η αναμονή ευνοϊκότερης διεθνούς συγκυρίας, που θα καθιστούσε εφικτή την ειρηνική επαναφορά των κατεχομένων εδαφών στην Κυπριακή Δημοκρατία, κατά το πρότυπο της ενοποίησης των δύο Γερμανιών το 1989, με πλήρη αποχώρηση τουρκικών στρατευμάτων και εποίκων. Ασφαλώς με όλες τις σχετικές προβλέψεις γιά τους γηγενείς τουρκόφωνους Κυπρίους, οι οποίοι θα αντιμετωπίζονται όχι ως μειονότητα αλλά ως ισότιμοι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μέχρι τότε καλύτερα να μην υπάρξει οιαδήποτε «λύση».
Εκτός από την ακύρωση οποιουδήποτε σχεδίου συγχώνευσης της Κυπριακής Δημοκρατίας με τον υπανάπτυκτο, πλήρως ελεγχόμενο από τον τουρκικό στρατό κατεχόμενο κυπριακό βορρά, η ελλαδική και η κυπριακή διπλωματία έχουν ένα ακόμα καθήκον: την στενή συνεργασία με τις δυτικές δυνάμεις, τις ΗΠΑ, την Μεγάλη Βρεταννία, την Γαλλία και το Ισραήλ, τα μόνα δυτικά κράτη που μπορούν να στηρίξουν την Κύπρο (και την Ελλάδα) σε περίπτωση κρίσης με την Τουρκία.
Τέλος, η Ελλάδα πρέπει να είναι έτοιμη να υπερασπιστεί και έμπρακτα την Κύπρο από τον τουρκικό επεκτατισμό, εγκαταλείποντας το επαίσχυντο δόγμα «η Κύπρος κείται μακράν», που οδήγησε στον ακρωτηριασμό της ελληνικής μεγαλονήσου και στην συρρίκνωση του Ελληνισμού.