Στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής της Ευρώπης στις 10-12 Δεκεμβρίου 2020 έγινε σαφές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση παλεύει αφενός μεν με τα ηγεμονικά φαντάσματα του παρελθόντος των πρώην μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης στους προηγούμενους δύο αιώνες και αφετέρου κάθε ευρωπαϊκή χώρα ακολουθεί τα κοντόφθαλμα οικονομικά της συμφέροντα απέναντι στο μεγάλο φάντασμα που προσπαθούν να επαναφέρουν οι Νεότουρκοι και νεο-οθωμανοί της σημερινής Τουρκίας.
Αυτή η διαπίστωση αφορά πρωτίστως την Ισπανία, την Ιταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία που οι μεταξύ τους ανταγωνιστικές σχέσεις ακυρώνουν την όποια σκέψη και προοπτική για μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική που θα οριοθετήσει τα ζητήματα ανεξαρτησίας, ασφάλειας και κοινής εξωτερικής πολιτικής, απέναντι σε προκλήσεις και απειλές στα συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έτσι αποδεικνύεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει κυρίως μια οικονομική κοινότητα παρά μια ένωση κυρίαρχων κρατών που σχηματίζει μια νέα υπερεθνική οντότητα, ανεξάρτητη και ελεύθερη από τα ανταγωνιστικά κέντρα ισχύος όπως τις Η.Π.Α., τη Ρωσία, την Κίνα και την ανερχόμενη Ινδία.
Στην Ευρώπη μετά την αναχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας, ο γαλλο-γερμανικός άξονας έχει μετατραπεί στην ουσία σε έναν γαλλο-γερμανικό ανταγωνισμό που μοιάζει με τις ταραγμένες γαλλο-γερμανικές σχέσεις τον 19ο και 20ό αιώνα.
Κόντρες από το παρελθόν
Ο πόλεμος μεταξύ της Γαλλίας και Πρωσίας που άρχισε με πρωτοβουλία της Γαλλίας στις 19 Ιουλίου 1870, έληξε με τη συντριβή της Γαλλίας στο Σεντάν στις 2 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους και αποτέλεσε ορόσημο για τον 19ο αιώνα. Η εκτίμηση της νέας κατάστασης από τον πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας Μπέντζαμιν Ντισραέλι στο Βρετανικό Κοινοβούλιο τον Σεπτέμβριο του 1871, είναι αποκαλυπτική: “ Δεν υπάρχει πια ούτε μια αρχή στη διαχείριση των εξωτερικών μας υποθέσεων η οποία να έχει γίνει αποδεκτή από όλους τους πολιτικούς ως οδηγός εδώ και έξι μήνες. Δεν υπάρχει διπλωματική παράδοση που να μην έχει σαρωθεί. Έχετε να αντιμετωπίσετε έναν καινούργιο κόσμο, νέες δυνάμεις εν λειτουργία, νέες πραγματικότητες και κινδύνους...... Συνηθίζαμε να συζητάμε σχετικά με την ισορροπία δυνάμεων. Ο (πρώην Βρετανός πρωθυπουργός) Λόρδος Πάλμερστον, προφανώς πρακτικός άνθρωπος, τακτοποίησε το “Σκάφος του Κράτους” και διαμόρφωσε την πολιτική του με βάση τη διατήρηση των ισορροπιών στην Ευρώπη..... Αλλά τί συνέβη στην πραγματικότητα; Η ισορροπία δυνάμεων καταστράφηκε και η χώρα που υποφέρει περισσότερο και νιώθει περισσότερο απ’όλους τα αποτελέσματα αυτής της μεγάλης αλλαγής είναι η Αγγλία.”1
Πάνω από την σημερινή Γερμανία πλανάται το φάντασμα του βισμαρκικού της παρελθόντος και η φαντασίωσή της για την αναβίωση της χαμένης πια ηγεμονίας, με τη σημερινή γερμανική ηγεσία να ακολουθεί με πείσμα την φιλο-τουρκική της στάση, ενώ οριοθετεί τα συμφέροντά της, από τη μια μεριά με τη Ρωσία για να εξασφαλίσει την ενέργειά της και από την άλλη βλέπει την Τουρκία ως τον σταθερό στρατηγικό της εταίρο για τον οποίο ενδιαφέρεται περισσότερο από ότι για τη γειτονική της Γαλλία, τώρα που απαλλάχτηκε πια από τον μεγάλο της αντίπαλο τη Μεγάλη Βρετανία.
Ελπίδα η Γαλλία και η επιστροφή στο έθνος - κράτος
Στην περίπτωση της Ισπανίας και της Ιταλίας, φαίνεται καθαρά ότι οι δύο αυτές μεσογειακές χώρες κοιτούν αποκλειστικά και μόνο τα οικονομικά τους συμφέροντα με την Τουρκία και δεν τους ενδιαφέρει καθόλου η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, ούτε ακόμη και η επιβίωση άλλων κρατών-μελών της Ε.Ε., ακόμη και αν υποδουλωθούν ξανά από τον νεο-οθωμανικό ιμπεριαλισμό, αρκεί να εξασφαλιστούν οι τράπεζές τους και να πάρουν μερίδιο επιρροής σε χώρες όπως η Λιβύη. Το θέμα εδώ όσον αφορά τις αρχές του διεθνούς δικαίου, ακόμη και η μικρή Μάλτα ενδιαφέρεται να έχει την ΑΟΖ της καθορισμένη από το διεθνές δίκαιο, ενώ για το πιο μεγάλο νησί της Μεσογείου, την Κύπρο, η Τουρκία ενδιαφέρεται να υλοποιήσει τα σχέδιά της για την κατάκτηση και υποδούλωση ολόκληρης της νήσου.
Η Γαλλία που φιλοδοξεί να ηγηθεί στην Ευρώπη ως ευρωπαϊκή και παγκόσμια πυρηνική δύναμη, δείχνει να εξισορροπεί τη γερμανική ψευδαίσθηση μιας φανταστικής ηγεμονίας. Η κατάσταση σήμερα λοιπόν στην Ευρώπη όσον αφορά τη συλλογική της ασφάλεια είναι αβέβαιη, γεγονός που δημιουργεί την ανάγκη αναβίωσης και επιστροφής του εθνικού κράτους.2
ΗΠΑ και Ευρώπη, παλιές ιστορίες με νέα δεδομένα
Καθώς η επερχόμενη νέα κυβέρνηση των Η.Π.Α. φαίνεται να συνεχίζει τον αντι-ρωσικό προσανατολισμό για τη διαχρονική ανάσχεση της Ρωσίας, η Τουρκία θα γίνει το μήλο της έριδας μεταξύ Δύσης και Ρωσίας.
Εφόσον η Αμερική επιμείνει στην αντι-ρωσική της πολιτική, αυτό θα είναι μεγάλο λάθος, τώρα που η Τουρκία επιλέγει να είναι μια ασιατική δύναμη, μακριά από τους ευρωπαϊκούς ορίζοντες. Για την Τουρκία ο ύψιστος στρατηγικός της στόχος είναι να κατακτήσει το μισό Αιγαίο με τα νησιά του καθώς και την Ανατολική Μεσόγειο.
Δυστυχώς έπρεπε να έχουμε τη σύνοδο των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 10-12 Δεκεμβρίου προκειμένου η ελληνική πολιτική ηγεσία να αντιληθεί ότι η Ε.Ε. δεν είναι ένα νέο ευρωπαϊκό υπερεθνικό οικοδόμημα που θα παλεύει για τα ζωτικά συμφέροντα της Ευρώπης. Στη σημερινή Ευρώπη παραμένει το ίδιο διεθνές ευρωπαϊκό σύστημα των δυνάμεων κατά τον 19ο αιώνα, όπου συνεχίζουν να μην υπάρχουν αιώνιοι φίλοι ή εχθροί, αλλά τα αδίστακτα εθνικά συμφέροντα με οξύτατο ανταγωνισμό, στην ήπειρο που είχε δύο παγκόσμιους πολέμους. Αυτή η παρηκμασμένη Ευρώπη αναζητά σήμερα προστασία από μια εξω-ευρωπαϊκή δύναμη, όπως μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Αμερική εγκαταστάθηκε στην ήπειρο και ρύθμιζε την ασφάλεια της Ευρώπης, με το ΝΑΤΟ ως το κορυφαίο εργαλείο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Σε ποιον κόσμο παλεύει η Ελλάδα
Σήμερα, οι εταίροι της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αγωνιούν όχι για την παραβατικότητα της Τουρκίας, αλλά για το μερίδιό τους στη νεο-οθωμανική αγορά, σε πείσμα των αρχών που προβλέπει το διεθνές δίκαιο.
Αυτός λοιπόν είναι ο κόσμος στον οποίο επέλεξε η Ελλάδα να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της και το μέλλον του ελληνικού έθνους. Σε αυτό το ευρωπαϊκό περιβάλλον η Ελλάδα επιλέγει την ασφάλεια της χώρας. Εταίροι της Ελλάδας όπως η Ισπανία, η Ιταλία, η Γερμανία και η Πολωνία, θα πρέπει να καταλάβουν ότι το διεθνές δίκαιο είναι αδιαπραγμάτευτο για την επίλυση των διεθνών διαφορών και ότι τα νόμιμα σύνορα της Ελλάδας ταυτίζονται με εκείνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ιδιαίτερα η Πολωνία θα πρέπει να συνειδητοποιήσει τι σημαίνει η τουρκική αξίωση για την επαναδιαπραγμάτευση της Συνθήκης της Λωζάνης. Κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να ζητούσε η Γερμανία να γίνει ξανά ο επανακαθορισμός των συνόρων της Γερμανίας με την Πολωνία και να επιστραφούν ή να μοιραστούν με τη Γερμανία τις πρώην πρωσικές επαρχίες της Σιλεσίας και της Πομερανίας, από όπου έφυγαν 9.000.000 Γερμανοί μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο.3
Έτσι επιβάλλεται να επιδιώξουμε μια ξεχωριστή συμφωνία με τη Γαλλία, τη χώρα που εκτιμάει ιδιαίτερα την προσφορά της Ελλάδας στον παγκόσμιο πολιτισμό και επίσης συμπίπτουν τα ελληνικά και γαλλικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο. Επίσης, πρέπει να ενισχύσουμε τη στρατηγική μας σχέση με τις Η.Π.Α., τώρα που έχουμε τη νέα διοίκηση του προέδρου Μπάιντεν.
Τί θα πρέπει να κάνει τώρα η Ελλάδα:
Να επεκτείνει τα κυρίαρχα δικαιώματά της στα 12 μίλια σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια.
Να συμμαχήσει στρατηγικά με την Αίγυπτο ώστε να περιφρουρήσει από κοντά τη συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου για την ΑΟΖ και να επεκταθεί αυτή η συμφωνία ώστε να συμπεριλάβει τον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου.
Να συνειδητοποιήσει ότι η νεο-οθωμανική Τουρκία θα σταματήσει εκεί που θα την σταματήσουμε εμείς, όπως στο μακρινό παρελθόν την Περσική Αυτοκρατορία τον 5ο αιώνα π.Χ.
Γερμανικά συμφέροντα και οράματα με παρελθόν
Η Ευρώπη στην εποχή μας λειτουργεί πρωτίστως ως ευρωπαϊκή κοινότητα και το βαθύ κράτος της νοσταλγικής γερμανικής ηγεμονίας είναι ριζωμένο στο παρελθόν ως πρωσική αυτοκρατορία και στις φιλοδοξίες και συμφέροντα των Γερμανών βιομηχάνων που τελικά υποστήριξαν το Δεύτερο και Τρίτο Ράιχ.4
Η πρόσφατη δήλωση του Γερμανού Υπουργού Εξωτερικών Χάικο Μάας ότι είναι κατά της παύσης των γερμανικών εξοπλισμών, όπως επίσης και κατά του εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία, είναι ξεκάθαρη και κινείται μέσα στα πλαίσια της παραδοσιακής γερμανο– τουρκικής στρατηγικής σχέσης από την εποχή της Τριπλής Συμμαχίας που εξαπέλυσε προκλητικά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, αρχίζοντας από τη Ρωσία και τη Γαλλία. Ακόμη και όταν η Ιταλία, ο μεσογειακός εταίρος της Γερμανίας, αποχώρησε από την Τριπλή Συμμαχία στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, η Τουρκία συνέχισε τη συμμαχία της με τη Γερμανία. Στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, η Τουρκία τήρησε ουδετερότητα, ενώ η συμπάθειά της ήταν με τη Γερμανία του Τρίτου Ράιχ.
Έτσι η Τουρκία αποδείχθηκε σταθερός και αξιόπιστος εταίρος της γερμανικής ηγεμονίας. Αντίθετα, η Ιταλία, αποδείχθηκε αναξιόπιστος εταίρος, αφού αποχώρησε από την Τριπλή Συμμαχία στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο όταν συνθηκολόγησε με τους συμμάχους μετά την απόβαση των αμερικανικών δυνάμεων στην Ιταλία το 1943.
Ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός Χάικο Μάας που διαδέχθηκε τον επίσης σοσιαλδημοκράτη Σίγκμαρ Γκαμπριέλ στο Υπουργείο Εξωτερικών, έκανε την παρακάτω δήλωση στις 22 Δεκεμβρίου 2020 σχετικά με το εμπάργκο όπλων προς την Τουρκία όπως ζήτησε η Ελλάδα:
“Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν τόσο εύκολο έναντι ενός νατοϊκού εταίρου. Έχουμε ήδη βιώσει μια φορά το ότι ο νατοϊκός εταίρος, η Τουρκία, επειδή δεν έλαβε πυραύλους από τις Η.Π.Α., τους αγόρασε από τη Ρωσία.”
Έτσι η συμμαχία της γερμανικής κυβέρνησης μεταξύ των Γερμανών βιομηχάνων και του τουρκικού νεο-οθωμανισμού θα παραμένει διαχρονικά σταθερή και δεν επηρεάζεται από τις δεσμεύσεις της Γερμανίας για το ευρωπαϊκό συμφέρον, ακόμη και όταν αυτή η φιλο-τουρκική χώρα προεδρεύει της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτή η στάση της σημερινής Γερμανίας οδηγεί στον δρόμο που άνοιξε το Brexit σε έναν επερχόμενο Μεσαίωνα που θα διαψεύσει τα όποια όνειρα έγιναν για μια άλλη Ευρώπη μετά την τραγωδία του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Η σημερινή Γερμανία βαδίζει στον δρόμο της ανεύθυνης και νοσταλγικής ηγεμονίας στην εποχή μας γιατί οι ψευδαισθήσεις της για κυριαρχία στην Ευρώπη μέσω των ισορροπιών της εποχής του Βίσμαρκ έχουν πλέον καταρρεύσει μετά από την συμπόρευσή της με τους πολέμους των Η.Π.Α. στη Μέση Ανατολή.
«Keep Germany down, keep Russia out»
Η νέα αμερικανική διοίκηση του προέδρου Μπάιντεν ενδέχεται να επιστρέψει στην παραδοσιακή αντι-ρωσική πολιτική των Η.Π.Α., γεγονός που θα επαναφέρει την ψυχροπολεμική λογική “keep Germany down, keep Russia out”. Εάν αυτό συμβεί, η Γερμανία ίσως βρεθεί μπροστά στο δίλημμα της συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ και στην αναθεώρηση της φιλο-τουρκικής της πολιτικής, εφόσον η Τουρκία συνεχίζει να συνεργάζεται με τη Ρωσία και το Ιράν, ιδιαίτερα στον τομέα του εξοπλισμού. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Γερμανία θα πιεστεί πολύ να αναζητήσει αγορές και ασφάλεια στην Ανατολή. Ίσως τότε η εναλλακτική της επιλογή θα είναι ο γαλλο-γερμανικός άξονας και η ενίσχυση της οικοδόμησης μια ενωμένης Ευρώπης.
Όσον αφορά τη στάση των σοσιαλδημοκρατών που δια του σημερινού Υπουργού Εξωτερικών Χάικο Μάας υποστηρίζουν τα εξοπλιστικά προγράμματα της Τουρκίας, πρέπει να θυμίσουμε ότι οι προκάτοχοι του κυρίου Μάας, η πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών, στις 4 Αυγούστου 1914, ψήφισαν τα στρατιωτικά κονδύλια για τον εξοπλισμό της Γερμανίας στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, επικαλούμενοι τον γερμανικό πατριωτισμό τους, όπου το SPD εξέδωσε την παρακάτω διακήρυξη:
“Αντιμετωπίζουμε μια κρίσιμη περίοδο. Τα αποτελέσματα της ιμπεριαλιστικής πολιτικής, με τη δημιουργία μιας παρατεταμένης περιόδου ανταγωνιστικών εξοπλισμών και τις εντεινόμενες εθνικές διαφορές, έχουν εξαπλωθεί ως ένα τσουνάμι σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η ευθύνη γι’αυτό πέφτει στους υποστηρικτές της πολιτικής αυτής. Αρνούμαστε να την αναλάβουμε. Η σοσιαλδημοκρατία έχει εναντιωθεί με όλη της τη δύναμη σε αυτή την απαίσια εξέλιξη, και μέχρι την τελευταία στιγμή εργάστηκε για τη διατήρηση της ειρήνης {...} Οι προσπάθειές μας ήταν μάταιες. Τώρα είμαστε μπροστά στο αμείλικτο γεγονός του πολέμου. Είμαστε αντιμέτωποι με τη φρίκη μιας εχθρικής εισβολής. Σήμερα δεν έχουμε να αποφασίσουμε μεταξύ ειρήνης και πολέμου, αλλά να συζητήσουμε το θέμα της ψήφισης των αναγκαίων για την άμυνα της χώρας κονδυλίων. Θα πρέπει να σκεφτούμε για τα εκατομμύρια των συμπατριωτών μας οι οποίοι, χωρίς δική τους υπαιτιότητα, βρέθηκαν σε αυτή την κρίση {...} θεωρούμε ότι είναι επικτακτικό μας καθήκον να σταθούμε δίπλα τους, να ελαφρύνουμε τα βάσανά τους και να συλλογιστούμε αυτή την ανυπολόγιστη καταστροφή. Σε περίπτωση νίκης του Ρώσου αυτοκράτορα, τα χέρια του οποίου είναι βαμμένα με το αίμα των καλύτερων συμπατριωτών του, πολλά, εάν όχι όλα, διακυβεύονται. Είναι εξαιρετικής σημασίας να προλάβουμε αυτή την απειλή και να εξασφαλίσουμε τη θέση και την ανεξαρτησία της χώρας μας {...} Δεν θα εγκαταλείψουμε την πατρίδα σε ώρα κινδύνου. {...} Καταδικάζουμε όλους τους επιθετικούς πολέμους. Απαίτησή μας είναι, με το που θα εξασφαλιστεί η ασφάλειά μας και οι εχθροί μας θα θελήσουν να γίνει ειρήνη, ο πόλεμος να τελειώσει με μια ειρήνη που θα κάνει δυνατές τις φιλικές σχέσεις με τους γείτονές μας”.5
Δυστυχώς, οι σοσιαλδημοκράτες που εξέδιδαν αντιπολεμικές διακηρύξεις, συντάχθηκαν με το γερμανικό βιομηχανικό και στρατιωτικό κατεστημένο και ψήφισαν τα στρατιωτικά γερμανικά κονδύλια.
Με την παραπάνω διακήρυξη για την αφοσίωσή τους στον γερμανικό πατριωτισμό, οι σοσιαλδημοκράτες οδήγησαν εκατομμύρια Γερμανούς, Ρώσους, Γάλλους και Βρετανούς εργάτες στα χαρακώματα των μεγάλων σφαγείων, με τον καθένα να ανεμίζει τη σημαία της πατρίδας τους.
Ο Λένιν θεώρησε αυτή την πράξη των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών ως μεγάλη προδοσία της μαρξιστικής τους ιδεολογίας και ξεκαθάρισε:
“Μπροστά στον παγκόσμιο πόλεμο και τον όλεθρο, οι εμπλεκόμενοι λαοί έπρεπε να κηρύξουν την παγκόσμια επανάσταση για να ανατρέψουν τον καπιταλισμό.6
Η σημερινή γερμανική ηγεσία φαίνεται να βρίσκεται στη νοσταλγία των φαντασμάτων της βισμαρκικής εποχής του Δεύτερου Ράιχ. Η βρετανική έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν φαίνεται δυστυχώς να προβληματίζει ιδιαίτερα τη γερμανική ηγεσία για το μέλλον της ενωμένης Ευρώπης και ενδεχομένως να πανηγυρίζουν για την απομάκρυνση της Μεγάλης Βρετανίας από την ηπειρωτική Ευρώπη όπως ο Όττο φον Βίσμαρκ αναφώνησε με αγαλλίαση μετά τη νίκη της Πρωσίας εναντίον της Αυστρίας στον Πόλεμο των Εφτά Εβδομάδων στη Σάντοβα (Κένινγκρατς) την 1η Ιουλίου 1866: “Τους νίκησα όλους, όλους!”7
Η Βρετανία στον κόσμο μετά το Brexit
Τώρα που η Μεγάλη Βρετανία αποχώρησε από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη επανέλθει στην παραδοσιακή της πολιτική, με την υπογραφή μιας βρετανο-τουρκικής συμφωνίας ελευθέρου εμπορίου, που υπογραμμίζει πώς οριοθετεί η Μεγάλη Βρετανία το εθνικό της συμφέρον, όπως έκανε και στο παρελθόν και καθόλη τη διάρκεια του Ανατολικού Ζητήματος, όταν προσεταιρίζονταν τα εδάφη που ανεξαρτοποιούνταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως την Ελλάδα. Ταυτόχρονα όμως, έκανε μεγάλες επενδύσεις στην Τουρκία. Έτσι προσάρμοσε την πολιτική της μετά τη Συνθήκη των Σεβρών το 1920, όπως με κατάπληξη διαπίστωσαν οι Έλληνες τα δραματικά χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής και αργότερα όσον αφορά το Κυπριακό Ζήτημα.
Ας ελπίσουμε ότι τώρα η Μεγάλη Βρετανία δεν θα ενθαρρύνει την αμερικανική κυβέρνηση Μπάιντεν να συνεχίσει μια αντι-ρωσική πολιτική, γεγονός που θα επαναφέρει τον Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ Δύσης και Ρωσίας που θα συμπεριλάβει και την Κίνα, που σε λίγα χρόνια θα γίνει η πρώτη οικονομική δύναμη στον κόσμο.
1
Ο. Pflanze, Bismarck and the Development of Germany, Princeton University Press, Princeton, 1963, σελ. 250. Ηλίας Θερμός, Η Γερμανική Ηγεμονία, Ψευδαισθήσεις και Πραγματικότητα, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2015, σελ. 19.
2
Ηλίας Θερμός, Η Ευρώπη μεταξύ Μεσαίωνα και Ρήξης, εκδόσεις Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2017, σελ. 191-217.
3Ηλίας Θερμός, Η Γερμανική Ηγεμονία, Ψευδαισθήσεις και Πραγματικότητα, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2015, σελ. 147. Στη Διάσκεψη του Πότσδαμ στις 17 Ιουνίου 1945 καθορίστηκαν τα νέα σύνορα της Γερμανίας με την Πολωνία στον ποταμό Όντερ-Νάισε και 55.887 τετραγωνικά χιλιόμετρα έκτασης πέρασαν στην Πολωνία.
4Ηλίας Θερμός, Η Γερμανική Ηγεμονία, Ψευδαισθήσεις και Πραγματικότητα, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2015, σελ. 89.
5Ηλίας Θερμός, Η Γερμανική Ηγεμονία, Ψευδαισθήσεις και Πραγματικότητα, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2015, σελ. 53-54. Επίσης John Plamenatz, German Marxism and Russian Communism, Harper & Row Publishers, New York, 1965, σελ. 176-177.
6Ηλίας Θερμός, Η Γερμανική Ηγεμονία, Ψευδαισθήσεις και Πραγματικότητα, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2015, σελ. 54.
7Όπως παραπάνω, σελ. 17.