Eίναι λίγοι εκείνοι που δεν αντιλαμβάνονται ότι έχουμε ήδη εισέλθει σε μια νέα και επικίνδυνη, διεθνή φάση. Παρότι ο στόχος αυτού του άρθρου δεν είναι να εξεταστεί αναλυτικά, συνοπτικά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η μεταβατική περίοδος της μεγάλης αστάθειας, που θα εξελιχθεί είτε σε ένα κύκλο μεγάλων- και στρατιωτικών αντιπαραθέσεων- είτε σε ένα νέο υπέρ- ιμπεριαλιστικό «διακανονισμό κορυφής», ΗΠΑ- Κίνας και Ρωσίας.
Η άποψη του γράφοντος είναι ότι οι πιθανότητες κλίνουν υπέρ του πρώτου σεναρίου, δεδομένης της αγωνίας και της αποφασιστικότητας των ΗΠΑ να σταματήσουν και να ανατρέψουν μια «μετά - αμερικανική», δηλαδή «μετά - ΗΠΑ» διεθνή δόμηση, που μπορει να περιγραφεί ως μετά - δυτική.
Να παρεμποδίσουν δηλαδή – με οικονομικά ή και με στρατιωτικά μέσα- μια κατάσταση των διεθνών σχέσεων εντός της οποίας οι ΗΠΑ θα εξακολουθήσουν να διατηρούν σημαίνοντα ρόλο μεν, όχι ως η μοναδική υπερδύναμη δε.
Η άρνηση των ΗΠΑ να αποδεχτούν ότι η ίδια η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση ανέδειξε νέες παγκόσμιες δυνάμεις - βλ. Κίνα.- αλλά και περιφερειακές, σχετικοποιώντας την ισχύ τους και η άρνηση της Ρωσίας να εξακολουθήσει να αποτελεί το κλωτσοσκούφι της Δύσης, όπως την είχε καταντήσει ο Γιέλτσιν, εξηγούν το αντί- κινεζικό και το αντί-ρωσικό μένος τμημάτων του κατεστημένου των ΗΠΑ.
Αν κάτι έχει προσθέσει σε αυτήν την προϋπάρχουσα απόφαση αντιπαράθεσης του κατεστημένου των ΗΠΑ ο Τραμπ είναι μια σχετικά εντονότερη ως προς τους προηγουμένους προέδρους, εκδήλωση οικονομικού εθνικισμού και υπ’ αυτήν την έννοια ένας σχετικός εξορθολογισμός - τονίζω εντός της δεδομένης κατεύθυνσης: η Γερμανία και η Κίνα προσλαμβάνονται ως μεγαλύτερες απειλές δεδομένου του οικονομικού τους μεγέθους, σε σχέση με τη Ρωσία και η ΕΕ αναγνωρίζεται ως χώρος ελεγχόμενος από τη Γερμανία.
Επιχειρεί έτσι ο πρόεδρος Τραμπ, να διαπραγματευτεί από θέση ισχύος με την Κίνα βλέποντας ότι σύντομα οι ΗΠΑ θα έχουν υποχωρήσει κι άλλο ως προς τη βασική ανταγωνίστριά τους. Αυτά δε σημαίνουν ότι θα δικαιωθεί ως προς τις επιλογές του ο πρόεδρος Τραμπ αλλά ότι οι τελευταίες έχουν μια σαφή και κατανοητή - εντός της δεδομένης στρατηγικής - εξήγηση.
Από την άλλη, η μεν Κίνα επιχειρεί να καταστεί παγκόσμια δύναμη με έναν κατά βάση οικονομικά επεκτατικό τρόπο και προσώρας με ενίσχυση των αμυντικών και περιφερειακών στρατιωτικών της δυνατοτήτων, η δε Ρωσία να επανακτήσει τον ιστορικό κύκλο επιρροής της- αν και όχι τον ιστορικά μεγαλύτερο. Δίπλα σε αυτές τις δύο χώρες, περιφερειακές δυνάμεις επιχειρούν να ανακτήσουν ή να αποκτήσουν τοπικές σφαίρες επιρροής, συνήθως στο πλαίσιο ή παραπλησίως των επιδιώξεων των μεγαλυτέρων, παγκοσμίων δυνάμεων.
Η παραπάνω κατάσταση παράγει ορισμένα σημαντικότατα αποτελέσματα: η «Δύση» με ό,τι κι αν ο όρος αυτός σήμαινε οποτεδήποτε έχει πάψει να υφίσταται ως ενιαίος ή έστω συμπαγής, διεθνής δρών και άξονας.
Η κρατική ισχύς τόσο στο στρατιωτικό όσο και στο οικονομικό επίπεδο επανακάμπτει ως ο καταλυτικός παράγοντας.
Ενώ οι παγκόσμιες δυνάμεις επιχειρούν να ελέγξουν στενότερα την εσωτερική πολιτική ζωή των άλλων κρατών, οι δυνατότητες επιλογής συμμαχιών- εν γένει ή σε επιμέρους επίπεδα- αυξάνονται για κάθε κράτος, σε συνάρτηση όμως με το δεύτερο παράγοντα και στο πλαίσιο μιας αντιφατικής διαδικασίας συσπείρωσης- αντισυσπείρωσης εντός κάθε μπλοκ.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα, αποδυναμωμένη πολύπλευρα και με μια ελίτ παρασιτική και γεμάτη φαντασιώσεις χάνει διαρκώς έδαφος. Εν τέλει, έχει πιαστεί για τα καλά στη φάκα της εν εξελίξει γεωπολιτικής κρίσης, στη βάση μιας ορισμένης πολιτικής που από εικοσαετίας περίπου έχει επιβληθεί ως μονόδρομος και που τρέφεται από τις αποτυχίες της. Η μετατροπή της οικονομικής κρίσης σε καταστροφή λόγω και του ευρώ οδήγησε σε περαιτέρω ενίσχυση του μονοδρόμου του ευρώ. Η διαρκής ενίσχυση της Τουρκίας και τα «αδειάσματα» της Ελλάδας από ΕΕ και ΗΠΑ οδηγούν σε ακόμα πιο επίμονη πρόσδεση στις εν λόγω δυνάμεις.
Αυτήν την πολιτική, με ύποπτη και καταστροφική εμμονή ακολουθεί το τρίδυμο Τσίπρα- Καμμένου- Κοτζιά, με αποκορύφωμα – μέχρι τώρα - την απέλαση των Ρώσων διπλωματών και τα κατασκοπευτικά σενάρια που πλάθουν τα φιλοκυβερνητικά μέσα, χωρίς μέχρι σήμερα επίσημες διευκρινήσεις και εξηγήσεις.
Η διαφωνία με τις απελάσεις από πλευράς του γράφοντα δεν έχει να κάνει με κάποια εν γένει φιλό - ρωσική διάθεση αλλά με την απόρριψη του τυφλού αντί - ρωσισμού και της επικίνδυνα μονοδιάστατης εξωτερικής μας πολιτικής. Αν μάλιστα, η κατακρήμνιση των Ελληνορωσικών σχέσεων συνιστά το πιο προφανές παράδειγμα της ως άνω πολιτικής, η εγκατάλειψη των σχέσεων με τον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο της Μ. Ανατολής, δηλαδή με χώρες παραδοσιακά φιλικές προς την Ελλάδα και εν πολλοίς εχθρικές ή έστω καχύποπτες προς την Τουρκία αποτελεί ιστορικά πρωτοφανή υποχώρηση του ρόλου του ελληνισμού και της Ελλάδας.
Σε αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα επιμένει στην καταστροφική επιλογή να ανήκει με όρους ψυχροπολεμικής υπακοής στο δυτικό μπλοκ, δηλαδή σε ένα μπλοκ που απλά δεν υπάρχει ως τέτοιο. Δεν υπάρχει δε, όχι μόνο δυτικό αλλά ούτε καν ευρωπαϊκό μπλοκ ως εν γένει ενιαία ομάδα. Δεν πρόκειται για την εξαίρεση Τραμπ αλλά για την ωρίμανση μιας διαδικασίας δεκαετιών που εντάθηκε μετά την κατάρρευση του σοβιετικού στρατοπέδου και την πρόσφατη καπιταλιστική κρίση.
Αντί να ισχυροποιεί τις δυνάμεις της χώρας και να καλλιεργεί πολύπλευρες συμμαχίες, η ελληνική κυβέρνηση - όχι μόνο αλλά κατεξοχήν η σημερινή - δογματοποιεί την αδυναμία της και από τις έστω, σχετικώς ανισότιμες συμμαχίες έχει περάσει στην πρόθυμη κηδεμονία, χειραγώγηση και εκχώρηση των κρισιμότερων τομέων πολιτικής σε ξένους πάτρωνες - κυρίως Γερμανία, ΗΠΑ, Ισραήλ - σε ευθεία συνάρτηση με τον παρασιτικό και μεταπρατικό ρόλο της ελληνικής ολιγαρχίας. Ακόμα και άλλες πιθανές συμμαχίες- βλ. Κίνα- εν τέλει τελούν υπό τη διαρκή επίνευση της πατρωνίας.
Όποτε εφαρμόστηκε αυτή η συνταγή στο παρελθόν του ελληνισμού πληρώθηκε με αίμα και με τραγωδίες. Οι πατρωνίες οδηγούν στη μετατροπή της όποιας χώρας σε χώρο που τιμαριοποιείται και εκχωρείται κατά το δοκούν των πατρώνων. Αν η Μικρά Ασία, ο εμφύλιος και η Κύπρος έχουν ξεχαστεί ας κοιτάξει κανείς το γκρίζο Αιγαίο σήμερα και τα F- 35.
Επιπλέον δε, οι συγκρούσεις μεταξύ των «κηδεμόνων»- πχ. Γερμανία με ΗΠΑ - θα οδηγήσουν σε περαιτέρω στρατηγικά αδιέξοδα και σε αποσύνθεση.
Αυτή είναι η γεωπολιτική φάκα στην οποία έχει πιαστεί η ελληνική διεθνής πολιτική: αντιμετωπίζει τη νέα φάση των διεθνών σχέσεων με τα πιο αποτυχημένα πρότυπα του ψυχρού πολέμου και της ακόμα παλαιότερης ιστορίας του ελληνισμού. Αποδυναμωμένη, σε άρνηση και προσανατολισμένη στα συμφέροντα των πιο παρασιτικών στρωμάτων της ετοιμάζεται να πληρώσει τα επίχειρα της νεοαποικιακής της εξάρτησης σε όλα τα κρίσιμα επίπεδα.