Μέχρι τη δεκαετία του 1960 πιστευόταν πως η βυζαντινή διάσταση που διαπιστώνεται στο έργο του Θεοτοκόπουλου (1540/1-1614) δεν συναρτάται με μια σχετικά μακρά μαθητεία στην κρητική αγιογραφία στον Χάνδακα, καθώς είχε μεταναστεύσει πολύ νέος, 19 ετών στην Ιταλία…
Όμως, το 1961, στο Πρώτο Κρητολογικό Συνέδριο, ο Κωνσταντίνος Μέρτζιος αποδείκνυε με βάση τα ενετικά αρχεία ότι ο Θεοτοκόπουλος, το 1566, σε ηλικία 25-26 χρονών, βρισκόταν ακόμα στην Κρήτη[1]. Και οι «ανακαλύψεις» θα ακολουθήσουν με καταιγιστικό ρυθμό. Σύμφωνα με την επόμενη μαρτυρία, που έφερε στο φως το 1975 η Μαρία Κωνσταντουδάκη, το 1566 πωλήθηκε στο Ηράκλειο έργο του με παράσταση του Πάθους του Χριστού, στην τιμή των εβδομήντα δουκάτων. Ένα ποσό ανάλογο με αυτά που εισέπρατταν ζωγράφοι όπως ο Τιντορέτο, όταν οι τρέχουσες τιμές για ζωγραφικά έργα κυμαίνονταν μεταξύ ενός και οκτώ δουκάτων. Δηλαδή, ο Θεοτοκόπουλος ήταν «πιθανότατα ο ακριβότερος και πιο φημισμένος ζωγράφος του νησιού»[2]. Τέλος, σύμφωνα με νέο έγγραφο, που έφερε στο φως ο Ν. Παναγιωτάκης, το 1566 ο Θεοτοκόπουλος ήταν ήδη maestro της ζωγραφικής, και πιθανότατα οικογενειάρχης ήδη από το 1563 (ίσως γι’ αυτό δεν νυμφεύθηκε ποτέ τη Χερωνύμα ντε λας Κουέβας στο Τολέδο)[3], μαρτυρία που επιβεβαιώνει και τη μόνιμη διαμονή του στην Κρήτη, μέχρι την αναχώρησή του το 1567.
Σήμερα πλέον είναι γνωστά τουλάχιστον τέσσερα, αν όχι πέντε, έργα της κρητικής περιόδου του καλλιτέχνη, ο Ευαγγελιστής Λουκάς και η Προσκύνηση των Μάγων, στο Μουσείο Μπενάκη, η Κοίμησις της Θεοτόκου στον ομώνυμο ναό της Ερμούπολης, το Πάθος του Χριστού της Συλλογής Βελιμέζη, ίσως και το Τρίπτυχο της Μόντενα, στην Γκαλλερία Εστένσε, ενώ έχει πλέον ανιχνευθεί και συνεχίζει να διερευνάται η βαθύτατη επίδραση του πρώιμου Θεοτοκόπουλου στο αγιογραφικό έργο της μεταβυζαντινής ζωγραφικής. Μόνο σε ό,τι αφορά τη Ζάκυνθο, η Νανώ Χατζηδάκη κατέδειξε πως η κρητική ζωγραφική του Θεοτοκόπουλου, παράλληλα με έργα του της ιταλικής περιόδου, αποτέλεσε το πρότυπο πολλών έργων του 18ου και 19ου αιώνα στο νησί[4].
Ο Γιάννης Μηλιάδης, πολύ πριν γίνουν γνωστά τα κρητικά έργα του Θεοτοκόπουλου, σε άρθρο του το 1933[5], για να υπερθεματίσει στην απόρριψη της όποιας επίδρασης της (μετα)βυζαντινής ζωγραφικής στο έργο του, αναρωτιέται για ποιο λόγο ο Θεοτοκόπουλος δεν ζωγράφισε τα μεγάλα του έργα στην Κρήτη και έπρεπε να βρεθεί στην Ισπανία για να τα δημιουργήσει.
Προφανώς δεν γνωρίζουμε ποια θα ήταν η εξέλιξή του αν έμενε στην Κρήτη – κανείς εξάλλου δεν ισχυρίζεται πως ο Γκρέκο στο Τολέδο ζωγράφιζε κατά τον ίδιο τρόπο που «θα ζωγράφιζε» στο Ηράκλειο. Όμως, ο Γιάννης Τσαρούχης, όπως πάντα εχθρός της «πολιτικής ορθότητας» και της μικροελλαδικής οπτικής, αντιστρέφει προκλητικά το επιχείρημα του Μηλιάδη: «Ποιος ξέρει τι θα γινόταν ο Γκρέκο στην Κρήτη, πολύ πιο διάσημος ίσως και πιο μεγάλος»[6].
Άλλωστε, γνωρίζοντας πλέον ορισμένα έργα της κρητικής περιόδου, διαπιστώνουμε ήδη τη μετεξέλιξή του προς ένα ιδιαίτερο καλλιτεχνικό ιδίωμα. Ιδίωμα που δεν αποτελεί μια απλή σύνθεση της maniera greca με τη maniera latina, αλλά ένα προείκασμα της μελλοντικής τέχνης του, όπως διαγράφεται ήδη στα τέσσερα βεβαιωμένα κρητικά έργα του, αλλά και στο Τρίπτυχο της Μόντενας. Ιδιαίτερα το Πάθος του Χριστού, της συλλογής Βελιμέζη, που σχεδόν βέβαια αποτελεί το τελευταίο γνωστό έργο του της κρητικής περιόδου, καθώς ταυτίζεται με το έργο που είχε πωληθεί το 1566, προαναγγέλλει ήδη τη μετάβαση προς το επιγενέστερο θεοτοκοπούλειο ύφος. Γράφει σχετικά η Νανώ Χατζηδάκη: «Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος αποσπάται δυναμικά, για πρώτη φορά, από τις παραδόσεις τόσο της βυζαντινής όσο και της ιταλικής ζωγραφικής και οδηγείται στην αναζήτηση περιβάλλοντος που θα του επέτρεπε να πραγματοποιήσει τα εικαστικά του οράματα»[7].
Δηλαδή, το έργο του Θεοτοκόπουλου στο σύνολό του προϋποθέτει τη βυζαντινή παράδοση, βυθίζεται σε αυτή και μας προϊδεάζει για τις δυνατότητές της. Επιπλέον, γνωρίζουμε σήμερα ότι ο Θεοτοκόπουλος, στα σχόλιά του στον Βαζάρι, επιμένει πως εκτιμά τη βυζαντινή ζωγραφική περισσότερο από εκείνη του Τζιότο· … Παράλληλα, ο Όττο Ντέμους μας έδειξε ότι η ζωγραφική της «δυτικότερης» εποχής του Γκρέκο, εκείνη της Βενετίας, ήταν και αυτή σε μεγάλο βαθμό σφραγισμένη από τη βυζαντινή παράδοση[8]. [ ]
Και εάν έχει αποκατασταθεί πλέον η σημασία των απαρχών της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας στην Κρήτη, ωστόσο, και για το τέλος της διαδρομής του, θα υπάρξουν καινούργιες έρευνες, που επιβεβαιώνουν την εμμονή του στην ελληνική του ταυτότητα, όπως θα καταδειχθεί από το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης του στην Ισπανία, και προπαντός από τα σχόλιά του σε ορισμένα από τα βιβλία που περιλάμβανε. Γράφει ο Παλ Κέλεμεν σχετικά με τη βιβλιοθήκη:
Μια ένδειξη για τους πνευματικούς προσανατολισμούς του μας προσφέρει το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης του, το οποίο γνωρίζουμε εν μέρει από τον σχετικό κατάλογο που συνέταξε ο γιος του, Χόρχε Μανουέλ. Σε μια βιβλιοθήκη με 130 βιβλία, κατέγραψε τους τίτλους σαράντα τεσσάρων από αυτά, 27 στα ελληνικά και 17 στα ιταλικά. Ανάμεσα στα ελληνικά βιβλία, ο Όμηρος, οι μύθοι του Αισώπου, οι τραγωδίες του Ευριπίδη, έργα του Ξενοφώντα, του Ισοκράτη, του Αριστοτέλη, τα σχόλια του Ιωάννη Φιλόπονου πάνω στα Φυσικὰ και στα Περὶ ψυχῆς, οι Λόγοι του Δημοσθένους, οι Βίοι Παράλληλοι του Πλουτάρχου, οι Ἰουδαϊκοὶ πόλεμοι του Ιώσηπου Φλάβιου, η Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις του Αρριανού, τα Αἰθιοπικὰ του Ηλιοδώρου, τα Ὀνειροκριτικὰ του Αρτεμίδωρου, τα φιλοσοφικά έργα του Βοήθιου κ.ά. Στα οκτώ χριστιανικά έργα περιλαμβάνονται η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη καθώς και έργα του Ιουστίνου, του Μεγάλου Βασιλείου, του Ιωάννη Χρυσοστόμου καθώς και το Περὶ τῆς Οὐρανίου Ἱεραρχίας του (ψευδο)Διονυσίου του Αρεοπαγίτη…. Η βιβλιοθήκη του δεν περιείχε ούτε ένα έργο των δυτικών Πατέρων της Εκκλησίας, όπως του Αυγουστίνου ή του Ακινάτη[9].
Στη βιβλιοθήκη του περιλαμβάνονταν πολλά λατινικά και ιταλικά βιβλία για τη ζωγραφική, όπως οι Βίοι του Βαζάρι, και για την αρχιτεκτονική – ο Βιτρούβιος υπήρχε σε μια λατινική και τρεις ιταλικές εκδόσεις. Σε μία από αυτές ανακαλύφθηκαν σημειώσεις του Γκρέκο, οι οποίες δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1991[10]· και στις οποίες μιλώντας για τους αρχαίους Έλληνες αναφέρεται διαρκώς στους «Έλληνες προγόνους» του («mis padres Griegos»). Τέλος, στα σχόλιά του, στους Βίους του Βαζάρι (μεταφράστηκαν στα ελληνικά το 2001), υπερασπίζεται τη βυζαντινή ζωγραφική έναντι του «απλουστευτικού» Τζιότο και δηλώνει πως γνωρίζει αυτή τη ζωγραφική, σε αντίθεση με τον Βαζάρι, που την αγνοεί[11]. Κατά τον Ν. Χατζηνικολάου, εκδότη του βιβλίου στα ελληνικά, αποτελεί τη «μοναδική περίπτωση υπεράσπισης της ανωτερότητας της ζωγραφικής βυζαντινού τύπου κατά τον 16ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη»[12].
Εν κατακλείδι, ο Γκρέκο θα ζωγραφίσει στην Κρήτη έργα που ανήκουν στη βυζαντινή παράδοση και τεχνοτροπία, έχοντας διαμορφώσει ήδη το ιδιαίτερο ύφος που θα σφραγίσει και το επιγενέστερο έργο του. θα περάσει μια «δυτική» φάση στην Ιταλία, συνεχίζοντας και εμβαθύνοντας τη maniera latina των Κρητών ζωγράφων. τέλος, στην ισπανική του περίοδο, θα επιτύχει την ολοκληρωμένη εκδίπλωση του προσωπικού του ύφους, σε μια ευτυχή σύνθεση της βυζαντινής με τη δυτική τέχνη. Παραμένει πάντως πιστός στο πνεύμα της βυζαντινής παράδοσης, την ανάδυση δηλαδή του «ακτίστου φωτός» μέσα από την υλική, τετριμμένη πραγματικότητα – ακόμα και όταν έρχεται σε ρήξη με τη φόρμα της[13]. Σύμφωνα με τον Μάνο Στεφανίδη:
Ο Γκρέκο αγαπούσε να βιάζει τα ισχύοντα αισθητικά σχήματα και σαφώς να ανατρέπει την καλλιεπή μίμηση της βενετσιάνικης σχολής υπέρ μιας «ομοιότητος» με ένα κάλλος αρχαίο που δεν εξαντλείται στην επιφάνεια των πραγμάτων. … Οι συνθέσεις του πυρπολούνται από ένα εσωτερικό «άκτιστον» φως[14].
[1] K. Μέρτζιος, «Σταχυολογήματα από τα κατάστιχα του νοταρίου Κρήτης Μιχαήλ Μαρά (1538-1578)», ΚΧ, 15-16, 1961-1962, σσ. 228-308, εδώ σσ. 302-308.
[2] Marie Konstantoudaki, «Domenicos Théotokopoulos (El Greco) de Candie à Venise. Documents inédits (1566-1568)», Θησαυρίσματα, 12, Βενετία 1975, σσ. 292-308.
[3] Ν. Παναγιωτάκης, Τα νεανικά χρόνια, ό.π., σ. 67.
[4] Νανώ Χατζιδάκη, Εικόνες της Συλλογής Βελιμέζη, ό.π., σσ. 52-54.
[5] Γιάννης Μηλιάδης, «Γύρω από τον Γκρέκο», 1933, στο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, τόμ. Β΄, ό.π., σ. 245.
[6] Γιάννης Τσαρούχης, Μαθήματα ζωγραφικής, Χίος 1981, Άγρα, Αθήνα 2023, σ. 387.
[7] Ν. Χατζιδάκη, Εικόνες της Συλλογής Βελιμέζη: Επιστημονικός κατάλογος, Αθήνα 1998. ό.π., σσ. 215-216.
[8] Otto Demus, Byzantine Art and the West, New York UP, Νέα Υόρκη 1970, σσ. 233-240.
[9] Pál Kelemen, El Greco Revisited: His Byzantine Heritage, Macmillan, Ν. Υόρκη 1961, σσ. 104-113.
[10] Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, «Σχόλια περί τέχνης και αρχιτεκτονικής», στο Δομήνικος Θεοτόκοπουλος: Κρης εποίει. 450 χρόνια της γέννησής του, Τετράδια Ευθύνης 31, 1991, σσ. 95-137.
[11] Φερνάρντο Μαρίας, Ο Γκρέκο και η τέχνη της εποχής του. Τα σχόλια στους Βίους του Βαζάρι, εισ.-μτφρ. Νίκος Χατζηνικολάου, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2001, σ. 19.
[12] Στο ίδιο, σ. λε΄.
[13] Προφανώς, το πνευματικό κλίμα της Ισπανίας της εποχής της Αντιμεταρρύθμισης και της απόρριψης του αναγεννησιακού «παγανισμού» επέτρεπε την ευκολότερη σύνδεση με τη μεταβυζαντινή παράδοση της αυστηρότητας και της ιερής φύσης της ζωγραφικής.
[14] Μ. Στεφανίδης, Ελληνομουσείον, τόμ. Α΄, ό.π., σσ. 106-109.