Η Ελληνική, Βαλκανική και διεθνής διάσταση της Συμφωνίας των Πρεσπών

Η Ελληνική, Βαλκανική και διεθνής διάσταση της Συμφωνίας των Πρεσπών
Open Image Modal
Marina Khromova via Getty Images

Η προωθούμενη προς επικύρωση από την Ελληνική Βουλή Συμφωνία των Πρεσπών, παρά την εκφρασμένη αντίθεση της μεγάλης πλειοψηφίας του Ελληνικού πληθυσμού και του συνόλου σχεδόν της πνευματικής του ηγεσίας, έχει αναλυθεί εκτενώς στα ΜΜΕ. Ακολουθώντας την πάγια τακτική της αναφοράς στις πρωτογενείς πηγές, αλλά και σε συγκεκριμένα δημοσιεύματα όπου οι καθ’ ύλη ειδικοί εκφράζουν τις απόψεις τους, σημειώνουμε τα εξής:

Το κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών, έχει δημοσιοποιηθεί παλαιότερα αλλά και πρόσφατα, εν όψει της συζήτησής του στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Το σχετικό σχέδιο Νόμου περιλαμβάνει την Εισαγωγική Έκθεση, το κείμενο της Συμφωνίας στην Αγγλική και την μετάφρασή του στην Ελληνική γλώσσα. Θα προτείναμε να διαβάσει κανείς, αν μπορεί, το κείμενο στην Αγγλική γλώσσα, που υπερισχύει (στο πρώτο άρθρο του Σχεδίου Νόμου αναφέρεται ότι το «πρωτότυπο κείμενο» είναι στην Αγγλική γλώσσα, ενώ στα Ελληνικά είναι η μετάφρασή του). Ενδεικτικά σημειώνουμε κάποιες οριακές διαφορές μεταξύ Αγγλικού και Ελληνικού κειμένου, όπως ο όρος «nationality» στο Άρθρο 1.3.β της Συμφωνίας, όπου τουλάχιστον στην μη διπλωματική ορολογία, σημαίνει «εθνικότητα», παρά «ιθαγένεια», όπως μεταφράζεται στο Ελληνικό κείμενο. Το συγκεκριμένο θέμα πάντως θεωρείται αμφιλεγόμενο, ενώ και οι διευκρινίσεις που παρέχονται στην επίσης δημοσιοποιημένη Ρηματική Διακοίνωση, ενδεχομένως δεν έχουν την ίδια βαρύτητα, ούτε αναιρούν το κείμενο της Συμφωνίας.

Επιδίωξη της Ελληνικής πλευράς με την Συμφωνία ήταν η απαλειφή από το Σύνταγμα των Σκοπίων, κάθε αλυτρωτικής αναφοράς. Το κατά πόσο αυτό (δεν) συνέβη, μπορεί κανείς να το διαπιστώσει στο αντίστοιχο κείμενο που συνόδευε την προαναφερθείσα Ρηματική Διακοίνωση, όπου η FYROM ενημέρωνε για τις συνταγματικές αλλαγές: ο όρος «μακεδονική εθνότητα» παρέμεινε στις τροποποιήσεις 34 και 36 (ΧXΧΙV & XXXVI, με λατινικούς αριθμούς) του Συντάγματος. Σημειώνουμε ακόμα ότι μέρος της δεύτερης αυτής τροποποίησης, που παρουσιάζει ενδεχομένως περισσότερες περιπλοκές για την Ελλάδα, ζητήθηκε την τελευταία στιγμή από το (υπό Τουρκική επιρροή) Κόμμα της Αλβανικής μειονότητας «Μπέσα», ενώ στην ίδια τροπολογία, ανάμεσα στις υποχρεώσεις της γειτονικής χώρας, αναφέρεται η φροντίδα της «διασποράς» και η ενίσχυση των δεσμών της με την «μητέρα πατρίδα».

Προβληματισμούς για τα πιο πάνω είχαν κατά καιρούς εκδηλώσει, με δημόσιες τοποθετήσεις, καθηγητές Πανεπιστημίου, διαπρεπείς συνταγματολόγοι και έμπειροι πολιτικοί, ενώ αντίστοιχες ανησυχίες, σύμφωνα με δημοσιεύματα, είχε εκφράσει και ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Άλλοι πολιτικοί ή Συνταγματολόγοι, επεσήμαναν την ουσιαστική μη νομιμοποίηση του Κοινοβουλίου να προχωρήσει με οριακή πλειοψηφία στην κύρωση διεθνών Συμφωνιών που υπερτερούν σε ισχύ κάθε άλλου Νόμου (Άρθρο 28 του Συντάγματος) ενώ η χώρα μας, βάσει της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών, υποχρεούται να μην συμπεριφέρεται κατά τρόπο αντίθετο προς το αντικείμενο και τον σκοπό αυτής, επί της αρχής της αμοιβαιότητας.

Ο αντικειμενικός αναγνώστης, διαβάζοντας την τοποθέτηση του Πρωθυπουργού των Σκοπίων Ζάεφ κατά την συζήτηση στην Βουλή των Σκοπίων, ενδεχομένως να συμφωνήσει μαζί του ότι τα βασικά επιδιωκόμενα από την Κυβέρνηση των Σκοπίων στοιχεία («Μακεδονική» εθνότητα και γλώσσα) παρέμειναν στο Σύνταγμα και γίνονται αποδεκτά από την Ελλάδα (αυτό εξάλλου αναφέρεται και στο Άρθρο 1, παρ. 3α και 3β της Συμφωνίας, σημεία που όπως αναφέρεται στο Άρθρο 20, παρ. 9 της Συμφωνίας είναι μεταξύ αυτών που δεν επιτρέπεται να αναθεωρηθούν). Με δυο λόγια, όποιος αφιερώσει λίγο χρόνο στην ανάγνωση των κειμένων, καταλαβαίνει ότι το αντάλλαγμα που πήρε η Ελλάδα (η αλλαγή του ονόματος) δεν αναιρεί την ψευδεπίγραφη αναφορά σε «μακεδονική εθνότητα», που αποτελεί τον κύριο φορέα του αλυτρωτισμού της γειτονικής χώρας.

Προσπερνώντας την εσωτερική διάσταση του θέματος, όπου η αντιπολίτευση υποστήριξε ότι σκοπός της επιτάχυνσης της έγκρισης της Συμφωνίας ήταν η συσπείρωση των ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος, ο διεμβολισμός παραπλήσιων πολιτικά χώρων, αλλά και η δημιουργία ρωγμών στους αντίπαλους πολιτικούς του χώρους (κάτι που τελικώς δεν συνέβη, αφού η Συμφωνία, ως έχει, δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή από τους υποστηρικτές μιας πιο ήπιας προσέγγισης), θα επικεντρωθούμε στο διεθνές πλαίσιο της συγκεκριμένης Συμφωνίας.

1. Η υποστήριξη της Συμφωνίας από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ, την Ε.Ε. και τον ΟΗΕ

Οι λόγοι υποστήριξης της Συμφωνίας από τον διεθνή παράγοντα προσδιορίζονται κατά περίπτωση:

  • Για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, η παρουσία της μεγάλης βάσης Camp Bondsteel στο Κόσοβο, πολύ κοντά στα σύνορα με τα Σκόπια, είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού θεωρείται ως η ασφαλιστική δικλείδα ελέγχου των εξελίξεων στις εν δυνάμει φιλικές προς την Ρωσία (λόγω ορθοδοξίας και σλαβικού πληθυσμού) χώρες της Σερβίας, του Μαυροβουνίου, της FYROM, καθώς και της σερβικής περιοχής της Βοσνίας. Μέσα στο πιο πάνω πλαίσιο, οι σχέσεις των ΗΠΑ με την μικρή γειτονική μας χώρα, αργά αλλά σταθερά, ενισχύονται.
  • Για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικά για την Γερμανία, τα Βαλκάνια είναι μια μεγάλη δεξαμενή για τις αγορές της, ενώ παράλληλα, προβληματικές οικονομικά χώρες που είναι ή κάποια στιγμή θα αποτελέσουν μέλη της ζώνης του Ευρώ, διευκολύνουν τις εξαγωγές της, κρατώντας χαμηλά την ισοτιμία του Ευρώ με τα άλλα νομίσματα. Κυρίως όμως, οι Βαλκανικές χώρες αποτελούν πηγή υποψήφιων μεταναστών, κατά προτίμηση χριστιανών και καλά εκπαιδευμένων, που μαζί με τους προερχόμενους από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, υπερτερούν αριθμητικά κατά πολύ, σε σχέση με τους άλλων θρησκευμάτων μετανάστες ή πρόσφυγες, που είχε επιτρέψει η Μέρκελ να εγκατασταθούν τα τελευταία χρόνια στη χώρα.
  • Για τον ΟΗΕ, που προσπαθεί να εμφανίσει έργο, συχνά ισορροπώντας στις υπάρχουσες ισορροπίες τρόμου και πάντως όχι αντίθετα στις προτεραιότητες των ισχυρών χωρών, είναι σαφώς ευκολότερο να επαινέσει προσπάθειες όπως της «προσέγγισης Ελλάδας – Σκοπίων», παρά να εξηγήσει το «λάθος» της απονομής του Νόμπελ Ειρήνης στην Πρόεδρο της Μιανμάρ που εκδίωξε τους Ροχίγκα ή να μεσολαβήσει σε επί πολλά χρόνια παγιωμένες συγκρούσεις μεταξύ δύο πυρηνικών δυνάμεων, όπως αυτή του Κασμίρ.

Τα πιο πάνω είναι κατανοητά, ακόμα και σε όσους παρακολουθούν ευκαιριακά τις διεθνείς σχέσεις. Σε όλα τα πιο πάνω κυριαρχεί η κοντόφθαλμη θεώρηση, τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα και η ευκολία των επιλογών: ο λόγος που οι ΗΠΑ εξακολουθούν να θεωρούν την Ρωσία ως τον κυριότερο εχθρό, ενδεχομένως να μην είναι απλά η δυσκολία ορισμένων τεχνοκρατών να συνειδητοποιήσουν τα προβλήματα που δημιουργεί για τα μακροχρόνια συμφέροντα των ΗΠΑ ο ισλαμικός φανατισμός ή ο Τουρκικός εθνικισμός, αλλά να σχετίζεται με τις προτεραιότητες ισχυρών παραγόντων, όπως είναι οι άμεσες πωλήσεις όπλων. Αντίστοιχα, για έναν Γερμανό πολιτικό είναι πολύ ευκολότερο να κινηθεί με βάση τον απλοϊκό αλλά σαφή «οικονομικό πατριωτισμό» του, παρά να πράξει με βάση τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα μιας ενιαίας και ειρηνικής Ευρώπης.

2. Οι σχέσεις Αλβανίας - Σκοπίων

Οι πρόσφατες εξελίξεις:

η μονομερής διακήρυξη του Κοσόβου ότι προχωράει στην σύσταση δικού του στρατού,

η συμφωνία Κοσόβου – Αλβανίας για κοινά σημεία ελέγχου στα σύνορά τους, με προοπτική τους επόμενους μήνες να καταργηθούν οι συνοριακοί έλεγχοι,

ή οι συνεχείς πιέσεις προς τον παραμένοντα Σερβικό πληθυσμό του Κοσόβου (και αντίστοιχα προς τον Ελληνικό πληθυσμό της Βορείας Ηπείρου)

αποτελούν κάτι περισσότερο από απλές ενδείξεις πρόθεσης σταδιακής υλοποίησης της «Μεγάλης Αλβανίας».

Σε ότι αφορά τα Σκόπια, οι εκτεταμένες συμπλοκές του 2001 μεταξύ Αλβανόφωνων και κυβερνητικών δυνάμεων ξεκίνησαν από μαχητές του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού (UCK) του Κοσόβου και τερματίστηκαν με την συνθήκη της Οχρίδας του 2001. Σήμερα όλα φαίνεται να έχουν ξεχαστεί, με την συμμετοχή δύο αλβανικών κομμάτων στην κυβέρνηση Ζάεφ, αλλά και τις περαιτέρω υποχωρήσεις της προς την Αλβανική μειονότητα. Μεσοπρόθεσμα, ο δημογραφικός παράγων (οι Αλβανόφωνοι αποτελούν το 25% περίπου του πληθυσμού των Σκοπίων και οι μουσουλμάνοι το 33%, και τα δύο με αυξητική τάση) θα παίξει επιπρόσθετο ρόλο.

3. Οι σχέσεις Σκοπίων - Βουλγαρίας

Η Βουλγαρία είδε κατ’ αρχήν θετικά την δημιουργία του κράτους των Σκοπίων, θεωρώντας το ως αδελφό κράτος, λόγω και της παρουσίας της «Μακεδονίας του Πιρίν», μιας περιοχής της Βουλγαρίας, από την οποία κατάγονται ο έως το 2016 πρόεδρος της Βουλγαρίας Ρόσεν Πλεβλιένεφ, ο σημερινός πρωθυπουργός Μπόικο Μπορίσοφ και ο Αναπληρωτής Πρωθυπουργός της Κραζιμίρ Καρακατσάνοφ. Φαίνεται πιθανό κάποιοι εθνικιστικοί κύκλοι της Βουλγαρίας να θεωρούσαν εφικτή την δυνατότητα ενσωμάτωσης στο μέλλον του «σλαβομακεδονικού» τμήματος των Σκοπίων (κάτι που ενδεχομένως ερμηνεύει ότι η Βουλγαρία ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την ανεξαρτησία των Σκοπίων), μόνο που όπως αποδείχτηκε στην πράξη, δεν είναι εύκολο.

Η Συμφωνία Καλής Γειτονίας μεταξύ Βουλγαρίας και Σκοπίων υπογράφηκε την 01.08.2017 και περιέργως δεν συγκέντρωσε τα φώτα της δημοσιότητας στην Ελλάδα.

Τα βασικά της σημεία ήταν τα εξής:

Η παροχή υποστήριξης από την Βουλγαρία στην είσοδο των Σκοπίων στην Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ

Η δυνατότητα κοινών εορτασμών ιστορικών γεγονότων και προσώπων

Η μη ανάμειξη των Σκοπίων στις υποθέσεις των μη Σκοπιανών πολιτών της Βουλγαρίας

Τέλος υπήρχε αναφορά στις γλώσσες της Συμφωνίας, την «Μακεδονική» και την Βουλγαρική, σύμφωνα με το Σύνταγμα των δύο χωρών, με την υποσημείωση του Βούλγαρου Υπουργού Εξωτερικών ότι «οι διεθνείς Συμφωνίες δεν αναγνωρίζουν λαούς και εθνότητες και οποιαδήποτε ερμηνεία ή σχόλιο των δύο πλευρών ορίζεται ως άσχετο (irrelevant)»

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πρόσφατα σχόλια των Βούλγαρων πολιτικών από την «Μακεδονία του Πιρίν» ότι οι Σκοπιανοί τους ξεγέλασαν στο θέμα της γλώσσας (όπου ισχυρίζονται ότι ανέμιξαν ξένα στοιχεία, για να την διαφοροποιήσουν από την κοινή τους γλώσσα), της προσαρμογής των ιστορικών βιβλίων, της υφαρπαγής της ιστορίας τους, κλπ. Αναφέρουμε ακόμα την απάντηση των Σκοπίων, στην θέση του κ. Καρακατσάνοφ ότι η Βουλγαρία ενδέχεται να εμποδίσει την είσοδο των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., αν συνεχίσουν να ερμηνεύουν τις προβλέψεις της Συμφωνίας Βουλγαρίας – Σκοπίων ως αναγνώριση της «μακεδονικής» γλώσσας.

Θα ήταν παράλειψή μας τέλος να μην αναφέρουμε ότι η Βουλγαρία είχε πετύχει την αποδοχή αναγνώρισης Βουλγαρικής μειονότητας στα Σκόπια, παρέχοντας μάλιστα Βουλγαρικά διαβατήρια σε πολλές δεκάδες χιλιάδες Σκοπιανούς που αποδείκνυαν Βουλγαρική καταγωγή και συνείδηση. Πρόσφατα πέτυχε και την αναγνώριση Βουλγαρικής μειονότητας στην Αλβανία, προφανώς επιδιώκοντας την οικειοποίηση των με Ελληνική συνείδηση Βλάχων και Σαρακατσάνων των δύο χωρών.

Δεν είναι της παρούσης να επεκταθούμε στον ρόλο της Τουρκίας, τις φιλοδοξίες και επιτυχίες της στον χώρο της Βαλκανικής. Επισημαίνουμε μόνο ότι η υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών από μόνη της δεν πρόκειται να ελκύσει τα Σκόπια πιο κοντά στις Ελληνικές θέσεις, αντίθετα υπάρχουν ήδη οι πρώτες ενδείξεις για περαιτέρω ενίσχυση των σχέσεων των Σκοπίων με την Τουρκία, όπως το πρόσφατο ταξίδι του Υπουργού Εξωτερικών Ντιμιτρώφ στην Τουρκία. Ορισμένα απλουστευτικά επιχειρήματα υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών, εάν υιοθετηθούν και σε επίπεδο εκτελεστικής εξουσίας, μπορεί να καταστούν επιζήμια για την χώρα.

Συμπερασματικά, η προσέγγιση Ελλάδας - Σκοπίων, δεν οφείλεται στην συνειδητοποίηση από τα Σκόπια των κινδύνων από το Βαλκανικό περιβάλλον, αλλά στην αξιοποίηση θεωρητικά ξεπερασμένων πολιτικών πρακτικών του διεθνούς παράγοντα.

Μετά τις υποχωρήσεις της Ελλάδας, στο θέμα της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και του βομβαρδισμού της Σερβίας, την δεκαετία του 1990, στην αποδοχή της ένταξης της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ, χωρίς να έχει προηγηθεί η άρση του εμπολέμου και η πλήρης αναγνώριση των δικαιωμάτων της Ελληνικής μειονότητας, το 2008,  η υπερψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών, όχι μόνο αναιρεί τα (πενιχρά) ανταλλάγματα που κερδήθηκαν από τους πιο πάνω συμβιβασμούς (δηλαδή την μη ένταξη στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, αν δεν προηγηθεί η επίλυση του ονοματολογικού) αλλά και προσεγγίζει τον σκληρό πυρήνα των Ελληνικών θέσεων, σε ένα θέμα με ιδιαίτερη συμβολική σημασία.

Για τους πιο πάνω λόγους, οι βουλευτές αλλά και οι πολίτες, πρέπει όχι μόνο να εξαντλήσουν τις δυνατότητες προσωπικής ενημέρωσης με αντικειμενικό τρόπο, αλλά και να διαμορφώσουν την τελική τους άποψη, σύμφωνα με το ιστορικό τους καθήκον.