Η Ελληνοαμερικανική Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας στην ιστορική διαχρονία

Μια διεθνολογική αποτίμηση
Open Image Modal
.
Jonathan Ernst via AP

Η ενεργητική διπλωματική στρατηγική της Αθήνας με την επανα-επιβεβαίωση  ή την προσθήκη νέων αμυντικών συμφωνιών έχει μονοπωλήσει το δημόσιο διάλογο τις τελευταίες ημέρες σε όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (έντυπα, ραδιοτηλεοπτικά και διαδικτυακά).

Με αφετηρία τις δηλώσεις της πολιτειακής αλλά και μελών της πολιτικής ηγεσίας της χώρας για το πόσο «ωφέλησαν τότε οι συμμαχίες, και τώρα [η Ελλάδα] έχει συνάψει συμμαχίες με τη Γαλλία, την Αίγυπτο, το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα», στις γραμμές που ακολουθούν, θα επιχειρήσουμε μια σύντομη ανάλυση της έννοιας-λειτουργίας της συμμαχίας και θα ελέγξουμε πραγματολογικά το θεμελιακό υπόβαθρο της Ελληνοαμερικανικής Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (Mutual Defense Cooperation Agreement – MDCA).

Οι συμμαχίες είναι τυπικές ή άτυπες συμφωνίες μεταξύ δύο η περισσοτέρων κρατών για συνεργασία σε θέματα ασφάλειας.  Είτε ως τυπικές συμφωνίες, είτε ως συμβόλαια ανέσεων-ευκολιών που δεσμεύουν τα κράτη-μέλη στην πολιτικοστρατιωτική τους συνεργασία για την ανάσχεση εξωτερικών απειλών, εδράζονται στην ταύτιση των κρατικών συμφερόντων και στις πολιτικές στρατηγικές και δράσεις που τα εξυπηρετούν. 

Ο κύριος λόγος για την ανάπτυξη διακρατικών συμμαχιών είναι η κοινή αντίληψη περί απειλής και του αισθήματος του φόβου-αβεβαιότητας, μεταξύ κρατών ίδιας βαθμίδας ισχύος, θέσεως και ρόλου.

Αντίστροφα η εταιρική στρατηγική σχέση μεταξύ μιας μεγάλης και μιας μεσαίας ή μικρής δύναμης προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά μιας ασύμμετρης ανταλλακτικής σχέσης. Στην εν λόγω περίπτωση, η δυνατότητα ενός λιγότερου ισχυρού κράτους για την άσκηση επιρροής στην εξωτερική πολιτική μιας  φιλικά προσκείμενης μεγάλης δύναμης, συναρτάται από τη διπλωματική ικανότητα της πολιτικής του γραφειοκρατίας να συναλλάσετε σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής με γνώμονα το εθνικό συμφέρον, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη ανταλλακτικών σχέσεων με τις εκάστοτε μεγάλες δυνάμεις, συνάπτοντας πολιτικοστρατηγικούς δεσμούς αμοιβαίας εξάρτησης, αξιοποιώντας τα συγκριτικά γεωπολιτικά-γεωστρατηγικά του πλεονεκτήματα.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει  ο  Ελβετοαμερικανός πολιτικός επιστήμονας, Arnold Wolfers, για το παράδοξο της «ισχύος του αδύναμου»: 

Πρόκειται για την απλή πεποίθηση μιας μεγάλης δύναμης ότι θα υποστεί κόστος, λόγω αλλαγής στο ισοζύγιο της ισορροπίας ισχύος, εάν μια αδύναμη, αλλά σύμμαχος χώρα, μετακινηθεί  προς το αντίπαλο στρατόπεδο ή επιλέξει να υιοθετήσει-εφαρμόσει πολιτική ουδετερότητας. Παρεπόμενα, το μέγεθος της στρατηγικής επένδυσης της υπερδύναμης στον λιγότερο ισχυρό σύμμαχο, αποτελεί την ικανή-αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη μιας πελατειακής-ανταλλακτικής σχέσης μεταξύ ισχυρού-λιγότερου ισχυρού κράτους, υπό την απειλή της «τυραννίας του αδύναμου».

Αναμφίλεκτα η γεωγραφική θέση της Ελλάδας δημιουργεί ένα αέναο συγκριτικό πλεονέκτημα για τις ΗΠΑ, παρέχοντας τη δυνατότητα για προβολή αεροπορικής ισχύος και αερομεταφορά φορτίων και προσωπικού προς την Ανατολική Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και τη Νοτιοδυτική Ασία καθώς και για ναυτικές επιχειρήσεις προς  την Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο.

Δε είναι τυχαία η αναφορά του Αμερικανού υπουργού εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν στην επιστολή του προς τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ότι «oι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν τον ζωτικό ρόλο των δραστηριοτήτων Ναυτικής Υποστήριξης (NSA) στη Σούδα και άλλων εγκαταστάσεων, στις οποίες οι ΗΠΑ μπορούν να εκπαιδεύουν ή να επιχειρούν στην ηπειρωτική χώρα ή στα νησιά, για την εξασφάλιση των κοινών μας αμυντικών στόχων και ευχαριστούν την Ελλάδα για τη συνέχιση της υποστήριξης στη διευρυμένη στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Ελλάδα».

Παρά ταύτα η υπογραφή του δευτέρου πρωτοκόλλου τροποποίησης της Ελληνοαμερικανικής συμφωνίας αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας αποτελεί μια  επαναεπιβεβαίωση της πίστης-νομιμοφροσύνης της Αθήνας προς τις ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και δεν θωρακίζει, ούτε διασφαλίζει την εδαφική ακεραιότητα της ελληνικής επικρατείας.

Αυτό γιατί υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά φύσεως μεταξύ της συνεργασίας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής-άμυνας και της συμμαχίας. Η συμμαχία είναι μια κανονιστική πολιτικοστρατιωτική σχέση με συγκεκριμένο πλαίσιο δομής-λειτουργίας, όπως για παράδειγμα ο μηχανισμός συλλογικής άμυνας του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού συμφώνου.

Ενώ η συνεργασία σε ζητήματα άμυνας είναι μια εταιρική σχέση μονομερούς η αμοιβαίας εξάρτησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το άρθρο 25, της συναφθείσας προ ολίγων ημερών, στρατηγικής εταιρικής σχέσης Ελλάδας-Γαλλίας όπου αναφέρεται ότι τα δύο μέρη «επιδιώκουν κατά το δυνατόν, να αναπτύξουν μία βιομηχανική εταιρική σχέση που θα συμπεριλαμβάνει ελληνικές και γαλλικές αμυντικές εταιρείες».

Υπό αυτό το πρίσμα η πρόσδεση της Αθήνας στο άρμα της αμερικανικής υπερδύναμης συνδέεται με την αδήριτη αναγκαιότητα της εκάστοτε κρατικής οντότητας για επιβίωση-ασφάλεια.

Είναι η υψηλή ευαισθησία τρωτότητας του ελληνικού συμφέροντος επιβίωσης, αφενός, λόγω της τοπογεωγραφικής θέσης της Ελλάδας, που την καλεί να επιδεικνύει στρατηγική επαγρύπνηση σε όλα τα αζιμούθια (Βαλκάνια, Μικρά Ασία, Αδριατική) και αφετέρου η απίσχναση των συντελεστών της εθνικής ισχύος, που θα οδηγήσει τον Αλέξανδρο Παπάγο, εν έτει 1953, στην πολιτική επιλογή της μονομερούς εξάρτησης από τις ΗΠΑ. Κατά τούτο, το κεντρικό δόγμα στην άσκηση της ελληνικής υψηλής στρατηγικής/πολιτικής αποκρυσταλλώνονταν στη διατήρηση περιφερειακών ερεισμάτων ισχυρότερων από τα αντίστοιχα των αναφυόμενων αντιπάλων ή ανταγωνιστών.

Παρεπόμενα, η ενίσχυση της ελληνικής ασφάλειας-άμυνας, πραγματοποιείτο μέσω του παράγοντα της διεθνούς αποτροπής, που επιτυγχάνονταν με την εγκατάσταση-λειτουργία  αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος, μετά την υπογραφή της Ελληνο-Αμερικανικής  Συμφωνίας «περί στρατιωτικών ευκολιών», (12.10.1953). Ειδικότερα η Ελληνική κυβέρνηση (άρθρο 1, παρ. 1 της Συμφωνίας) εξουσιοδοτούσε:  

«την Κυβέρνησιν των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής να χρησιμοποιή οδούς, σιδηροδρομικάς γραμμάς και χώρους και να κατασκευάζη, αναπτύσση, χρησιμοποιή και θέτει εν λειτουργία στρατιωτικά και βοηθητικά έργα εν Ελλάδι, οία αι αρμόδιαι Αρχαί των δύο Κυβερνήσεων ήθελον θεωρήσει κατά καιρούς ως αναγκαία δια την εφαρμογήν ή την προαγωγήν εγκεκριμένων σχεδίων του ΝΑΤΟ». 

Τοιουτοτρόπως (άρθρο 1, παρ.2 της Συμφωνίας) :

«η Κυβέρνησις των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής δύναται να φέρη, εγκαθιστά και στεγάζει εν Ελλάδι προσωπικόν των Ηνωμένων Πολιτειών. Αι ένοπλαι δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών και το υπό τον έλεγχό των υλικών δύνανται να εισέρχωνται, εξέρχωνται, κυκλοφορούν, υπερίπτανται ελευθέρως εν Ελλάδι και εις τα χωρικά της ύδατα, υπό την επιφύλαξιν οιασδήποτε τεχνικής συνεννοήσεως εις ην ήθελον προέλθη αι αρμόδιαι Αρχαί των δύο Κυβερνήσεων. Αι ενέργεια αυταί απαλλάσονται οιωνδήποτε τελών, δικαιωμάτων και φόρων».

Ως εκ τούτο το κεντρικό ερώτημα που καλούμαστε να απαντήσουμε για να αξιολογήσουμε εάν και σε ποιο βαθμό το πρωτόκολλο της δεύτερης τροποποίησης της συμφωνίας αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας συνιστά μια αναβάθμισης της ειδικής στρατηγικής σχέσης Ελλάδας-ΗΠΑ (ως συνέχεια της  στρατηγικής της διεθνούς εκτεταμένης αποτροπής του αμερικανικού αποτυπώματος στη χώρα) είναι ο κεντρικός σκοπός της συμφωνίας.

Ανεξάρτητα από το αύξηση ή μη του αριθμού των αμερικανικών βάσεων και της διπλωματικής αβρότητας περί του σεβασμού της ελληνικής κυριαρχίας, το τελικό γινόμενο αποκρυσταλλώνεται στην υλοποίηση της  στρατηγικής  μεταφοράς των βαρών από τις ΗΠΑ στους υπολογίσιμους και αξιόπιστους συμμάχους τους.

Γιατί όπως αναφέρει στη δήλωσή του ο Αμερικανός υπουργός άμυνας, Άντονι Μπλίνκεν: «Η σημερινή τροποποίηση επεκτείνει την ισχύ του MDCA, καθιστώντας το συνεπές με άλλες διμερείς συμφωνίες αμυντικής συνεργασίας μεταξύ των συμμάχων του ΝΑΤΟ και αρκετά ανθεκτικό ώστε να επιτρέψει στην Ελλάδα και τις Ηνωμένες Πολιτείες να προωθήσουν την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην της Ανατολικής Μεσογείου και όχι μόνο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χαιρετίζουν τη συνεχιζόμενη επένδυση της Ελλάδας σε αμυντικές δυνατότητες και τη δέσμευσή της να εκπληρώσει τη διαβεβαίωση που έδωσε στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουαλία». 

Εν ολίγοις η Ελλάδα επικυρώνει εν τοις πράγμασι τον τριπλό στόχο της «Υπόσχεσης Αμυντικών Επενδύσεων» που υιοθετήθηκε στη Σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουαλία το 2014, εμπερικλείοντας τις ακόλουθες δεσμεύσεις για τα κράτη μέλη:

«α) διάθεση, έως το 2024, τουλάχιστον 2% του ΑΕΠ για αμυντικές δαπάνες (Cash), 

β) δέσμευση ποσοστού 20% των αμυντικών δαπανών για την υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων και την ενίσχυση της έρευνας και ανάπτυξης (Capabilities), και 

γ) επιχειρησιακές συνεισφορές σε νατοϊκές και μη αποστολές και δραστηριότητες (Contributions)».

Καταλήγοντας αυτό που θα πρέπει να συγκρατήσουμε δεν είναι ο χώρος, ο χρόνος και ο αριθμός των ξένων στρατιωτικών ή άλλων επενδύσεων, αλλά το πλαίσιο διαπραγμάτευσης της εκάστοτε διμερούς ή πολυμερούς στρατηγικής εταιρικής σχέσης σε συνάρτηση με τον βαθμό προαγωγής-προάσπισης των εθνικών συμφερόντων.

Γιατί όπως χαρακτηριστικά προσημειώνει ο Γεώργιος Παπανδρέου σε ομιλία του στην Ελληνική Βουλή (20.12.1963): «Ἡ ἱστορία καὶ ἡ γεωγραφία τοποθετοῦν τὴν Ἑλλάδα στὸν ἐλεύθερο κόσμο. Διὰ τοῦτο μετέχουμε εἰς τὴν Ἀμυντικὴν Ἀτλαντικὴν Συμμαχίαν. Ἐντὸς τῆς Συμμαχίας ἐπιτελοῦμε ὅλες τὶς ὑποχρεώσεις μας, ἀλλὰ διεκδικοῦμε ἐπίσης ὅλα τὰ δικαιώματα. Αὐτὴ εἶναι ἡ διαφορὰ μεταξὺ συμμάχων καὶ δορυφόρων».