Η επανεύρεση του Πολιτικού Ρεαλισμού στα Στενά του Ορμούζ

Η σημασία της γεωοικονομίας και ο ηθικός ανορθολογισμός.
Open Image Modal
Strait of Hormuz large cargo ships traffic, Persian Gulf, Iran
Germán Vogel via Getty Images

Αναμφίβολα, ο εκάστοτε πολιτικός παράγοντας ή επιστήμονας διεθνών σχέσεων που ανήκει στο δυναμικό του διπλωματικού σώματος πρέπει και αναμένεται να κριθεί – όντας εντεταγμένος σε καίρια οργανική θέση – πρωτίστως για τον θετικό αντίκτυπο της ενεργού δράσης του κατά τη διαδικασία μελέτης του διεθνούς θεάτρου συγκρούσεων. Ακόμη περισσότερο, αξιολογείται ακατάπαυστα επί τω πρακτέω για την αποτελεσματικότητα των συναφών επιλογών και έργων του προς την ισχυροποίηση της θέσης της χώρας που υπηρετεί – μέσω των απορρεουσών αρμοδιοτήτων του αξιώματος που στον ίδιο έχει ανατεθεί.

Τις ως άνω επιλογές καλείται εκείνος να αποφασίσει επιτελικώς και εντός του ανελέητου ανταγωνιστικού πολιτικοοικονομικού πλαισίου του παγκόσμιου στερεώματος, γεγονός το οποίο όχι μόνο δεν δύναται να μην συνυπολογισθεί κατά την διαδικασία αξιολόγησης αλλά και η κατανόηση της βαρύνουσας σημασίας του οποίου κρίνεται ολότελα επιβεβλημένη. Με λίγα λόγια, ως ύψιστο καθήκον ενός διπλωμάτη ορίζεται η διαμόρφωση της τελικής απόφασης της πολιτικής ηγεσίας βάσει των συμφερόντων του κράτους που υπηρετεί, μακριά από την όποια εσωτερική συνειδησιακή διαπάλη.

Πέρα, ωστόσο, της πανθομολογούμενης αυτής παραδοχής στην οποία οφείλει να προβεί έκαστος υγιώς σκεπτόμενος νους, η παραλειπόμενη και ευρέως διαδεδομένη στο πλαίσιο της κοινής γνώμης και εκ του θυμικού κριτική στάση προς την εκάστοτε απόφαση των ιθυνόντων παραγόντων του ήδη αποδεδειγμένα βεβαρυμμένου κλάδου της διπλωματίας και της εξωτερικής πολιτικής έπεται σε ένα ιδιάζον είδος δευτερογενούς δημόσιου διαλόγου, συγκροτώντας το τελικό προϊόν μιας κατ’ ουσίαν φιλολογικής συζήτησης επί τη βάσει μιας ορμώμενης από τον μεταφυσικό κόσμο πολιτικοϊδεολογικής άμα και κοινωνικής συναισθηματικής λογικής.

Στην πραγματικότητα, το κύριο γνώρισμα αυτής της στάσης δεν είναι άλλο από έναν ολότελα ξένο προς το ρεαλιστικό έως και κυνικό διεθνολογικό γίγνεσθαι λατρευτικό «ανθρωπισμό», εν μέσω παρορμητικών εξάρσεων και προσωπικών εμπειριών, αντλούμενων από την υποκειμενική – αν όχι μεροληπτική – ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων και εξελίξεων. Η ακολουθία αυτής της ανορθολογικής συλλογιστικής, η οποία απέχει αρκετά από την επίτευξη άμα και την ενύλωση της αντικειμενικής κρίσης, χαρακτηρίζει κατά γενική ομολογία μία σειρά αναλυτών και ενασχολούμενων με τα των διεθνών σχέσεων οι οποίοι ακούσια ή εσκεμμένα τελούν υπό το αβάσταχτο κράτος μιας κατανοητής εν μέρει σε διαπροσωπικό αλλά καθ’ όλα σαθρής και προβληματικής σε διακρατικό και διεθνές επίπεδο ιδεαλιστικής ηθικής, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις αγγίζει τα όρια της ακατάσχετης ηθικολογίας.

Το βασικό χαρακτηριστικό των «παράλογων» αυτών λογικών δεν παύει διαχρονικά να είναι η πρωτοφανής εμμονή στην κανονιστική εξήγηση των διεθνών πραγμάτων, υπό το πρίσμα της καντιανής πασιφιστικής πεποίθησης περί ειρηνοποιού και σταθεροποιητικού ρόλου της εξάπλωσης των δημοκρατικών δυνάμεων στον κόσμο. Στο σημείο αυτό, θα ήταν μέγιστη παράληψη η αποσιώπηση της αλήθειας, δηλαδή ότι οι εμφορούμενοι από τέτοιου είδους ευχολογικές τοποθετήσεις αγνοούν επιδεικτικά την εμπειρικοϊστορικώς αποδεδειγμένη και νομοτελειακή κυριαρχία της από τα θουκυδίδεια νάματα και διδαχές απαρασάλευτης αρχής του αγώνα για απόκτηση ισχύος, της αδιάψευστης ταύτης πραγματικότητας των οφειλόμενων στην βίαιη και συμφεροντολογική φύση του ανθρώπινου όντος συνεχών συγκρούσεων μεταξύ των εθνοκρατών και, επακολούθως, της εκπορευόμενης από την Realpolitik συλλογιστικής σκέψης μηδενικής ηθικής στο δύσβατο πεδίο των διεθνών σχέσεων.

Προφανώς, ο σημειωθείς στον δημόσιο διάλογο μεθοδικός αποπροσανατολισμός από την συναγόμενη εκ της αρχικής πραγματοκρατικής παραδοχής δέουσα κριτική σκοπιά υποδηλώνει πρωτίστως μία αδιανόητη άγνοια για την πλανητική πραγματικότητα και την αξεπέραστη κρατοκεντρική υπόσταση του διεθνούς συστήματος βάσει των απαρασάλευτων ιστορικών συνθηκών. Ειδικότερα, η εναντιωματική και ιδιοτελής φύση των σχέσεων μεταξύ των κρατικών δρώντων ουδέποτε θα επέτρεπε την εξάλειψη του φαινομένου του πολέμου ως της ακροτελεύτιας και βασικότερης όλων επιλογής και τρόπου ανακατανομής ισχύος μεταξύ των.

Ακριβέστερα, η εντός κανονιστικών πλαισίων διεθνολογική ανάγνωση προδίδει ένα εγγενές έλλειμα ρεαλιστικής πολιτικής σκέψης περί τα διεθνή πεπραγμένα και μελλούμενα αυτά καθ’ αυτά, δεδομένου του γεγονότος ότι τοιουτοτρόπως αποσιωπάται αυθαίρετα η θεμελιώδης και πασίδηλη αρχή του άναρχου διεθνούς συστήματος και, ιδίως, ο μακιαβελικής φύσεως πολεμοχαρής, αμοραλιστικός αλλά και – σε τελική ανάλυση – πέρα για πέρα πρωτόγονος χαρακτήρας του. Αξιοσημείωτος, βέβαια, λόγος περί αυτού έχει γίνει διά παντί δυνητικώ τρόπω από πληθώρα διανοητών της θεωρίας και πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων, με κοινώς αποδεκτό σημείο αναφοράς τα σημαντικά πονήματα των πατέρων του ρεύματος του Πολιτικού Ρεαλισμού H. Morgenthau, M. Wight και J. Mearsheimer ο οποίος τελευταία λοιδορήθηκε μέχρις εσχάτων από πλήθος κέντρων παραγωγής σκέψης στη βάση προτιμήσεων και υποκειμενικών στοχεύσεων ένεκα της – ορμώμενης από τις ρίζες της ανόθευτης και αποϊδεολογικοποιημένης ρεαλιστικής διεθνολογικής ανάγνωσης – θέσης του για την έκρηξη και τα αίτια της ρωσοουκρανικής διένεξης και, τέλος, για τη στάση των πρωταγωνιστριών δυνάμεων του δυτικού κόσμου σχετικώς. 

Εν μέσω του αδηφάγου αυτού πλανητικού περιβάλλοντος ανταγωνισμού, η ανάδειξη του μεγέθους της ισχύος ως του σημαντικότερου αγαθού μεταξύ των κρατών εντός της διεθνούς «υπεραγοράς» κρίνεται πέρα για πέρα αναπόφευκτη – αν όχι αναμφισβήτητη – ένεκα τόσο της ανάγκης των κρατών για ικανοποίηση του εσχατολογικού υπαρξιακού συμφέροντός τους όσο και της αιτιακής συνάρτησης μεταξύ της ισχύος ως βαρυσήμαντου αγαθού και της επαρκούς πλήρωσης των προϋποθέσεων για επιβίωση και ελεύθερο βίο. Ακόμη και από τη σκοπιά μιας καθαρά ιστορικής αντίληψης, άρα και δυναμικής παρατήρησης του απαράλλαχτου παρελθόντος μέχρι τις σύγχρονες εξελίξεις, καθίσταται σαφής η συνεχής αυτή επιδίωξη εκάστου κράτους για απόκτηση μεγαλύτερου μεριδίου ισχύος κάθε μορφής.

Σε επίπεδο διεθνούς πολιτικής οικονομίας, επί παραδείγματι, η άρρηκτη σύνδεση της οικονομικής ισχύος με πρωταρχικές έννοιες όπως η εθνική κυριαρχία, η ασφάλεια και η κρατική ανεξαρτησία αποτελεί τρανή απόδειξη της παραπάνω οπτικής και της ρεαλιστικής θέασης εν γένει σε κάθε χρονικοϊστορική έκφανση του παγκοσμίου συστήματος, από τη στιγμή που η επιδίωξη ισχύος στο οικονομικό πεδίο έρχεται να ικανοποιήσει από κοινού με την στρατιωτική και την πολιτική – άμα και την πολιτισμική – ισχύ τις θεμελιώδεις ανάγκες του κράτους ως κύριου δρώντα του βίαιου και άναρχου διεθνούς συστήματος. Τούτο, εντούτοις, καταδεικνύει με τον πλέον υποδειγματικό τρόπο και την εγγενή αδυναμία αυθυπαρξίας της οικονομίας ως μοναδικού παράγοντα διαμόρφωσης του πλανητικού status quo. Για την ακρίβεια, οι κατά καιρούς πειραματικές προσπάθειες συγκρότησης ενός επαναστατικής εμπνεύσεως διεθνιστικού ιδεοτυπικού και φαντασιακού χώρου αλληλεξάρτησης βάσει μιας παγκόσμιας και αδιαίρετης οικονομικής κοινωνίας – ακόμη και αν ήλθαν με τη σειρά τους να αναδείξουν ήδη από τον 19ο αιώνα μέχρι και τους ταραχώδεις καιρούς του 21ου αιώνα τον οικονομικό παράγοντα σε βασικό συστατικό αυτής της θεωρητικής πρόσληψης υπό τη μορφή της ανεμπόδιστης από την κρατική παρεμβατικότητα και εμπράκτως ελεύθερης διεθνούς και παγκοσμιοποιημένης οικονομίας – στην ουσία απέτυχαν μη κατορθώνοντας να προσπεράσουν το στάδιο της θεωρητικής εξιδανίκευσης και, εν ολίγοις, την ανεφικτότητα της ουτοπικής πρόσληψης και εννοήσης της οικονομικής σφαίρας ως κυρίαρχης έναντι της πολιτικής/στρατιωτικής πρακτικής.

Με άλλα λόγια, ο εναρμονισμένος κόσμος της παγκοσμιοποίησης αδυνατεί να υπάρξει στην πλήρη του πραγμάτωση εξαιτίας της εγγενούς αδυναμίας του να θέσει υπό τον απόλυτο έλεγχό του την εμποτισμένη με την αέναη σύγκρουση των πάσης φύσεως συμφερόντων διακρατική εναντιότητα και τους ανυπέρβλητους κραδασμούς που αυτή προκαλεί στο σαθρό διεθνιστικό αφήγημα. Η κυριαρχία του εθνοκρατικού παράγοντα και οι επί των ημερών μας περιπτώσεις συγκρότησης πολυσυλλεκτικών αντισυσπειρώσεων ευκαιριακής φύσεως από κράτη και τρίτους υπερσυστημικούς παράγοντες με κύρια βάση την ταύτιση στρατηγικής και οικονομικών, αμυντικών και εν τέλει βαθύτατα πολιτικοϊδεολογικών σκοπών – απέναντι στην ισχνή επιρροή των διεθνοδικαϊκών κελευσμάτων των εν τοις πράγμασι αδύναμων διεθνών θεσμών και λοιπών υπερκρατικών οργανισμών – συναπαρτίζουν ένα ιδιαίτερο δυναμιτιστικό κοκτέιλ προώθησης μίας τάσης γενικευμένης «αποπαγκοσμιοποίησης», πολυπολικής ανισορροπίας και εκ νέου ανάδειξης της ωφελιμιστικής έννοιας του κρατικού συμφέροντος στο επίκεντρο της ρεαλιστικής διεθνολογικής συζήτησης.  

Όλα τα παραπάνω αποτελούν μια ενιαία και αδιάσπαστη σειρά από σαφείς και απαράκαμπτες πραγματικότητες με τις οποίες οφείλει να εμφορείται όχι μόνο έκαστος διπλωμάτης αλλά και ο κάθε εν δυνάμει ερευνητής των διεθνών σχέσεων που υποστηρίζει πως συλλογιέται βάσει των ρεαλιστικών διδαχών και σέβεται σε τελική ανάλυση την επιστημονική του ιδιότητα και αποστολή. Ιστορικώς, υπήρξαν αρκετές προσωπικότητες σε διεθνές επίπεδο που – αν και αμφιλεγόμενες στην κοινή γνώμη – τίμησαν με το έργο τους την ιδιότητα βάσει της οποίας δραστηριοποιούνταν δίχως να κλονιστεί η πίστη τους στις θεμέλιες έννοιες του Πολιτικού Ρεαλισμού, ήτοι εκείνες της προάσπισης του εθνικού συμφέροντος και της διασφάλισης της κρατικής κυριαρχίας.

Όπως, λοιπόν, έχει σημειωθεί στη σχετική αρθρογραφία των Νew Υork Τimes με τρόπο αρκετά εύστοχο, ο κατά γενική ομολογία εμπνευστής και χαράκτης των θεμελιακών παραδοχών της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής H. Kissinger διαδραμάτισε μέσω της διορατικότητάς του καταλυτικό ρόλο στη διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων, εντός του ευρύτερου ψυχροπολεμικού περιβάλλοντος, καθορίζοντας παράλληλα ένα ευνοϊκό πλαίσιο για την πλήρωση των προϋποθέσεων μιας εν δυνάμει αμερικανικής ηγεμονίας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και την κατάρρευση του κόσμου του υπαρκτού σοσιαλισμού και του εκπορευόμενου αυτού ιδεοχώρου ως αντιπάλου δέοντος.

Ας μην λησμονείται, άλλωστε, πως – βάσει της αρχικής παραδοχής του παρόντος κειμένου – ο εκλιπών πολιτικός ανήρ κλήθηκε να δράσει και να πράξει, σύμφωνα με την αρμοδιότητα που του είχε ανατεθεί, σε μία περίοδο εντόνων αναταραχών και συγκλονιστικών γεωπολιτικών ανακατατάξεων. Πράγματι, ο H. Kissinger λειτούργησε υπό την διακριτή ιδιότητα του αρχιτέκτονα της διπλωματίας των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, δηλαδή του εκπροσώπου της εθνικής υψηλής στρατηγικής των παγίων αμερικανικών συμφερόντων και όχι ως «οικουμενικός» εκπρόσωπος πανανθρώπινων αξιών, πολλώ δε μάλλον ως πρεσβευτής μιας ιδεαλιστικής αρχής περί της επικράτησης ενός ηθικού δογματισμού στην διαδικασία άσκησης εξωτερικής πολιτικής και, εν τέλει, ως πρωθιέρειος μιας ορισμένης πασιφιστικής πολιτικής θεολογίας.

Στο σημείο αυτό, βέβαια, κρίνεται απαραίτητο να υπογραμμισθεί εντόνως και προς εξασφάλιση της αντικειμενικότητας ότι οι διαχρονικές πασίδηλες επιπτώσεις των συμφερόντων του κριτικώς αναφερόμενου ως αμερικανικού μετααποικιακού ιμπεριαλισμού και οι πολλαπλασιαστικώς δυσμενείς συνέπειες των ηγεμονικών σχεδιασμών των αμερικανικών κέντρων παραγωγής άμα και λήψης αποφάσεων σε πλήθος λαών και κρατών ανά την υφήλιο – ιδίως στις μουσουλμανικές χώρες της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής και στα κράτη του φαντασιακού κατασκευάσματος του επονομαζόμενου Τρίτου Κόσμου – αποτελούν αναντίρρητα σοβαρό αντικείμενο εξέτασης και πεδίο ανάπτυξης κριτικής σε μία, όμως, ξέχωρη και εντελώς διαφορετική προς τον σκοπό του παρόντος κειμένου και το αντικείμενο της γεωπολιτικής και των διεθνών σχέσεων συζήτηση μάλλον πολιτικού, νομικού, ανθρωπολογικού ή και κοινωνιολογικού χαρακτήρα.

Αντίθετα προς αυτό, η διάκριση της ατόφιας πραγματικότητας επιτυγχάνεται με την κατά τρόπο υποδειγματικό παραμονή στην πιστή διατήρηση μίας ρεαλιστικής θέασης των πραγμάτων, ασφαλώς αποστασιοποιημένης από κάθε συναισθηματική φόρτιση και αποπροσανατολιστική προσωπική και ιδεολογικοκεντρική αξιολόγηση των διεθνών φαινομένων. 

Η πλήρως αντισυμβατική έως και αντιβαίνουσα προς το δημοσίως επικρατούν κανονιστικό πλαίσιο της κυριαρχούσας χωλαίνουσας ορθότητας συλλογιστική πορεία του παραπάνω προβληματισμού δεν θα έπρεπε επ’ ουδενί να προξενεί εντύπωση ή αποστροφή παρά μόνο στους διακατεχόμενους από μία ψευδεπίγραφη και καταγγελτική ευαισθητοποίηση, δίχως την ουσιαστική ύπαρξη εσωτερικής ανάγκης και έμπρακτης θέλησης για ρεαλιστική επίλυση των κακώς κειμένων του διεθνούς συστήματος.

Ακόμη περισσότερο, η ρεαλιστική ανάγνωση των διεθνών γεγονότων δεν θα έπρεπε να ξενίζει παρά μόνο στους επαγγελματίες και ειδικευόμενους επί του κεκαλυμμένου πατροναρίσματος της ανθρώπινης ανησυχίας και τους ζηλωτές του άκρατου διεθνοπολιτικού ηθικισμού. Και αυτό διότι η φαινομενική επίκληση μιας πασιφιστικής πανανθρώπινης κοινωνίας, σε συνδυασμό με την μυωπική ανάγνωση των στοιχείων του διεθνούς γίγνεσθαι υπό το θολό πρίσμα ιδεολογικών και δογματικών αντιλήψεων εν πολλοίς ανεδαφικών συγκριτικά με την αέναη πλανητική πραγματικότητα, αποτελεί στην ουσία κενό γράμμα και επενεργεί παρεμποδιστικά αρχικά προς την καλλιέργεια ενός γόνιμου προβληματισμού για την σε βάθος αντιμετώπιση των πασίδηλων παθογενειών στις διακρατικές σχέσεις και εν συνεχεία προς την εύρεση βιώσιμων και ολοκληρωμένων λύσεων.

Παράλληλα, ο φανατίζων χαρακτήρας της ιδεαλιστικής ψευδαίσθησης της πίστης στην δυνατότητα εγκαθίδρυσης της αιώνιας ειρήνης δεν επιτρέπει σε καμία περίπτωση την ρεαλιστική κατανόηση του «όντος» και τον διαχωρισμό αυτού από τις διαστρεβλωτικές γενικολογίες ενός εξιδανικευμένου «δέοντος». Τούτο δύναται να επιτευχθεί μόνο μέσω της κεκαθαρμένης από την πλάνη της διεθνοπολιτικής ορθότητας ρεαλιστικής μελέτης των δεδομένων της απτής πραγματικότητας και τον οριστικό εξοστρακισμό της δεισιδαιμονικής απόταξης του πολέμου, διά της εμπέδωσης της ύπαρξης αυτού αρχικά ως της μεγαλύτερης διαμορφωτικής δύναμης στην μακραίωνη παγκόσμια ιστορία και, εν τέλει, ως της φυσικής απόληξης του περιπεπλεγμένου πολιτικού φαινομένου υπό τη μορφή άλλων μέσων, επιβεβλημένων από τις εκάστοτε περιπτωσιολογικές συνθήκες.

Παρά, βέβαια, την όποια αξιόλογη επιχειρηματολογία υπέρ του πολιτικού ρεαλισμού στους κύκλους του πανεπιστημιακού και ευρύτερα ακαδημαϊκού χώρου, ορισμένες φωνές επιμένουν πεισματικά στην θεολογικώς τω τρόπω υποστήριξη της κανονιστικής θεώρησης, ενώ άλλοι δείχνουν πως ευχαρίστως θα έφταναν στο σημείο να εύχονται, εν μέσω ρομαντικοποίησης του ανέφικτου, για την έλευση ενός διεθνούς συστήματος απαλλαγμένου από «παρωχημένες ή διχαστικές ταυτοτικές έννοιες» και εμφορούμενου από καινά ηθικοπλαστικά στοιχεία συμπερίληψης και ενσωμάτωσης (;), με σκοπό την υλοποίηση της πολυπόθητης αρμονικής συνύπαρξης των ανθρώπινων κοινωνιών. Ωστόσο, η στυγνή πραγματικότητα αποδεικνύει συνεχώς μέσα από πληθώρα παραδειγμάτων ακριβώς το αντίθετο και, μάλιστα, με αποστομωτική αδιαλλαξία.

Πιθανότατα, η εξημέρωση του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος, όπως αρκετοί την ευαγγελίζονται, να μην συμβεί ποτέ ή, έστω, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι βρισκόμαστε ακόμη πολύ μακριά από αυτό το ιδανικό. Κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται, τουλάχιστον, να γίνει στο προσεχές μέλλον που καθορίζει νομοτελειακά το προσδόκιμο της ανθρώπινης ζωής, καθιστώντας την πρόταση αυτή αβάσιμη και μη ρεαλιστική. Και δίχως την ύπαρξη ίχνους αμφιβολίας, οι επιμένοντες σε αυτή τη αντιδιανοητική φαντασιακή θέση ματαιοπονούν ανεπανόρθωτα ή, ακόμη χειρότερα, επιχειρούν μικροπρεπώς το ακατόρθωτο όχι μόνο υπέρ μιας έωλης δημοφιλούς «κοσμοθεωρίας» αλλά και αναπόφευκτα εις βάρος της ίδιας της αλήθειας.

Open Image Modal
.
.

Τούτη η απαρασάλευτη πραγματικότητα επιβεβαιώνεται μέσα από το γεγονός της κοπιώδους αλλά προνοητικής και ωφέλιμης σχεδίασης γεωπολιτικών σεναρίων από τα ιθύνοντα επιτελεία, όχι μόνο για την αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων και δυνητικών ευκαιριών αλλά και για την κατοχύρωση της ασφάλειας εντός των αλλεπάλληλων πλανητικών συγκρούσεων πολιτικοοικονομικής και στρατιωτικής υφής. Είναι προφανές πως κανένας δεν θα αγωνιούσε να προετοιμαστεί για το μέλλον εάν δεν διακατεχόταν από το αίσθημα του φόβου για αυτό και τα όσα επιφυλάσσει.

Αναπόσπαστο παράδειγμα των όσων έχουν λεχθεί μέχρι στιγμής, το οποίο αντλείται από την πληθώρα των συνταρακτικών εξελίξεων της τρέχουσας επικαιρότητας, αποτελεί το σύνολο των απορρεουσών δυνητικών εξελίξεων στο πεδίο της βραδυφλεγούς ιρανοϊσραηλινής σύρραξης και, ιδίως, η εξαιρετικά πιθανή αντίδραση του Ιράν με τη μορφή της φραγής των εμπορικών διόδων στη γεωγραφική περιοχή των Στενών του Ορμούζ (Strait of Hormuz). Ειδικότερα, στην δυσοίωνη για την πλανητική σταθερότητα και για το – με όρους διεθνούς πολιτικής οικονομίας – παγκόσμιο διαμετακομιστικό και ενεργειακό εμπόριο περίπτωση κρίσης στην υψίστης γεωπολιτικής και γεωοικονομικής σημασίας περιοχής, το ενδεχόμενο μίας υπερσυστημικής αναταραχής με επίκεντρο αυτής την εκτόξευση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων φαντάζει ζοφερή αλυσιδωτή αντίδραση. Με αφορμή το παραπάνω γεωπολιτικό σενάριο, θεωρείται χρήσιμη επί του παρόντος η παράθεση δύο ευσύνοπτων σχολίων επί της συγκαιρινής εγχώριας και διεθνούς κατάστασης:

 

  • Σε πρώτο στάδιο, το σενάριο που δείχνει την ιρανική ηγεσία να υλοποιεί την έως τώρα απειλή της για το προσωρινό ή επ’ αόριστον «κλείσιμο» των θαλασσίων εμπορικών διόδων των Στενών του Ορμούζ, περιοχή η οποία ορίζεται ως το σημαντικότερο chock point ενεργειακών ροών, αποτελεί πραγματικό εφιάλτη για την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ιδίως, για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μεμονωμένα εν μέσω προεκλογικής περιόδου καθώς πολλές εξ αυτών επιθυμούν και επιδιώκουν συνάμα μέσα από τη διαδικασία των επερχόμενων ευρωεκλογών του Ιουνίου είτε την επιβεβαίωση της κυριαρχίας τους στο εσωτερικό πολιτικό προσκήνιο των χωρών τους είτε την πολιτική «επιβίωση» της εξουσίας τους διά της λαϊκής νομιμοποίησης. 

  • Σε δεύτερο χρόνο, μια εμπορική και ενεργειακή κρίση τέτοιου επιπέδου και με αμφίβολη την χρονική της διάρκεια ενδέχεται να έχει εξίσου σημαντικές επιπτώσεις στην εξέλιξη της αμερικανικής κατανάλωσης και καθημερινότητας, με το άγρυπνο βλέμμα των περισσότερων αναλυτών να βρίσκεται πλέον στις ερχόμενες αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου, από τις οποίες πρόκειται να εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό (αν όχι καθοριστικά) η εξελικτική πορεία και η κατάληξη διαφόρων κρίσιμων καταστάσεων του πλανητικού γίγνεσθαι. Σημαντικότερες, μάλιστα, εξ αυτών κρίνονται η ρωσοουκρανική κρίση, το τρέχων μεσανατολικό ζήτημα και ο σινοαμερικανικός οικονομικοπολιτικός ανταγωνισμός. 

 

Καθώς φαίνεται, πάντως, και στις δύο περιπτωσιολογικές αναφορές σε δύο γεγονότα-ορόσημα του επικείμενου μέλλοντος, το μεγάλο παιχνίδι εντοπίζεται με καθ’ όλα προφανή τρόπο στην προσπάθεια άσκησης ελέγχου προ της εκλογικής διαδικασίας τόσο επί των χαλαρών ψηφοφόρων με οικονομικά κίνητρα όσο και έναντι της επικίνδυνης έξαρσης της αντιδραστικής ή τιμωρητικής ψήφου εις βάρος των παρουσών ηγεσιών, δεδομένης αφενός της συντριπτικής ανόδου των ποσοστών των ευρωσκεπτικιστικών πολιτικοϊδεολογικών ρευμάτων στην πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών και αφετέρου της ιδιαίτερης ενίσχυσης της εκλογικής δυναμικής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος του προβλέψιμα απρόβλεπτου στις επιλογές του Ντόναλντ Τράμπ.

Η παραπάνω διαπίστωση γίνεται υπό τη σκιώδη αποδοχή της θλιβερής αλλά απαράκαμπτης πραγματικότητας που διαμορφώνει η αυξανόμενη αποχή μεγάλης μερίδας πολιτών ανά τον κόσμο από τα των εκλογικών διαδικασιών και η αποξένωση του απλού ανθρώπου από τις πολιτικές εξελίξεις, γεγονός που εν πολλοίς οφείλεται στην ευρεία πολιτική απαιδευσία των μαζών των σύγχρονων αποπολιτικοποιημένων κοινωνιών και την παντελή απουσία πολιτικής κουλτούρας. Αυτό το φαινόμενο, ωστόσο, δεν πρόκειται να εξετασθεί στο παρόν κείμενο λόγω της πολυπλοκότητας, της βαθύτητας και της αυτοτέλειας της καταγραφής και ανάλυσής του ως μεμονωμένου κοινωνικοπολιτικού και ιδεολογικού ζητήματος μείζονος σημασίας. 

Ειρήσθω εν παρόδω, δεν θα πρέπει να περάσει κάτω από τα ραντάρ των αναλυτών των επερχόμενων αμερικανικών εκλογών το πρωτοφανές, ισχυρό σε διάρκεια και με τάσεις εξάπλωσης εκρηκτικό κλίμα αναταραχής σε πρωτοκλασάτα αμερικανικά πανεπιστημιακά ιδρύματα με αφορμή το φλέγον παλαιστινιακό ζήτημα.

Ειδικότερα, η ουσιαστική αδυναμία άσκησης κρατικού ελέγχου επί των μαζικών και συνοδευόμενων από σοβαρά επεισόδια ακτιβιστικών διαδηλώσεων των φοιτητών και μεγάλης μερίδας της αμερικανικής κοινωνίας κατά του Πολέμου στη Γάζα και της σχετικής αμερικανικής εμπλοκής – ταυτόχρονα με τις φίλα προσκείμενες στο Τελ Αβίβ ανοιχτές δημόσιες παρεμβάσεις του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που δείχνει να εκμεταλλεύεται την πολιτική διάσταση της προβληματικής διαχείρισης του ενδογενούς διλήμματος στους κύκλους της κυβέρνησης των Δημοκρατικών για τον σεβασμό είτε της ελευθερίας της δημόσιας έκφρασης και του ακαδημαϊκού βίου είτε των «συμμαχικών υποχρεώσεων» και συμφερόντων – φαίνεται πως διαμορφώνει μια τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα οξείας προεκλογικής πόλωσης στο σύνολο της αμερικανικού κοινωνικού γίγνεσθαι.

Open Image Modal
via Associated Press

Βάσει των ως άνω εκπεφρασμένων μετά τεκμηρίωσης απόψεων, η προσπάθεια αποφυγής της ανάφλεξης στο μεσανατολικό γεωσύμπλοκο περιλαμβάνει την ποικιλότροπη ένταξη της ενεργού πρόθεσης για απόπειρα εξομάλυνσης των τεταμένων διμερών σχέσεων Ισραήλ-Ιράν στην ημερήσια διάταξη του συνόλου της διεθνούς κοινότητας, όπως αυτή δύναται να εννοηθεί. Ωστόσο, μια τέτοια βλέψη σε μέσο χρονικό ορίζοντα θα απαιτούσε πρωτίστως, μεταξύ άλλων εξίσου σύνθετων και πολυπαραγοντικών στοιχείων, την πρόθεση για επίτευξη μίας μορφής συνθηκολόγησης σε πρώιμο στάδιο ή σύγκλισης μεταξύ των ισραηλινών δυνάμεων και της – ελεγχόμενης από τα κέντρα άσκησης επιρροής του τόξου της σιιτικής Τεχεράνης και άσπονδης συμμάχου αυτής– ισλαμιστικής ηγεσίας της εξτρεμιστικών και φονταμενταλιστικών καταβολών σουνιτικής Χαμάς, αν όχι την οριστική κατάπαυση των εχθροπραξιών και την έναρξη διαλόγου για την οριστική επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος.

Η ως άνω προϋπόθεση δείχνει προς το παρόν να απέχει παρασάγγας από τα πραγματικά δεδομένα και την ρεαλιστική ανάγνωση του διεθνούς γίγνεσθαι, πολλώ δε μάλλον από τις ριψοκίνδυνες για την περιφερειακή και πλανητική σταθερότητα μεθοδικές στοχεύσεις περί «τελικής λύσεως» του παλαιστινιακού με τις οποίες φαίνεται να εμφορείται η συντριπτική πλειονότητα της κυβέρνησης και του βαθέως κράτους του Ισραήλ, μη κατανοώντας τις δυσμενείς επιπτώσεις του αναβρασμού που έχει προκληθεί στους κόλπους της διεθνούς κοινότητας επί των ισραηλινών σχέσεων με πάλαι ποτέ σύμμαχα κράτη, από τις εικόνες ανθρωπιστικής κρίσης που έρχονται στο φως της δημοσιότητας από το άμεσο πεδίο συγκρούσεων.

 

Open Image Modal
.
(πηγή: UnitedStatesInstituteofPeace)

Τη δεδομένη χρονικοϊστορική στιγμή, δύναται να ειπωθεί μεταφορικώς και με σκοπό να διατυπωθεί η σημασία των εξελίξεων στον μέγιστο και απόλυτο βαθμό πως τα πανθομολογουμένως ζωτικής σημασίας για τον ομαλό βίο των διεθνών ενεργειακών αγορών Στενά του Ορμούζ εξελίσσονται αναντίρρητα στο πιο ισχυρό «πυρηνικό όπλο» εντός της ιρανικής φαρέτρας, η ενεργοποίηση του οποίου θα οδηγήσει εκ των πραγμάτων στην αμεσοποίηση της εμπλοκής των πληττόμενων υπερσυστημικών δρώντων, κυρίως των ΗΠΑ ως ηγέτιδας δύναμης του δυτικού πολιτικού και οικονομικού κόσμου, και εν συνεχεία στην επακόλουθη περεταίρω κλιμάκωση με ανυπολόγιστες συνέπειες.

Το σίγουρο είναι ότι, από τη στιγμή που η ηγεσία του Ιράν επέλεξε να εμπλακεί τόσο ανοιχτά και απροκάλυπτα στο πολεμικό μέτωπο του παλαιστινιακού ζητήματος και εν γένει στη χρόνια αραβοϊσραηλινή συγκρουσιακή κατάσταση, μένει πλέον να επιβεβαιωθεί ή και να διαψευσθεί το εάν τελικά οι Φρουροί της Επανάστασης θα προβούν αποφασιστικά στην εκμετάλλευση αυτού του συγκριτικού πλεονεκτήματος, ήτοι στην εργαλειοποίηση του στενού αυτού υδάτινου διαύλου, για την πρόκληση ενός πολυσήμαντου παγκόσμιου ενεργειακού σοκ με πολλούς δέκτες.

Υπό το πρίσμα μιας πρώτης ανάγνωσης, η πραγματοποίηση μιας τέτοιου είδους ενέργειας θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως καθαρή κίνηση επίδειξης ισχύος (posturing) εκ μέρους της ιρανικής ιθύνουσας πολιτικής ελίτ σε παγκόσμια κλίμακα εν καιρώ μίας εύθραυστης καθεστηκυίας τάξης και με ευδιάκριτο συμβολισμό, έχοντας τούτο άμεσο αποδέκτη τον δυτικό κόσμο που θα κληθεί μοιραία να απαντήσει. Μολαταύτα, τα καίρια ερωτήματα τα οποία πρέπει να διατυπωθούν ευκρινώς εν τοιαύτη περιπτώσει δεν θα μπορούσαν να είναι άλλα πέρα από το εάν πράγματι το Ιράν είναι έτοιμο να δεχθεί την πολεμική απάντηση της Δύσεως, η οποία θα υποχρεωθεί να παλέψει για την αποκατάσταση του θιγμένου γοήτρου της, το εάν η ιρανική ηγεσία έχει πράγματι εμπεδώσει την έκδηλη αποφασιστικότητα του ιθύνοντος πολιτικοστρατιωτικού επιτελείου του Τελ Αβίβ για χρήση κάθε μέσου προς την υπεράσπιση των ισραηλινών ζωτικών συμφερόντων, το εάν και το πώς θα αντιδράσουν οι υπόλοιποι υπερσυστημικοί δρώντες επ’ αφορμή μίας πιθανής γενικευμένης κλιμάκωσης καθώς και, τέλος, το εάν η ανθρωπότητα σύσσωμη θα μπορούσε να αντέξει έναν ακόμη πόλεμο καθ’ όλα ολοκληρωτικού χαρακτήρα μαζί με την πλανητική επικινδυνότητα και το ρίσκο που εκείνος επιφυλάσσει.  

Η παράθεση του ως άνω παραδείγματος στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου δεν αποσκοπεί μόνο στην κατάδειξη της αδήριτης ανάγκης επανεξέτασης και εξορθολογισμού του τρόπου ερμηνείας και κατανόησης των σκληρών όρων διεξαγωγής του παγκόσμιου παιγνίου ανακατανομής ισχύος. Απεναντίας, προσβλέπει και στην σημείωση της μεγάλης σημασίας τόσο του διαδραματιζόμενου ρόλου των παγκόσμιων εμπορικών ροών στις διακρατικές σχέσεις όσο και της συγκρότησης ρεαλιστικών εναλλακτικών λύσεων διά της διαδικασίας επαναξιολόγησης και αντιμετώπισης των αγορών όχι ως τέλειων μηχανιστικών κατασκευών αλλά, τουναντίον, ως ρευστών γεωπολιτικών κέντρων μείζονος σημασίας που αποζητούν την συμπερίληψη και συνεξέταση των διεθνών εξελίξεων για την ορθή και πλήρη κατανόηση της παγκόσμιας οικονομικής και πολιτικής αντιπαλότητας.

Όπως έχει διατυπωθεί, άλλωστε, από σημαίνουσες προσωπικότητες του διεθνούς ακαδημαϊκού χώρου, όπως επί παραδείγματι από τον Αμερικανό συγγραφέα έργων στρατιωτικής ιστορίας Edward Luttwak, η γεωοικονομία υφίσταται ως μία νέα έκφανση της αρχέγονης διαπάλης μεταξύ των κρατικών δρώντων στο υπερσύστημα διά της χρήσεως οικονομικών μέσων και «οπλικών» συστημάτων έναντι των παραδοσιακών προϊόντων της αμυντικής παραγωγής, μεταφέροντας το περιβάλλον διεξαγωγής του πολέμου από το κλασικό πεδίο μάχης στους διευρυμένους κόλπους της διεθνούς (υπερ)αγοράς.

Παρ’ όλα αυτά, η συνήθης αλλά ολότελα λανθασμένη αντίληψης της επικράτησης και κατίσχυσης της οικονομικοκεντρικής διαδικασίας ανακατανομής ισχύος στη σφαίρα του απέραντου εμπορικού παιγνίου του πλανητικού συστήματος, ως του νέου και μοναδικού τρόπου διεξαγωγής ενός σύγχρονου πολέμου, έναντι των στρατιωτικών μέσων και των παραδοσιακών πρακτικών άσκησης βίας, δύναται να αποφευχθεί μετά περισσίας ευκολίας από τη στιγμή που γίνει κατανοητή η διακριτή διαφορά της βαθύτατα στρατηγικής και, εν τέλει, πολιτικής ουσίας του όρου «γεωοικονομία» («geoeconomics») εν συγκρίσει με τον ουδετεροποιημένο, αποπολιτικοποιημένο και τρόπον τινά εντός εργαστηριακών συνθηκών όρο της συμβατικής «οικονομικής επιστήμης» («economics»).

Στην ρεαλιστική ανάγνωση των διεθνών σχέσεων, η οικονομική ισχύς – εννοούμενη ως το σύνολο των καίριων οικονομικών συντελεστών ενός κράτους – ενυπάρχει στην ολότητα της ύπαρξης της πολιτικής ισχύος και έρχεται να συνδράμει ως δομικό και αναφαίρετο στοιχείο στην επίτευξη της πιο σημαντικής εξ αυτών, ήτοι στην εδραίωση της στρατιωτικής ισχύος που κατέχει και την μεγαλύτερη βαρύτητα και τον «τελικό λόγο» για την επίτευξη των κύριων σκοπών. Χαρακτηριστική θέση σχετικά με τον άρρηκτο δεσμό της οικονομικής και της στρατιωτικής ισχύος υπήρξε εκείνη του Γάλλου πολιτικού και Υπουργού Οικονομικών (1665-1683) Jean-Baptiste Colbert, διαπρύσιου θιασώτη της μερκαντιλιστικής οικονομικής σκέψης, κατά την οποία «το εμπόριο είναι η πηγή των χρημάτων και τα χρήματα αποτελούν τα ζωτικά νεύρα του πολέμου».

Κλείνοντας, η βαθύτερη επιδίωξη μέσω αυτής της ανάλυσης είναι η επικοινωνία προς τον εκάστοτε αναγνώστη και ενδιαφερόμενο μελετητή των διεθνών πραγμάτων της ανάγκης μίας ρεαλιστικής, σφαιρικής και ολιστικής αντίληψης των εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα σε αυτό που εντέχνως αποκαλείται διεθνή σκακιέρα. Μέσα από αυτή την οπτική επιτυγχάνεται η εξασφάλιση των κατάλληλων εργαλείων κατανόησης του παρόντος και πρόβλεψης του μέλλοντος, με απώτερο σκοπό την προετοιμασία των κρατικών παραγόντων για τις επιπτώσεις του διεθνούς γεωπολιτικού ανταγωνισμού σε κάθε του διάσταση.

Όπως έχει διατυπωθεί ήδη ευκρινώς ο κρατικός μηχανισμός καλείται, εν μέσω ενός ρευστού περιβάλλοντος πλήρους αβεβαιότητας, να διαδραματίσει σημαίνον σταθεροποιητικό ρόλο, προβαίνοντας στην εφαρμογή προτάσεων πολιτικής για την πρόληψη των αναπάντεχων εξελίξεων σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.

Εν προκειμένω, η ρεαλιστική αυτή θέαση των όσων διαδραματίζονται στην άμεση γειτονιά μας, η οποία δεν είναι άλλη από την Ευρύτερη Μέση Ανατολή, είναι επί της ουσίας ο καταλυτικός παράγοντας που καταδεικνύει την αδιαπραγμάτευτη σημαντικότητα του κρατικού ρόλου στην αντιμετώπιση των άμεσων γεωπολιτικών κινδύνων από κοινού – σε τελική ανάλυση – με τον απαρασάλευτο εθνοκρατοκεντρικό χαρακτήρα του επιστημονικού πεδίου των διεθνών σχέσεων.

Όσον αφορά την ήδη επαρκώς εξετασθείσα περίπτωση των Στενών του Ορμούζ, αξίζει να σημειωθεί εκ νέου και εν είδει σημαντικής κατακλείδας πως η απειλή άσκησης εμπορικού και ενεργειακού εμπάργκο από πλευράς του Ιράν διά του αποκλεισμού της υδάτινης τούτης περιοχής παρουσιάζει την εμπειρικοϊστορικώς αποδεδειγμένη ταύτιση των γεωπολιτικών δεδομένων με εκείνων της γεωοικονομίας, στο πλαίσιο της πάλης διαμοιρασμού της ισχύος στην αμείλικτη διεθνοπολιτική σκηνή, υπό τη μορφή εδώ της προσπάθειας εξισορρόπησης του στρατιωτικού ή διπλωματικού μειονεκτήματος μέσω της εμπορικής και ενεργειακής βλάβης εις βάρος των αντίπαλων ζωτικών συμφερόντων.

Η αποστέρηση της δυνατότητας άσκησης της εμπορικής διαδικασίας επί των ενεργειακών προϊόντων λειτουργεί ως πρώτης τάξεως πολεμικό όπλο, εφόσον η αποκοπή από την εμπορική συνδιαλλαγή οδηγεί αναπόδραστα σε σοβαρό πολιτικοοικονομικό και αμυντικό πλήγμα απέναντι στους αντίπαλους κρατικούς δρώντες. Σύμφωνα, όμως, με τα προαναφερόμενα δυνητικά αποτελέσματα μιας ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης στην περιοχή, συνάγεται το συμπέρασμα πως η τελική απόφαση για την έγκριση ή απόρριψη της χρήσης αυτού του γεωοικονομικού όπλου θα πρέπει να αποτελέσει προϊόν μίας σύνθετης, πολυπαραγοντικής και πρωτίστως ρεαλιστικής συλλογιστικής πορείας και όχι απόρροια θυμικού αυθορμητισμού προς επίδειξη δυνάμεων.

Όπως έχει ήδη ποικιλοτρόπως αναφερθεί, ο πολιτικός ρεαλισμός είναι και κρίνεται δέον να είναι θεμέλιος λίθος στην συγκρότηση της αποφασιαρχικής διαδικασίας στο πλαίσιο των κρατικών δρώντων, κατέχοντας επαρκή γνώση του δύσβατου πεδίου των διεθνών σχέσεων, εν καιρώ πλανητικής τρικυμίας και ανυπολόγιστης συγκρουσιακής τροχιάς, μακριά από ατομικές προτιμήσεις και προσωπικά πάθη.