«Θυμάμαι αμυδρά ένα ταξίδι στην Τήνο με τη Νόνα και τη μάνα μου.
Θυμάμαι στιγμές από το βαπόρι, ίσως κοιμόμουν στην αγκαλιά της Νόνας – μαμάς ή της μάνας μου. Επίσης θυμάμαι ότι στο καράβι - μάλλον επειδή είχε πάρα πολύ κόσμο - είχαμε απλώσει κουβέρτες χακί χρώματος στο κατάστρωμα. Εικόνες από τον Ναό της Παναγίας, κάτι απειροελάχιστο μνήμης υπάρχει, από ένα ύψωμα πάνω από τη θάλασσα με ζωηρό μπλε, με ήλιο που δεν ήταν σκληρός. Ένα ψήγμα μνήμης είναι ότι εγώ και η γιαγιά μου είμαστε στο καράβι για τον γυρισμό και εγώ είχα αγωνία για τη μάνα μου που αργούσε».
Αυτή είναι μια από τις πιο μακρινές μνήμες του Τάσου Μαντζαβίνου όπως τη σώζει ο ίδιος στη μονογραφία του, ανάμεσα σε ανέκδοτα γραπτά και σημειώματα που του αφιέρωσαν φίλοι και τεχνοκρίτες (με τίτλο «Η δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται», 2010). Ο ζωγράφος δεν επέλεξε τυχαία να τη συμπεριλάβει. Όποιος είναι εξοικειωμένος με το μαντζαβινικό έργο, γνωρίζει ότι είναι σπαρμένο από μνήμες, προσωπικές ή συλλογικές. Στη ζωγραφική του πρωταγωνιστεί η μνήμη, άλλοτε ως ιστορικό γεγονός ή κληροδοτημένη παράδοση, άλλοτε ως μύθος. Τη φορά αυτή ο Μαντζαβίνος επέλεξε να φορέσει τα φτερά του μυθικού Ίκαρου και να αφηγηθεί την ιστορία του σε ένα τηνιακό σπίτι που απλώνει ρίζες στην Τέχνη.
Ο «Ασπάλαθος» είναι μια κατοικία στον Τριαντάρο, που έχει διακριθεί ως αρχιτεκτόνημα. Εκείνο, όμως, που τον ξεχωρίζει από άλλα οικήματα που σεβάστηκαν την παράδοση, προχωρώντας με ιδέες και υλικά τη μεσογειακή αρχιτεκτονική, είναι πως χτίζεται και με το έργο των σύγχρονων Ελλήνων εικαστικών.
Οι ιδιοκτήτες του, σε συνεργασία με επιφανείς γκαλερί, οργανώνουν τα τελευταία πέντε χρόνια εκθέσεις κι έχουν δημιουργήσει τις βάσεις για έναν πρωτότυπο εικαστικό θεσμό που δεν γνωρίζει σύνορα (αν δεν είναι πιο ισχυρό, το ξένο κοινό έχει αγκαλιάσει το σπίτι της σύγχρονης ελληνικής τέχνης). Από τον τηνιακό Αλέκο Κυραρίνη που έδωσε το βάπτισμα στον χώρο και τον Βασίλη Πέρρο που φιλοξενήθηκε πέρυσι, την σκυτάλη για το φετινό καλοκαίρι πήρε ο Μαντζαβίνος, ο οποίος ετοίμασε έργα ειδικά για την Τήνο.
Η θάλασσα είναι το πρωταρχικό στοιχείο που διατρέχει την τελευταία σειρά του ζωγράφου. Σε αντίθεση, όμως, με τις σκοτεινές κι ανταριασμένες θάλασσές του, ο Μαντζαβίνος επιλέγει τη φορά αυτή να πλεύσει σε ήρεμα νερά. Το Αιγαίο γράφεται με έντονα μπλε χρώματα ως ο καμβάς της συνείδησής του που αγκαλιάζει τη μυθική φιγούρα του Ίκαρου. Τον έφηβο άγγελο, όπως τιτλοφορεί την έκθεση, άλλοτε αποδίδει με τα φτερά στον αέρα, άλλοτε στη γη να κοιμάται και να προετοιμάζεται για το τελευταίο ταξίδι.
Οι παραστάσεις του Μαντζαβίνου δεν έχουν τίποτε κοινό με τις συνθέσεις των μεγάλων δασκάλων της δυτικής τέχνης που συνήθως περιγράφουν την πτώση και το τέλος του τραγικού ήρωα. Το σχηματοποιημένο βραχώδες τοπίο του Κόντογλου, ένας τσαρουχικός ιερέας, μια λάμπα που βγάζει το πρώτο φως της αυγής κι ο ύπνος ως σεραφείμ συνθέτουν το σκηνικό του ζωγράφου.
Εμφατικά γραμμένοι οι τίτλοι «ο ύπνος του Ίκαρου πριν την πτήση», «ύπνος στην ακτή» φανερώνουν τη λειτουργία του ύπνου ως πράξη τελεστική για την πτήση του Ίκαρου που παριστάνεται μόνος, ποτέ μαζί με τον πατέρα του, τον Δαίδαλο. Το πέταγμα είναι όπως η πρώτη ασυνείδητη κίνηση του χεριού στο τελάρο. Απαιτεί ερήμωση για να φτάσει στον προορισμό της. Μια προετοιμασία που απαιτεί άσκηση εσωστρέφειας, παρόμοια με τη ζωγραφική πράξη.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1958, ο Μαντζαβίνος πάντοτε αναφέρει την Κεφαλλονίτικη καταγωγή του και το γεγονός ότι η ζωή του σημαδεύτηκε από τον πρώιμο χαμό του καπετάνιου πατέρα του (μόλις σε ηλικία 2 χρόνων). Τα τάματα, ο ναός, η θάλασσα και τα καράβια της είναι εικόνες χαραγμένες ανεξίτηλα στο ασυνείδητό του που μεταφέρει πηγαία, όχι για να εντυπωσιάσουν το γούστο του θεατή, αλλά για να χαραχθούν στη συνείδησή του.
«Η ζωγραφική μου δεν πιάνει τον θεατή απ’ τα μούτρα. Δεν έρχεται να σ’ εντυπωσιάσει, σου φανερώνεται σιγά -σιγά. Δεν αρνούμαι ότι υπάρχουν εικόνες που μαγνητίζουν, όμως στέκονται στην επιφάνεια. Δεν δίνουν χώρο στον θεατή, δεν τον προβληματίζουν ούτε ενεργοποιούν την φαντασία του. Χαρίζονται στο πιάτο γι’ αυτό κι εύκολα ξεχνιούνται. Εγώ δεν είμαι καθόλου αυτό» μου λέει για το εγχείρημα του Ίκαρου.
Από πολύ νωρίς, από το ξεκίνημα σχεδόν της ζωγραφικής του, ανακάλυψε στον μύθο το πρώτο μέσο νοηματοδότησης του κόσμου και της ύπαρξης του ανθρώπου. Ο μύθος δεν μιλάει μόνο για τους θεούς∙ μιλώντας γι’ αυτούς, αφηγείται το πώς της κοινωνίας, τις δυνάμεις της φύσης, τις μεγάλες επίνοιες και, κυρίως, τις επιλογές του ανθρώπου, τους δρόμους που αποφασίσει. Και βέβαια στο μύθο δεν τον περόνιασε ποτέ η φρικτή μοναξιά. Ένιωθε πάντοτε δίπλα του τον ήρωα.
Τους ήρωές του – τον Νάρκισσο, τον Μελέαγρο, τον Διγενή, τον Καραγκιόζη -, ο Μαντζαβίνος τους αγαπά, ταυτίζεται προβολικά μαζί τους. Τι βλέπει στον Ίκαρο;
«Ένα πράγμα επικό όπου οφείλεις να ξεπεράσεις τον εαυτό σου». Ο ζωγράφος μας μαθαίνει ότι πρέπει να είμαστε καχύποπτοι απέναντι σε κάθε αισθητισμό και ότι η φόρμα, η μορφή, πρέπει να έχουν τις ρίζες τους σε πολύ έντονα προσωπικά βιώματα. Ξεπέρασε πολύ γρήγορα τον εξπρεσιονισμό και πέρασε στη διαμόρφωση της προσωπικής του γλώσσας. απορρίπτοντας όλες τις δυτικές αναψηλαφήσεις του εικαστικού, θέλοντας να ακούσει τους ήχους που στέλνουν τα έγκατα, πάρα πολύ πιο κάτω από τον ορθό λόγο. Αποκαλύπτει σ΄ ένα του έργο που βρίσκεται στη συλλογή Φέλιου: «Η ηδονή να αγγίζεις για λίγο την τρέλα, το κοίταγμα του τρελού. Να βουτάς για λίγο στο βράδυ του εγκεφάλου, αυτού που μόνο το σώμα του βρίσκεται στη γη».
Ο Έγελος θα γράψει το ελληνικό πνεύμα είναι εφηβικό κατόρθωμα. Αρχίζει με τον Αχιλλέα, τον ιδανικό νέο της ποίησης, και ολοκληρώνεται με τον Αλέξανδρο, τον ιδανικό νέο της πραγματικότητας. Στο πάνθεο των ηρώων ο Μαντζαβίνος γράφει τον Ίκαρο και τον απογειώνει στο Τριαντάρο της Τήνου.
Στα εγκαίνια της έκθεσης που πραγματοποιήθηκαν το Σάββατο 22 Ιουλίου, Έλληνες και ξένοι φιλότεχνοι «έδωσαν το παρών». Η διάρκειά της είναι έως 13 Αυγούστου. Την έκθεση με τίτλο «Ίκαρος, ο έφηβος άγγελος» οργανώνει η Γκαλερί Σκουφά και ο Γιάννης Καλλιγάς. Το γεγονός εντάσσεται στα πλαίσια του Φεστιβάλ Τήνου και πραγματοποιείται στην κατοικία A Touch of New/Vacation House ΑΣΠΑΛΑΘΟΣ στον Τριαντάρο της Τήνου.