Οκτώ χρόνια μετά την απελευθέρωσή της και την εκδίωξη των τζιχαντιστών από τα συριακά στρατεύματα, η επαρχία του Χαλεπίου στη βόρεια Συρία βρίσκεται ξανά υπό την απειλή των τρομοκρατών.
Εκμεταλλευόμενοι τη χρονική συγκυρία και το γεγονός ότι η Ρωσία και το Ιράν, σύμμαχοι του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, απασχολούν μεγάλο μέρος των δυνάμεων του στρατού τους ή φίλα προσκείμενων οργανώσεων στα πολεμικά μέτωπα της Ουκρανίας και του Λιβάνου αντιστοίχως, οι τζιχαντιστές της οργάνωσης Hayat Tahrir al-Sham (HTS) και άλλες τρομοκρατικές ομάδες που στηρίζονται από την Τουρκία ξεκίνησαν την προέλαση προς το Χαλέπι στις 27 Νοεμβρίου. Καταλαμβάνοντας εξαπίνης τις κυβερνητικές δυνάμεις, κατάφεραν μέσα σε τρεις περίπου ημέρες να ελέγχουν μεγάλο μέρος της επαρχίας δίχως να συναντήσουν ιδιαίτερη αντίσταση, καθώς ο συριακός στρατός εγκατέλειπε τις θέσεις του χωρίς μάχη. Σύμφωνα με εκπροσώπους του, η υποχώρηση έλαβε χώρα στα πλαίσια προετοιμασίας της αντεπίθεσης.
Αυτές οι εξελίξεις προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία σχετικά με την ασφάλεια και την τύχη των χιλιάδων χριστιανών κατοίκων του Χαλεπίου, όπου ο χριστιανισμός έχει αδιάλειπτη παρουσία 2.000 χρόνων. Στην επαρχία διαβιεί η πολυπληθέστερη χριστιανική κοινότητα της Συρίας. Μάλιστα, μεγάλο μέρος της έχει ιδιαίτερους θρησκευτικούς δεσμούς με την Ελλάδα, καθώς είναι μέλος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και υπάγεται στο πατριαρχείο Αντιοχείας. Οι υπόλοιποι είναι μέλη της Συριακής Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Μελχιτικής Ελληνοκαθολικής Εκκλησίας, ενώ υπάρχουν και κάποιοι προτεστάντες.
Ως απόρροια του συριακού εμφυλίου, ο αριθμός τους έχει μειωθεί σημαντικά, από τις 150.000 πριν το 2011, στις περίπου 30.000-50.000. Εξαιτίας των πολεμικών συγκρούσεων και της κατάληψης της επαρχίας από τους τζιχαντιστές, χιλιάδες χριστιανοί είχαν αναγκαστεί να φύγουν προκειμένου να σωθούν, κατευθυνόμενοι είτε σε περιοχές που βρίσκονταν υπό των έλεγχο του Άσαντ είτε προς το εξωτερικό. Μετά την απελευθέρωση του Χαλεπίου το 2016 από το συριακό στρατό, και την επακολουθήσασα σταθερότητα, πολλοί επέστρεψαν. Οι ζημιές στις οικίες και στις εκκλησίες σταδιακά αποκαταστάθηκαν. Οι χριστιανοί είχαν τη δυνατότητα να ζουν με ασφάλεια, να ασκούν ελεύθερα τη θρησκευτικά τους καθήκοντα, να γιορτάζουν δημόσια τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και άλλες θρησκευτικές εορτές.
Η επιστροφή των τζιχαντιστών προκαλεί φόβο, καθώς οι μνήμες από τις αγριότητές τους έναντι των θρησκευτικών μειονοτήτων είναι ακόμα νωπές. Οι δολοφονίες, οι απαγωγές, τα βασανιστήρια, η καταπάτηση της θρησκευτικής ελευθερίας, οι δια της βίας προσηλυτισμοί και οι εξαναγκαστικοί γάμοι, ακόμα και ανήλικων κοριτσιών, αποτελούσαν συνήθη φαινόμενα στις περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους.
Ως αποτέλεσμα, τις τελευταίες ώρες κάποιοι χριστιανοί εγκατέλειψαν τις οικίες τους, κατευθυνόμενοι σε γειτονικές περιοχές που ελέγχουν οι Κούρδοι, ενώ όσοι δεν έχουν φύγει, βρίσκονται υπό καθεστώς ανασφάλειας. Σύμφωνα με διακινούμενες πληροφορίες, τζιχαντιστές που εισέβαλαν σε ορισμένες συνοικίες κατέστρεψαν τους χριστουγεννιάτικους στολισμούς. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν ένα είδος ψυχολογικού πολέμου εναντίον των κατοίκων, με στόχο να κάμψει το ηθικό τους αλλά και να προϊδεάσει, πιθανότατα, για όσα θα επακολουθήσουν σε περίπτωση που οι τρομοκράτες εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην επαρχία. Άλλωστε, οι καταστροφές θρησκευτικών συμβόλων και εκκλησιών ήταν διαδεδομένες στις περιοχές της Συρίας και του Ιράκ που ήλεγχαν τα προηγούμενα χρόνια.
Οι τοπικοί δρώντες που προσπαθούν να προστατεύσουν τους χριστιανούς είναι η συριακή κυβέρνηση και οι Κούρδοι. Η κυβέρνηση επέβαλε προσωρινή απαγόρευση κυκλοφορίας για την προστασία του άμαχου πληθυσμού ενώ ο στρατός προετοιμάζει την αντεπίθεσή του, με τη Ρωσία να διαβεβαιώνει τον Σύρο πρόεδρο ότι θα σταλούν ενισχύσεις εντός των επομένων ωρών.
Από την άλλη, χιλιάδες Κούρδοι, μέλη των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF), οι οποίες ελέγχουν την βορειοανατολική Συρία, σπεύδουν να πολεμήσουν προκειμένου να αναχαιτίσουν τους τρομοκράτες. Ο συνασπισμός αποτέλεσε τον κύριο αντίπαλό τους στα βορειοανατολικά της χώρας, μετρώντας πάνω από 11.000 νεκρούς κατά τη διάρκεια του νικηφόρου αγώνα του εναντίον του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) και άλλων τζιχαντιστικών ομάδων.
Σε αυτή τη συγκυρία, η διεθνής κοινότητα και, ιδίως, οι χώρες της Δύσης δεν πρέπει να παραμείνουν άπραγες. Οφείλουν να παρέμβουν άμεσα ώστε να σταματήσει η προέλαση των τζιχαντιστών, και να προστατευθεί ο άμαχος πληθυσμός, συμπεριλαμβανομένων των χριστιανών. Η δε Ελλάδα θα πρέπει να στηρίξει εμπράκτως τις χριστιανικές κοινότητες, με τις οποίες συνδέεται θρησκευτικά, χρησιμοποιώντας πρωτίστως το διπλωματικό της κεφάλαιο. Η προστασία των ανθρώπινων ζωών, ο σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας και η συνέχιση της επί 2.000 έτη αδιάλειπτης παρουσίας χριστιανών στην περιοχή συνιστούν μέγιστο ανθρωπιστικό καθήκον.