Πολύ πριν από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είχε αρχίσει ένας διάλογος για το μέλλον της Ευρώπης τον οποίο ενεθάρρυναν οι διάφοροι θεσμοί της ΕΕ. Στόχος ήταν η ανάδειξη συγκεκριμένων πυλώνων πολιτικής με την ευρύτερη δυνατή συμμετοχή στη συζήτηση αυτή. Η ΕΕ αντιλαμβανόταν ότι μετά από μια δύσκολη περίοδο κατά την οποία έπρεπε να αντιμετωπιστεί η κρίση της Ευρωζώνης και η πανδημία ήταν σημαντικό να αναληφθούν πρωτοβουλίες για μια καλύτερη και πιο αποτελεσματική Ένωση. Πάνω απ΄ όλα το ζητούμενο ήταν η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της ΕΕ.
Στα πλαίσια αυτά θα ενθαρρύνονταν δράσεις προς ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας σε διάφορα επίπεδα καθώς και άλλοι στόχοι μεταξύ των οποίων η αναβάθμιση της συμμετοχικότητας και της δημοκρατίας. Ιδιαίτερα σημαντικός θεωρείτο ο πυλώνας της ασφάλειας.
Ο πόλεμος όμως στην Ουκρανία, ο οποίος αποτελεί μια τεράστια τραγωδία, διαφοροποιεί το ευρύτερο περιβάλλον σε πολύ μεγάλο βαθμό. Θα μπορούσε όμως να είχε προληφθεί εάν η ΕΕ, και ειδικότερα η Γερμανία και η Γαλλία, ως τα δύο ισχυρότερα κράτη της Ένωσης, δρούσαν με διορατικότητα και αποφασιστικότητα. Έστω και τώρα θα πρέπει να ενταθούν οι προσπάθειες για τερματισμό της αιματοχυσίας και την ειρηνική διευθέτηση όλων των ζητημάτων.
Τα δεδομένα τα οποία βρίσκονται ενώπιον μας είναι ανησυχητικά και, αναπόφευκτα, επηρεάζουν δυσμενώς εκτός από την Ουκρανία και τη Ρωσία, και την ίδια την ΕΕ. Οι σκληρές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας αναμφίβολα θα επηρεάσουν αρνητικά και τους λαούς των χωρών της ΕΕ.
Ο πληθωρισμός, που είχε ήδη εμφανιστεί προηγουμένως ως αποτέλεσμα κυρίως κάποιων στρεβλώσεων που δημιούργησε η πανδημία, θα ενταθεί. Πέραν τούτου θα επηρεαστεί αρνητικά και η οικονομική δραστηριότητα. Εν ολίγοις, η ΕΕ θα βρεθεί ενώπιον του σοβαρού προβλήματος του στασιμοπληθωρισμού. Η χρονική του παρουσία θα επηρεαστεί από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων η διάρκεια της κρίσης και των κυρώσεων. Αναπόφευκτα τα νέα δεδομένα και η αναβίωση του ψυχρού πολέμου οδηγούν την ΕΕ σε μια κατάσταση πραγμάτων «με λιγότερη ευημερία και λιγότερη ασφάλεια».
Το ερώτημα είναι κατά πόσον είναι δυνατόν να αναληφθούν πολιτικές και να υπάρξουν δράσεις οι οποίες θα συμβάλλουν σε ένα καλύτερο αύριο με περισσότερη ευημερία και ασφάλεια. Και ενώ δεν είναι δυνατόν να αλλάξει το παρελθόν είναι δυνατό να υπάρξουν δράσεις για το σήμερα και το αύριο.
Η ΕΕ θα πρέπει να προβληματιστεί σοβαρά για τις επιλογές της. Η διαιώνιση της κρίσης, των εντάσεων και του στρατηγικού ανταγωνισμού μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας συνεπάγεται «λιγότερη ευημερία και λιγότερη ασφάλεια» για τους λαούς της Ένωσης. Αυτό δεν σημαίνει επιδίωξη της συνεργασίας και της ομαλοποίησης των σχέσεων με κάθε τίμημα. Συνεπάγεται όμως την ανάγκη ενός σοβαρού προβληματισμού για μια νέα αρχιτεκτονική Ευρωπαϊκής ασφάλειας και συνεργασίας.
Ιδανικά, θα έπρεπε ο προβληματισμός αυτός να ελάμβανε χώρα πριν από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Δυστυχώς αυτό δεν έγινε. Η ΕΕ προσπέρασε το θέμα αυτό και κατά πόσον επιθυμούσε τη συμμετοχή της Ρωσίας σε αυτή την αρχιτεκτονική Ευρωπαϊκής ασφάλειας. Όμως σε κάποιο στάδιο θα επανέλθει αυτό το ερώτημα. Από την έκβασή του θα επηρεασθεί και το μέλλον της Ουκρανίας. Επί τούτου σημειώνεται συναφώς ότι εξ ορισμού το Ουκρανικό ζήτημα εμπεριέχει και μια ευρύτερη γεωπολιτική διάσταση, αυτή του ανταγωνισμού και των σχέσεων Δύσης-Ρωσίας.
Ένας επιτυχής διάλογος και η κατάληξη σε μια συμφωνία με αμοιβαίο σεβασμό των συμφερόντων όλων των εμπλεκομένων μερών θα είναι ο ιδανικός στόχος. Θεωρώ την πορεία αυτή πολύ δύσκολη αλλά επιβεβλημένη. Η ορθολογιστική αξιολόγηση των συναφών θεμάτων, περιλαμβανομένων και των ενεργειακών ζητημάτων, και η επιτυχής κατάληξη ενός διαλόγου θα οδηγήσει σε περισσότερη ευημερία και ασφάλεια την ΕΕ, την Ευρωπαϊκή ήπειρο στο σύνολό της και τη διεθνή κοινότητα.
Παράλληλα η ΕΕ θα πρέπει να αναλογιστεί τις συνέπειες της πολιτικής των δύο μέτρων και των δύο σταθμών. Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία υπήρξε άμεση αντίδραση με ομοβροντία κυρώσεων εναντίον της Μόσχας. Και τούτο παρά το γεγονός ότι θα υπήρχαν αρνητικές συνέπειες για τις οικονομίες των χωρών της ΕΕ. Στην περίπτωση όμως της συνεχιζόμενης κατοχής εδάφους μέλους της, της Κυπριακής Δημοκρατίας, από την Τουρκία και του συνεχιζόμενου υβριδικού πολέμου από την Άγκυρα, η ΕΕ δεν αποδίδει την απαιτούμενη σημασία. Αντίθετα, οι Ελληνοκύπριοι επικρίθηκαν αρκετές φορές επειδή αρνούνται να αποδεχτούν τα κατοχικά δεδομένα.
Εν κατακλείδι η ΕΕ βρίσκεται σήμερα σε σταυροδρόμι. Καλείται να πάρει αποφάσεις που θα επηρεάσουν την ευημερία, την ασφάλεια και την αξιοπιστία της.
***
* Ο Καθηγητής Ανδρέας Θεοφάνους είναι Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.