Η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών με την οποία καταδικάσθηκε ο Δ. Λιγνάδης κατά πλειοψηφία για δύο βιασμούς ανηλίκων, ενώ για τους άλλους δύο, που κατηγορήθηκε κηρύχθηκε αθώος, αλλά κυρίως η διάταξης της απόφασης με πλειοψηφία πάλι, ότι η έφεση, που θα ασκηθεί, θα έχει υπό περιοριστικούς όρους ανασταλτικό αποτέλεσμα, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων.
Επρόκειτο για λεκτικές, υβριστικές και συκοφαντικές επιθέσεις και απειλές τόσο κατά του κατηγορουμένου, όσο και κατά των μελών του δικαστηρίου, που εξέδωσαν την απόφαση για το ανασταλτικό αποτέλεσμα της έφεσης βάση του οποίου ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση και αφέθηκε ελεύθερος.
Η σφοδρότητα και το αβάσιμο των επιθέσεων κατά του Πρόεδρου και των δικαστών του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών (ΜΟΑ) υποχρέωσε την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) να εκδώσει ανακοίνωση με την οποία δηλώνει: « Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων δεν πρόκειται να ανεχθεί τη δημόσια και υποκινούμενη για πολιτικές σκοπιμότητες προσβολή και διαπόμπευση της προσωπικότητας του Προέδρου του ΜΟΑ καθώς και των υπολοίπων Δικαστών της συνθέσεως ,που επί σειρά ετών κοσμούν την Ελληνική Δικαιοσύνη».
Περαιτέρω τονίζεται, ότι η συνεχιζόμενη δημόσια προσβολή της προσωπικότητας του Προέδρου του ΜΟΑ αποτελεί «ωμή και υποκινούμενη από απόπειρα χειραγώγησης της Δικαιοσύνης σε εκκρεμή υπόθεση μετά την έκδοση απόφασης σε πρώτο βαθμό» και «δημόσια ,στοχευμένη και εκβιαστική παρέμβαση στο έργο της Δικαιοσύνης».
Συμφωνώ απόλυτα με την ανακοίνωση της ΕΔΕ, γιατί η υπόθεση αφορούσε ένα έγκλημα σε βαθμό κακουργήματος κοινού ποινικού δικαίου και δεν είχε πολιτικές προεκτάσεις, εκτός ενδεχομένως της ιδιότητας του κατηγορούμενου ως πολιτικού φίλου συγκεκριμένου κόμματος και κατοχή κάποιων θέσεων, που δεν καθιστά την υπόθεση πολιτική, αλλά δίνει την ευκαιρία για πολιτική εκμετάλλευση.
Η τακτική όμως της πολιτικοποίησης δικαστικών υποθέσεων συντελεί στη απαξίωση του θεσμού της Δικαιοσύνης, όχι μόνο για το παραγόμενο έργο, αλλά και με προσωπικές επιθέσεις κατά δικαστών για την έκδοση αποφάσεων που δεν τους είναι αρεστές, όχι γιατί δεν εκδόθηκαν κατά δικαία κρίση, αλλά γιατί επιδιώκουν πολιτικό όφελος.
Όλα αυτά χωρίς να υπολογίζουν την προσωπική προσπάθεια των δικαστών για την απονομή δικαιοσύνης και την ψυχική ταλαιπωρία αυτών και των οικογενειών του γιατί δεν συμμορφώθηκαν προς το αόριστα επικαλούμενο και χωρίς νομική ισχύ «κοινό περί δικαίου αίσθημα», που οι συγκεκριμένοι με πολιτικό προσανατολισμό κύκλοι με την βοήθεια των ΜΜΕ διαμορφώνουν.
Το όλο ζήτημα αφορά στη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση, για το οποίο το Δικαστήριο κατά πλειοψηφία έκρινε ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου οι προς τούτο προϋποθέσεις του άρθρου 497&8 Κ. Ποιν. Δ.. Κατά παγία πρακτική των δικαστηρίων, όταν οι καταδικαστικές αποφάσεις λαμβάνονται με πλειοψηφία και μάλιστα ισχυρή και ως εκ τούτου υπάρχει περίπτωση στο δεύτερο βαθμό να ανατραπούν, για να μην δημιουργηθούν μη επανορθώσιμες συνέπειες και λόγω του τεκμηρίου αθωότητας χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα στα ένδικα μέσα.
Σαφώς οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να γίνονται σεβαστές από όλους χωρίς επιφυλάξεις ή αστερίσκους για να λειτουργεί το Κράτος Δικαίου και όχι αναρχούμενη Πολιτεία, άλλωστε υπάρχει το παράδειγμα του Σωκράτη, που αποδέχθηκε την θανατική του εκτέλεση σε συμμόρφωση στους νόμους της Πολιτείας.
Εξάλλου υπάρχει νόμιμη διαδικασία δια των ενδίκων μέσων, που οι εσφαλμένες αποφάσεις ακόμα και οι αθωωτικές μπορούν να ανατραπούν. Ασφαλώς και οι κρίνοντες κρίνονται αλλά με τις νόμιμες διαδικασίες και όργανα, σε κάθε δε περίπτωση από την κοινή γνώμη, αλλά ευπρεπώς και όχι με συκοφαντικές επιθέσεις ιδίως εκ του ασφαλούς στο διαδίκτυο και με απειλές βίας.
Σαν παλιός δικαστής έχω σαν αρχή να μην εκφέρω γνώμη για δικαστική απόφαση, που δεν έχω δικάσει ο ίδιος, αλλά εκτιμώ ιδιαίτερα τον δικαστή, που τολμά να εκφέρει με γραπτή μειοψηφία αντίθετη άποψη από τη γνώμη της πλειοψηφίας και της κοινής γνώμης και μάλιστα σε υποθέσεις μείζονος ενδιαφέροντος με μεγάλη δημοσιότητα με κίνδυνο να προκαλέσει τουλάχιστον κοινωνικά αντανακλαστικά σε βάρος του και της οικογένεια του.
Δεν γνωρίζω τους συγκεκριμένους δικαστές, αλλά πιστεύω ότι δίκασαν κατά συνείδηση, με τη παρατήρηση ότι αποτελεί σπάνιο προνόμιο για δικαστή να μετάσχει σε δίκη πανελληνίου ενδιαφέροντος.
Πρέπει όμως να παρατηρήσω, ότι ο δικαστής στερείται επαρκών μέσων να προστατεύσει την τιμή του, ιδίως μετά την κατάργηση το 1994 του αδικήματος της περιύβρισης αρχής και δεν του επιτρέπεται να αρχίσει δημόσια συζήτηση για την ορθότητα των αποφάσεων του, περιμένει όμως από άλλους θεσμικούς παράγοντες, λαλίστατους σε άλλες περιπτώσεις, να τον υπερασπίσουν, που δεν συνέβη στη παρούσα περίπτωση.
Εάν υποβάλλει μήνυση η υπόθεση θα δικαστεί κατά παραπομπή από δικαστήριο άλλης εφετειακής περιφέρειας και ο δικαστής θα ταλαιπωρηθεί από τις αλλεπάλληλες αναβολές δίκης.
Ο δικαστής κατά την ιδιωτική του ζωή και η οικογένεια του υφίστανται κυρίως δια του διαδικτύου με υβριστικές και απειλητικές αναρτήσεις μπούλινγκ (bullying), που είναι πλέον διεθνής όρος, αντί της ελληνικής εκφοβισμός, που την αποδίδει καλύτερα κατά έννοια, και αναφέρεται στη σωματική και ψυχολογική κακοποίηση ή μείωση ατόμων σε μια κοινωνική ομάδα.
Όπως είναι διατυπωμένο το σχετικό άρθρο 312Π.Κ. δεν καλύπτει τις παραπάνω περιπτώσεις. Κατόπιν της γενικευμένης χρήσης του μπούλινγκ σε συλλογικές δράσεις για την άσκηση πίεσης για την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος ίσως πρέπει να εξετασθεί η επέκταση του για την προστασία και άλλων κοινωνικών ομάδων με τροποποίηση του παραπάνω άρθρου και την άσκηση αυτεπάγγελτης ποινικής δίωξης από τους Εισαγγελείς.
Η ΕΔΕ με την ανακοίνωση της διαμηνύει προς κάθε κατεύθυνση, ότι ο έλεγχος της Δικαιοσύνης και ο εκφοβισμός των εκπροσώπων της δεν θα περάσει (non passeran) και καλεί τα κοινοβουλευτικά κόμματα να λάβουν θέση και να καταδικάσουν τα πρωτοφανή φαινόμενα για την ευνομούμενη πολιτείας μας και προσθέτω όχι μόνο λεκτικά.
Λέανδρος Τ.Ρακιντζής - Αρεοπαγίτης ε.τ.