Οι διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης και της ενδυνάμωσης του μειονοτικού εθνικισμού είναι κάτι σαν δίδυμες αδελφές. Οι ομοιότητες είναι πολλές και ενδιαφέρουσες, γιατί και οι δύο αυτές διαδικασίες βγαίνουν από την ίδια μήτρα: την αποδυνάμωση του εθνικού κράτους, ειδικά όταν το τελευταίο, πρώτον, δεν ανήκει σε εκείνα τα κράτη που διαμορφώνουν το περιεχόμενο και την ταχύτητα εξάπλωσης του παγκοσμιοποιητικού φαινομένου και, δεύτερον, είναι «πολυπολιτισμικό», όπως ονομάζεται σήμερα μια πολυεθνική, πολυγλωσσική και πολυθρησκευτική κοινωνία.
Όχι μόνο τα χρόνια που κυβερνά στην Τουρκία ο Ερντογάν, αλλά και δεκαετίες νωρίτερα, η τουρκική ελίτ επιχείρησε να παίξει το πολιτικό χαρτί της τουρκικής διασποράς στην Ευρώπη, προκειμένου να καταστεί «παράγοντας» στις πολιτικές διεργασίες ευρωπαϊκών κοινωνιών. Χαρακτηριστικά είναι τα πρόσφατα παραδείγματα εμπλοκής μελών του τουρκικού πολιτικού προσωπικού στις εθνικές εκλογές της Ολλανδίας, αλλά και της Γερμανίας, με ευθεία παρέμβαση της μητέρας-πατρίδας για το πώς πρέπει να ψηφίσουν Ολλανδοί και Γερμανοί πολίτες τουρκικής καταγωγής και (εθνοτικής) συνείδησης.
Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες δύο βαλκανικές χώρες με τουρκική (ή από την Τουρκία ως τουρκική λογιζόμενη) διασπορά, τη Βουλγαρία και την ΠΓΔΜ, η Άγκυρα αξιοποιεί εδώ και καιρό τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς, τους οποίους βαπτίζει συλλήβδην τουρκικούς, προκειμένου να γίνει μέσω αυτών ρυθμιστικός παράγοντας στην εγχώρια πολιτική σκηνή, και - ειδικά σε περιπτώσεις οριακής κυβερνητικής πλειοψηφίας – εγγυητής της πολιτικής σταθερότητας. Αυτό γίνεται με δύο τρόπους: είτε με τη δημιουργία αυτόνομων πολιτικών φορέων που διεκδικούν ρυθμιστικό ρόλο στην πολιτική σκηνή, είτε με την ανάδειξη βουλευτών σε κυβερνητικά σχήματα, οι οποίοι δυνητικά παίζουν ρόλο ρυθμιστή σε περιπτώσεις ισχνής κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Η προσπάθεια της Τουρκίας να χρησιμοποιήσει την τουρκική διασπορά στην Ευρώπη ως μέσο άσκησης πολιτικής επιρροής, προσπάθεια που γίνεται με συστηματικό τρόπο μέσω της ενεργοποίησης πολλαπλών δικτύων και πόρων, κυρίως όμως μέσα από ένα εκτεταμένο δίκτυο θρησκευτικών λειτουργών σε ευρωπαϊκές χώρες, δεν έχει οδηγήσει μέχρι στιγμής σε ορατά, ευνοϊκά για την Τουρκία, αποτελέσματα. Μάλλον συμβαίνει το αντίθετο. Ιδιαίτερα οι ανοιχτές προκλήσεις του προέδρου Ερντογάν σε προεκλογικές συνάξεις της τουρκικής διασποράς, με τις οποίες τασσόταν με θέρμη υπέρ της ιδέας του «πολυπολιτισμού» (εννοείται, εκτός Τουρκίας…) και της αναγνώρισης των μειονοτικών δικαιωμάτων των Τούρκων στη Γερμανία, έχουν οδηγήσει σε μια συντηρητική στροφή μέσα στην ίδια τη γερμανική κοινωνία και στην αμφισβήτηση του μοντέλου του «πολυπολιτισμού», με την ίδια την καγκελάριο να τονίζει χαρακτηριστικά ότι η ιδέα αυτή είναι νεκρή (“Multikulti ist tot..”). Στην Ελλάδα, όμως, το παιχνίδι της Τουρκίας, και ειδικά του σημερινού της προέδρου, φαίνεται να «βγαίνει». Αυτό οφείλεται λιγότερο στη δεξιότητα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και περισσότερο στον αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα της ελληνικής μειονοτικής πολιτικής, και μάλιστα διαχρονικά. Αρκούν μερικά παραδείγματα για να το πιστοποιήσουν.
Πρώτον, το σύνολο των μέτρων της ελληνικής μειονοτικής πολιτικής, και ιδιαίτερα της μειονοτικής πολιτικής στον τομέα της εκπαίδευσης, στηρίζεται πάνω σε σαθρά θεμέλια, και συγκεκριμένα πάνω στο ελληνοτουρκικό μορφωτικό πρωτόκολλο του 1968, έτσι όπως το είχαν διαμορφώσει οι διπλωμάτες και οι τεχνοκράτες του απριλιανού καθεστώτος. Ενώ, λοιπόν, η μεταπολίτευση ορίζεται εν γένει ως μια πολιτική κατάσταση που προέκυψε από την ανατροπή του κανονιστικού πλαισίου της δικτατορίας, το σύνολο της ελληνικής νομοθεσίας για τη μειονότητα από το 1974 και μετά, αλλά και το σύνολο των μέτρων για τη βελτίωση της εκπαίδευσης των μελών της μειονότητας δεν έχει αποστεί ούτε κατά κεραία από το περιεχόμενο και τις αρχές του (απριλιανού) «θεμελίου» της μειονοτικής εκπαιδευτικής πολιτικής, ανεξάρτητα από τον φερόμενο ως διαφορετικό ιδεολογικό προσανατολισμό των ελληνικών κυβερνήσεων και διοικήσεων.
Δεύτερον, ενώ επισήμως η ελληνική πολιτεία δεν αναγνωρίζει τουρκική μειονότητα στη Θράκη, αλλά την προσδιορίζει ως μουσουλμανική, εφαρμόζοντας και εξειδικεύοντας τις πρόνοιες του Πρωτοκόλλου του 1968, έχει ιδρύσει και συντηρεί μειονοτικά σχολεία στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση με δίγλωσσο πρόγραμμα και αμιγώς μουσουλμανικό μαθητικό πληθυσμό. Έχει καθιερώσει, επίσης, την τουρκική γλώσσα και τον τουρκικό πολιτισμό (μέσω των κειμένων των σχολικών βιβλίων) ως στοιχεία ταυτότητας του συνόλου των μειονοτικών μαθητών, αγνοώντας συνειδητά το γεγονός ότι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Θράκης ανήκουν σε τρεις διακριτές κατηγορίες, τόσο από γλωσσικής, όσο και από εθνοπολιτισμικής πλευράς. Παρακάμπτοντας τη γλώσσα και την πολιτισμική ταυτότητα των Πομάκων και των Ρομά Μουσουλμάνων, η ελληνική νομοθεσία μένει πιστή στο πνεύμα και το γράμμα του Πρωτοκόλλου του 1968, ενώ την ίδια στιγμή ονομάζει καταχρηστικά την πολιτική αυτή «διαπολιτισμική εκπαίδευση». Κάνει δηλαδή επί της ουσίας, χωρίς όμως να το δηλώνει, αυτό που θα έκανε αν υπήρχε μια ενιαία εθνική (τουρκική) μειονότητα στη Θράκη και μια αντίστοιχη συμφωνία προστασίας των δικαιωμάτων της. Συμπεριφέρεται σαν να υπήρχε αναγνωρισμένη συμπαγής τουρκική μειονότητα, αλλά αρνείται να ονομάσει την μειονότητα αυτή τουρκική. Την ίδια στιγμή δεν τολμά να αναγνωρίσει την ύπαρξη διακριτής πομακικής και ρόμικης ταυτότητας στη Θράκη. Σε κανένα από τα σχολικά εγχειρίδια που διδάσκονται στα μειονοτικά σχολεία δεν υπάρχει έστω μία αράδα ή μία εικόνα που να υπαινίσσεται την ύπαρξη αυτών των δύο ταυτοτήτων.
Τρίτον, απέναντι στη συστηματική προσπάθεια του τουρκικού κράτους για τον προσεταιρισμό και την ενσωμάτωση του πομακικού και ρόμικου μουσουλμανικού πληθυσμού της Θράκης μέσα στη (εθνοτική) τουρκική ομάδα και τη δημιουργία μιας ενιαίας τουρκικής συνείδησης σε όλα τα μέλη της μειονότητας, η ελληνική πλευρά δεν έχει εκπονήσει κανένα επεξεργασμένο σχέδιο. Δρα αμυντικά μέσα από στρατηγικές «παροχών» και «θετικής διάκρισης», δηλ. θέσπισης μέτρων εξαίρεσης των μελών της μουσουλμανικής μειονότητας από υποχρεωτικές για τον λοιπό πληθυσμό διαδικασίες ελέγχου της πρόσβασης σε κοινωνικά αγαθά (π.χ. για ην εισαγωγή στα ΑΕΙ, για διορισμό στη δημόσια διοίκηση κ.α.).
Τέταρτον, απέναντι στα δίκτυα τουρκικής πολιτικής επιρροής στη Θράκη (κυρίως μέσω των εκεί τουρκικών διπλωματικών αποστολών, αλλά και των παράλληλων δομών του μουσουλμανικού κλήρου) η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι είναι αρκετό, όργανα ειδικών υπηρεσιών να παρακολουθούν και να καταγράφουν διάφορες ύποπτες «κινήσεις» προσώπων και παραγόντων. Ανέχεται διαχρονικά το διπλό σύστημα ιερατικής εκπροσώπησης (επίσημοι μουφτήδες – ψευδομουφτήδες, επίσημοι ιμάμηδες – άτυποι ιμάμηδες) καθώς επίσης και τη χρήση των χώρων θρησκευτικής λατρείας για την προώθηση των ιδεών και των στόχων του τουρκικού κράτους στην ελληνική επικράτεια (κορανικά σχολεία).
Κάτω από τις συνθήκες αυτές, το παιχνίδι της τουρκικής ελίτ με την πολιτική εργαλειοποίηση της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη, προκειμένου να καθιερωθεί η Τουρκία ως «παράγων» που έχει λόγο στην ελληνική εσωτερική και εξωτερική πολιτική, είναι ιδιαίτερα εύκολο. Δεν υπάρχει Τούρκος ηγέτης, πολύ περισσότερο ο σημερινός πρόεδρος, που δεν θα έμπαινε στον πειρασμό να εκμεταλλευτεί το στρατηγικό πλεονέκτημα της χώρας του για την προώθηση της τουρκικής πολιτικής στη Θράκη. Οι συχνές δηλώσεις Ελλήνων αξιωματούχων ότι η Τουρκία οφείλει να σέβεται το διεθνές δίκαιο και να τηρεί τους κανόνες καλής γειτονίας, δεν είναι σε θέση να ανατρέψουν το στρατηγικό μειονέκτημα της Ελλάδας, ένα μειονέκτημα που δημιούργησαν διαχρονικά - και το κληροδοτούν στις επόμενες - οι ίδιες οι ελληνικές διοικήσεις με την αβελτηρία τους.