Η εθνική Γαλλίας και το πατριωτικό βίωμα των πληβείων

Η εθνική Γαλλίας και το πατριωτικό βίωμα των πληβείων
Open Image Modal
GEOFFROY VAN DER HASSELT via Getty Images

Είκοσι χρόνια τώρα η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Γαλλίας είναι προϊόν έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης στο εσωτερικό της χώρας, με αντικείμενο τις «αξίες» που πρεσβεύει. Στον αντίποδα πληθώρας δημοσιευμάτων που αναπαράγονται στον μη γαλλικό Τύπο – μεταξύ αυτών, και στον ελληνικό – φέτος, στη Γαλλία, ουδείς αποθέωσε την «πολυπολιτισμικότητα» της εθνικής ομάδας. Αντίθετα, οι σχολιαστές, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και, κυρίως, ο ίδιος ο λαός, επέμειναν, όσο και αν αυτό φαίνεται περίεργο, στην παρεξηγημένη έννοια του πατριωτισμού.

Στο παγκόσμιο πρωτάθλημα του 1998 η επιτυχία είχε χρώμα Black-Blanc-Beur (δηλαδή «Μαύρων-Λευκών-Αράβων»), αντί για το πατροπαράδοτο Bleu-Blanc-Rouge («Μπλε-Λευκό-Κόκκινο», τα χρώματα της γαλλικής σημαίας): Με αφορμή τους αγώνες της γαλλικής ομάδας, οι ωδές στο υποτιθέμενα επιτυχημένο φιλελεύθερο μοντέλο πολυπολιτισμικότητας της Γαλλίας θα συνεχίζονταν για μία δεκαετία περίπου, μέχρι να σιγάσουν μέσα στα κουφάρια καμένων αυτοκινήτων, στα προάστια των μεγάλων πόλεων, το φθινόπωρο του 2005.

Ο Ντιντιέ Ντεσάμ, παγκόσμιος πρωταθλητής ως παίκτης το 1998, όταν ανέλαβε προπονητής το 2012, έπρεπε να αποκαταστήσει την εικόνα μίας εθνικής ομάδας που είχε πληγεί, όχι μόνο από τις κακές επιδόσεις τη περίοδο 2008-2012, αλλά κυρίως από την έντονα αντιπατριωτική συμπεριφορά κάποιων συντελεστών της (που έφτασαν σε σημείο να «απεργούν» από τους αγώνες της εθνικής Γαλλίας και έσπευδαν να καταγγέλλουν τον «ρατσισμό» της Γαλλικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, όποτε αυτό εξυπηρετούσε τα προσωπικά τους συμφέροντα). Μία συμπεριφορά κατ’ εικόνα των απόψεων και των στάσεων που επικρατούσαν σε μία μεγάλη μερίδα της γαλλικής κοινωνίας.

Ο άθλος αυτός του Ντεσάμ ήταν πράγματι ιδιαζόντως δύσκολος, καθότι, σε αντίθεση με το 1998, οι παίκτες αφρικανικής καταγωγής (17 από τους 23 της αποστολής του στη Ρωσία) ήταν σαφώς περισσότεροι και, πλην δύο περιπτώσεων, ήταν γεννημένοι στη Γαλλία. Δηλαδή, γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στα περιθωριοποιημένα προάστια των γαλλικών μεγαλουπόλεων, σε μία εποχή κρίσης, όπου σε αυτές τις γειτονιές επικρατούσε το σύνθημα «nique la France» («γάμα τη Γαλλία»). Για αυτήν τη νέα γενιά, η ενσωμάτωση μπορεί να ήταν ακόμα πιο δύσκολη απ’ ό,τι για την προηγούμενη, αυτήν που είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Αφρική.

Σε αυτές τις συνθήκες, η επιλογή των παικτών από τον ομοσπονδιακό τεχνικό ήταν μία ιδιαίτερα λεπτή υπόθεση. Το 2014, αποβάλλοντας την κλίκα των Μπενζεμά-Ανελκά-Ριμπερί, μπλεγμένους σε υποθέσεις που άπτονται του κοινού ποινικού δικαίου, η νέα ομάδα του Ντεσάμ έκανε τα πρώτα ελπιδοφόρα της βήματα στο παγκόσμιο κύπελλο της Βραζιλίας, ικανοποιώντας το ποδοσφαιρικό κοινό με την πορεία της μέχρι τα προημιτελικά. Τίποτα περισσότερο όμως.

Το 2016, στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα που διοργανώθηκε στη Γαλλία, είχαν μεσολαβήσει τα τρομοκρατικά χτυπήματα και ο μεγάλος αναστοχασμός πάνω στη γαλλική ταυτότητα: Η οριστική κατάρρευση του αφηγήματος της επιτυχημένης ενσωμάτωσης των μεταναστών· οι πρώτες σκέψεις για την αναγκαία υπέρβαση του πολέμου «όλων εναντίον όλων»· η επανεθνικοποίηση της έννοιας του πολιτισμού. Η αποστροφή του λαού για ένα μοντέλο πολυπολιτισμικής κοινωνίας, στο οποίο τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα, αλλά χειρότερα (παρά τα όσα εκφράζονταν στον δημόσιο λόγο), μετετράπη σε καχυποψία και φόβο. Σε αυτό το περιβάλλον κλήθηκε να αγωνιστεί η εθνική ομάδα και, παρά κάποια καλά αποτελέσματα, απογοήτευσε με την έλλειψη πάθους που έδειξε την κρίσιμη στιγμή του τελικού. Σαν να επιβεβαιωνόταν η άποψη ότι η ενσωμάτωση έχει δρόμο μπροστά της: Ακόμα και αυτά τα προνομιούχα παιδιά των προαστίων, που είχαν ανελιχθεί κοινωνικά και αγωνίζονταν με τη φανέλα της εθνικής ομάδας στο υψηλότερο επίπεδο, δεν φαίνονταν διατεθειμένα να υπερβάλουν εαυτούς για τα χρώματα αυτής της πατρίδας.

Το τουρνουά του 2018 ξεκίνησε με μικρές προσδοκίες, παρά την ασύγκριτη ποιότητα των Γάλλων παικτών. Μέχρι το εκπληκτικό 4-3 επί της Αργεντινής, η Γαλλία φαινόταν να είχε μείνει εκεί που την αφήσαμε το 2016: Μία ομάδα αδιάφορων παικταράδων. Όμως, ιδιαίτερα στα τελευταία παιχνίδια, έδειξε κάτι καινούργιο, εκτός αγωνιστικού χώρου αυτήν τη φορά. Οι δηλώσεις γαλλικής υπερηφάνειας και πατριωτισμού, από πλευράς των συντελεστών, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, άφηναν να εννοηθεί ότι αυτή η ομάδα αγωνιζόταν για κάτι παραπάνω από μία ακόμα νίκη σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Για πρώτη φορά επίσης, στη δημόσια σφαίρα, περιορίστηκαν όχι μόνο τα σχόλια που κατήγγειλλαν την «αφρικανοποίηση» της εθνικής ομάδας (προερχόμενα συνήθως από τη δεξιά), αλλά και αυτά που εκθείαζαν τον «πολυπολιτισμικό» της χαρακτήρα (προερχόμενα συνήθως από την αριστερά).

Στον Τύπο, στα δελτία ειδήσεων, στις δηλώσεις πολιτικών προσώπων, ο θρίαμβος συσχετίστηκε με μία παλιά, σκονισμένη, θα έλεγε κανείς, αξία: τον πατριωτισμό – μία αξία εξοστρακισμένη κατά τα χρόνια κυριαρχίας της φιλελεύθερης πολιτικής ορθότητας. Αυτός ο σχολιασμός, απηχώντας στην εθνική ομάδα, οδήγησε τους συντελεστές, παίκτες και προπονητές, να αναδείξουν το πατριωτικό τους φρόνημα. Έτσι επετεύχθη κάτι αδιανόητο πριν μερικά χρόνια: Στα προάστια, άνθρωποι ποικίλης καταγωγής, να τραγουδούν όλοι μαζί τη Μασσαλιώτιδα· το ίδιο πολεμικό άσμα που τραγουδούσαν το 1794 οι καταταχθέντες πληβείοι του ίδιου τόπου για να υπερασπιστούν την νεοσύστατη Δημοκρατία («République»), ενάντια στην άτυπη ευρωπαϊκή ένωση των βασιλικών οίκων που επιχειρούσαν να επαναφέρουν τη βασιλεία διά της βίας. Η υιοθέτηση του εθνικού ύμνου από αυτούς τους ανθρώπους σήμερα έχει μεγάλη συμβολική ισχύ, ακριβώς επειδή δημιουργεί νέα επίπεδα κατανόησης του ίδιου μηνύματος. Σαν να ήθελε αυτός ο λαός, μετά από την παταγώδη αποτυχία του γαλλικού πολυπολιτισμικού μοντέλου συνύπαρξης, αλλά και μακριά από τις φωνές που διεγείρουν ένθεν και ένθεν τα εμφύλια πάθη, να μαζέψει τα κομμάτια του· αυτά του κατακερματισμού σε εθνοτικές και θρησκευτικές κοινότητες που προκάλεσε μισός αιώνας φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Ας παραμείνουμε μετρημένοι. Ο πατριωτικός ενθουσιασμός που επικράτησε κατά την τέλεση του ποδοσφαιρικού μυστηρίου δεν θα αλλάξει τη Γαλλία εκ θεμελίων, ούτε θα έχει ευρύτερες προεκτάσεις – έτσι συμβαίνει με τις μυστηριακές τελετές. Όμως, ανεξάρτητα από τα πραγματικά συναισθήματα των ποδοσφαιριστών που κατέκτησαν το παγκόσμιο κύπελλο (τα οποία δεν θα μάθουμε ποτέ), ανεξάρτητα από κάθε προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης της επιτυχίας από τη γαλλική κυβέρνηση (η οποία είναι δεδομένη), η λαϊκή γιορτή που στήθηκε με αφορμή αυτό το γεγονός κατάφερε να δημιουργήσει ένα ευτυχές βίωμα μίας μορφής πατριωτισμού, σε πλήθος ανθρώπων. Ένα βίωμα που καμία αφηρημένη σύνθεση δεν μπορεί να προσδώσει, αλλά ούτε και να αποστερήσει. Σίγουρα, η συμφιλίωση («réconciliation») του γαλλικού έθνους παραμένει μακροπρόθεσμος ορίζοντας και απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια, σε βάθος, στα πεδία της εκπαίδευσης και του πολιτισμού. Απαιτεί όμως και τα βιώματα αυτά, όπως η πανήγυρις της 15ης Ιουλίου, που θα φέρουν τον κόσμο πιο κοντά, όχι μόνο στη σκέψη, αλλά και στη πράξη.