Οι οικονομικές κρίσεις του 20ου αιώνα (κρίση του 1929, του 1987, της Ν. Ανατολικής Ασίας κλπ) έδωσαν το έναυσμα για την ανάληψη κυβερνητικών πρωτοβουλιών με σκοπό τη αποτροπή νέων κρίσεων στο μέλλον. Αυτό σε μεγάλο βαθμό έγινε εφικτό επειδή μετά την εκδήλωση της κρίσης διαμορφώθηκε ευρύτερη συναίνεση για τα αίτια που οδήγησαν σ’ αυτήν. Οι όποιες διαφωνίες υπήρξαν αφορούσαν κυρίως το μετά. Ποιος δηλαδή θα ήταν ο αποτελεσματικότερος τρόπος διορθωτικής παρέμβασης για να περιοριστεί το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της κρίσης και να αποτραπεί το ενδεχόμενο επανάληψής της μελλοντικά.
Ένα από τα πολλά παράδοξα που σχετίζονται με την ελληνική κρίση η οποία συμπληρώνει ήδη δεκαετία από την εκδήλωσή της είναι, ότι ακόμη και σήμερα οι μυθοπλασίες γύρω από τα αίτιά της παραμένουν ισχυρές. Και όσο παραβλέπουμε τα πραγματικά αίτια της κρίσης, τόσο απομακρυνόμαστε από τη δυνατότητα διεξαγωγής μιας ορθολογικής συζήτησης για τις αναγκαίες αλλαγές και την επιθυμητή πορεία για τη Χώρα μετά το πέρας των μνημονίων.
Η βασική, αλλά όχι καθολικά αποδεκτή, ερμηνεία για τα αίτιά της ξεκινά από τη θέση ότι η Ελλάδα μετά την ένταξη στην ΟΝΕ, και ιδιαίτερα μετά το 2004, αδράνησε στην αντιμετώπιση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που διογκώνονταν χρόνο με το χρόνο. Το κυριότερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας ήταν το σαθρό παραγωγικό πρότυπο που δεν της επέτρεπε να ενταχθεί αποτελεσματικά στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Αυτό οδήγησε στα μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Έτσι, όταν εκδηλώθηκε η κρίση η Ελλάδα βρέθηκε με ένα υψηλό χρέος, τεράστια δημοσιονομικά ελλείμματα, ύφεση, μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και με ένα έλλειμμα αξιοπιστίας εξαιτίας των «πλαστών στατιστικών στοιχείων» –διατύπωση της έκθεσης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου- που έστελνε στη Eurostat. Όταν οι ροές των κεφαλαίων σταμάτησαν γιατί οι αγορές συμπέραναν ότι η Ελλάδα μπορεί να δυσκολευτεί μελλοντικά να εξυπηρετήσει το τεράστιο χρέος της, η Χώρα υποχρεώθηκε σε αναγκαστικό δανεισμό μέσω ενός Οικονομικού Προγράμματος. Το Πρόγραμμα αυτό προέβλεπε την μείωση του ελλείμματος από το 15,3% κάτω από το 3% του ΑΕΠ σε βάθος πενταετίας.
Παρόλο που σήμερα πλέον είμαστε σε θέση να έχουμε πλήρη εικόνα για την πραγματική δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, εντούτοις δεν υπήρχε αντίστοιχη εικόνα τις ημέρες της κρίσης, δηλαδή το 2009. Για παράδειγμα, ο τότε Πρωθυπουργός ζητούσε συναίνεση σε μέτρα αλλά θεωρούσε την οικονομία «θωρακισμένη» ενώ η κυβέρνηση του έκανε μαζικά προσλήψεις στο Μετρό ή μέσω προγραμμάτων Stage και έδινε αυξήσεις σε συνταξιούχους και επιδόματα. Τον Σεπτέμβριο στην έκθεση της ΔΕΘ, ο τότε Πρωθυπουργός ανακοίνωνε ότι θα πάρει μέτρα που θα εφαρμοζόντουσαν όμως από το 2010. Άρα δεν υπήρχε η αίσθηση του κατεπείγοντος ή της κρισιμότητας ούτε η διάθεση να περιγραφεί δημόσια ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός.
Τρεις μήνες αργότερα και αφού μεσολάβησαν οι εκλογές του Οκτωβρίου, στη συζήτηση που έγινε στη Βουλή τον για τον προϋπολογισμό του 2010, ο εισηγητής της αξιωματικής αντιπολίτευσης αμφισβητούσε την εκτίμηση του Υπουργείου Οικονομικών ότι το έλλειμμα θα διαμορφωθεί στο 12,7% του ΑΕΠ. Κατά την αγόρευσή του είπε ότι το πραγματικό έλλειμμα «είναι ζήτημα αν είναι 8,2% του ΑΕΠ». Κατήγγειλε δε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για τα περιοριστικά μέτρα που πρότεινε, για να μειώσει το έλλειμμα κατά 3,6 ποσοστιαίες μονάδες δηλαδή στο 9,1% του ΑΕΠ.
Πρόσφατα δημοσιοποιήθηκε η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος που συντάχθηκε δύο ημέρες μετά τις εκλογές και μια ημέρα πριν την ορκωμοσία της νεοεκλεγείσας κυβέρνησης. Από την Έκθεση αυτή, που δεν δόθηκε τότε στο νέο Υπουργό των Οικονομικών, διαπιστώνουμε περίτρανα ότι οι υπηρεσίες της Τράπεζας, στις 6 Οκτωβρίου 2009, είχαν καταλήξει στα εξής συμπεράσματα:
1. «η δημοσιονομική θέση της χώρας δεν είναι διατηρήσιμη»
2. «οι αποφάσεις όμως που έχουν ληφθεί από τη αρχή του έτους έως σήμερα σχετικά με τις δαπάνες, όχι μόνο δεν συνάδουν με οποιαδήποτε προσπάθεια συγκράτησης των δαπανών αλλά κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση»
3. «τα στοιχεία τα οποία γνωστοποιήθηκαν στις 30 Σεπτεμβρίου 2009 στη Eurostat για το έλλειμμα και το χρέος (5,9% του ΑΕΠ και 105,5% του ΑΕΠ αντίστοιχα) είναι εκτός πραγματικότητας».
Η έκθεση αυτή σε συνδυασμό με τα όσα υποστήριζαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τότε αλλά και αργότερα, απλά επιβεβαιώνει ότι εκείνες τις κρίσιμες στιγμές δεν υπήρξε συναντίληψη για την φύση του προβλήματος, ούτε για το μέγεθος της κρίσης, ούτε για το τι έπρεπε να γίνει. Γι’ αυτό από τότε, κανένα από τα κόμματα αυτά, ούτε η ΝΔ ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ τοποθετήθηκαν επί της ουσίας του προβλήματος:
α) ποιες ήταν αυτές οι άλλες πολιτικές που θα επέτρεπαν τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος από το 15,3% του ΑΕΠ του 2009 στο 3% μόλις σε μια πενταετία;
β) πώς το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μειώνονταν από το 11,5% το 2009 στο 2-3% του ΑΕΠ, χωρίς η χώρα να διαθέτει εθνικό νόμισμα για να το υποτιμήσει και να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των εξαγόμενων προϊόντων της;
Έκτοτε, ένα μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης αφορούσε το ποιο ήταν το πραγματικό έλλειμμα του 2009 και αν αυτό ήταν μας οδήγησε στην υπαγωγή στα μνημόνια. Παραβλέποντας ότι, άλλες τρεις χώρες (Ιρλανδία, Πορτογαλία και Κύπρος) χωρίς αντίστοιχες πολιτικές διχογνωμίες για το ύψος του ελλείμματος, υποχρεώθηκαν, αν και με χαμηλότερα ελλείμματα από αυτό της Ελλάδος, να υπαχθούν σε καθεστώς μνημονίων.
Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και τις τρεις αυτές χώρες είναι ότι εκεί δεν χτίστηκαν πολιτικές καριέρες με βάση θεωρίες συνομωσίας. Ούτε επεδίωξαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης να κερδοσκοπήσουν μικροπολιτικά σε βάρος των συμφερόντων της χώρας και των πολιτών. Στις τρεις αυτές χώρες κυβέρνηση και αντιπολίτευση συναίνεσαν. Εφάρμοσαν τις πολιτικές που τους επέτρεψαν διορθώσουν τις οικονομικές ανισορροπίες τους, αποκατέστησαν την αξιοπιστία τους και απέκτησαν ξανά πρόσβαση στις αγορές με ένα μόνο μνημόνιο.
Αντίθετα, στην Ελλάδα από το 2010 μέχρι σήμερα έχουν υπογραφεί τρία μνημόνια. Αυτό συνέβη γιατί το 2010 η αξιωματική αντιπολίτευση της ΝΔ με τα Ζάππεια υποσχέθηκε στους πολίτες εύκολο δρόμο, χωρίς οικονομικό και κοινωνικό κόστος, που θα οδηγούσε σε μηδενισμό του ελλείμματος σε ενάμιση χρόνο. Την αντιμνημονιακή θέση της ΝΔ ότι κάθε μέρα θα σχίζει μία μία τις σελίδες των μνημονίων επανέλαβε αργότερα ο ΣΥΡΙΖΑ όταν βρέθηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ διακήρυττε ότι τα μνημόνια θα τα καταργήσει με ένα άρθρο.
“Η έλλειψη πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης επί ενός εθνικού σχεδίου εξόδου από την κρίση, είχε ως αποτέλεσμα η Χώρα να παραμείνει σε ύφεση για περίπου μια δεκαετία, να χάσει το 25% του ΑΕΠ, και η ανεργία να φτάσει στο 27%”
Όλα αυτά τα χρόνια ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλαν τη λιτότητα αλλά αποσιώπησαν σκόπιμα ότι η αυξητική πορεία των δημοσιονομικών ελλειμμάτων της περιόδου 2007-2009 οδήγησε τελικά σε βαθιά ύφεση και όχι σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Σε αντίθεση δηλαδή με τα όσα προβλέπει η οικονομική θεωρία. Η έλλειψη πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης επί ενός εθνικού σχεδίου εξόδου από την κρίση, είχε ως αποτέλεσμα η Χώρα να παραμείνει σε ύφεση για περίπου μια δεκαετία, να χάσει το 25% του ΑΕΠ, και η ανεργία να φτάσει στο 27%.
Σήμερα, οκτώ χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο είμαστε αντιμέτωποι με το ερώτημα ποια θα πρέπει να είναι η πορεία της Χώρας μετά το πέρας του τρίτου μνημονίου; Για να γίνει η συζήτηση αυτή πρέπει να συμφωνήσουμε σε δυο πράγματα: α) Στα αίτια της κρίσης και β) στο ότι η κρίση έφερε τα μνημόνια. Επομένως η έξοδος από τα μνημόνια δεν μας οδηγεί κατ’ ανάγκη σε ασφαλή και οριστική έξοδο από την κρίση.
Η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει:
1) Την ανακοίνωση και υλοποίηση των μέτρων ελάφρυνσης χρέους το καλοκαίρι του 2018 ώστε να μειωθεί ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα από 3,5% στο 2% περίπου του ΑΕΠ.
2) Ένα Εθνικό Πρόγραμμα Μεταρρυθμίσεων που θα επιταχύνει την αλλαγή του παραγωγικού προτύπου.
3) Ένα Εθνικό Πρόγραμμα Επενδύσεων της τάξης των 100 δις, που θα προσελκύσει ιδιωτικά κυρίως κεφάλαια, για την επόμενη τετραετία για να αναπληρωθεί ο καταστραμμένος παραγωγικός ιστός.
4) Την διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής για το ιδιωτικό χρέος. Με ένα νέο οδικό χάρτη για την άμεση αντιμετώπισης του προβλήματος των κόκκινων δανείων ώστε οι τράπεζες να μπορούν να επιτελέσουν τον αναπτυξιακό τους ρόλο.
5) Ένα σχέδιο για την αξιοποίηση της περιουσίας του Δημοσίου.
Αν τα πολιτικά κόμματα της χώρας καταφέρουν να συμφωνήσουν σε αυτά τότε, παρά τα λάθη πριν και μετά την εκδήλωση της κρίσης, θα καταφέρουν να ανακτήσουν ένα μεγάλο μέρος από τη χαμένη αξιοπιστία τους στη συνείδηση των πολιτών. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι θα καταφέρουν να βγει η Χώρα από την κρίση οριστικά και με ασφάλεια.