I. Η έννοια της πρόληψης του εγκλήματος είναι έννοια πολυεδρική και πολυσήμαντη. Η αντιμετώπιση του εγκλήματος απαιτεί την ενδυνάμωση των θεσμών πρόληψης, κυρίως σε κοινοτικό επίπεδο, και τον σχεδιασμό μιας σύνθετης συμμετοχικής στρατηγικής. Η πρόληψη του εγκλήματος συνδέεται οργανικά με την ίδια την καθημερινότητα μας, συνάπτεται άμεσα με την έκταση των ελευθεριών[1] και την ποιότητα της ζωής μας και αποτελεί καθήκον όλης της κοινωνίας. Μας αφορά όλους. Συνέπεια αυτής της αναγνώρισης, η οποία ερείδεται σε πλήθος εμπειρικών ερευνών και έχει μετ’ επιτάσεως επισημανθεί στην εγκληματολογική θεωρία αλλά και από διεθνείς οργανισμούς, αποτελεί η ολοένα και περισσότερη προτίμηση στην λεγόμενη συμμετοχική αντεγκληματική πολιτική, ιδίως αυτή που λαμβάνει την μορφή των τοπικών σχεδίων συμμετοχικής πρόληψης της εγκληματικότητας.
Στην Ελλάδα, για τους υπευθύνους χάραξης και υλοποίησης της εγχώριας αντεγκληματικής πολιτικής, η εμπιστοσύνη στις θετικές επενέργειες της πεζής και εποχούμενης περιπολίας θεωρείται δεδομένη. Αυτός είναι και ο λόγος που τυχόν απόφαση για αύξηση της αστυνομικής αυτής δύναμης και για εφαρμογή εγκληματοπροληπτικών προγραμμάτων με πεζές και εποχούμενες περιπολίες, γίνεται ευρύτατα γνωστή στο κοινό από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αποτελώντας ουσιαστικά «είδηση». Το ενδιαφέρον της ΕΛ.ΑΣ για την αποκόμιση θετικών αποτελεσμάτων από την πεζή ειδικά περιπολία, με την οποία ο ένστολος αστυνομικός έρχεται σε άμεση επαφή με το κοινό, επίσης, μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο. Όσον αφορά στην εκτεταμένη χρήση της πρακτικής της εποχούμενης αστυνομικής περιπολίας, εκτός από τις (πολλές) επιφυλάξεις που επιστηρίζονται σε ερευνητικά πορίσματα ως προς την αποτελεσματικότητά της, έχει ορθά επισημανθεί ότι ο εποχούμενος αστυνομικός είναι απρόσωπος και αποκομμένος στην ουσία από τον πολίτη, είναι το περιπολικό που προσπερνά.
ΙΙ. Η επιτυχία των στρατηγικών σχεδίων προληπτικής αστυνόμευσης καθιστά απαραίτητη αφενός την συνεχή αναβάθμιση και τον ορθολογικό οργανωτικό και λειτουργικό σχεδιασμό των αστυνομικών υπηρεσιών και, αφετέρου, την βελτίωση της επιχειρησιακής ικανότητας και τον εκσυγχρονισμό της αστυνομίας, τόσο σε έμψυχο υλικό, μέσω της διαρκούς μετεκπαίδευσης και επιμόρφωσης των αστυνομικών, της ενημέρωσής τους για τις νέες τεχνολογίες και της ορθολογικής κατανομής και διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού[2], όσο και σε τεχνολογικό εξοπλισμό και υλικοτεχνική υποδομή που inter alia θα καθιστά αποτελεσματικότερο και ποιοτικότερο το έργο της αστυνομικής περιπολίας.
Για να επιτευχθούν τα επιθυμητά επίπεδα εγκληματοπροληπτικής λειτουργίας της αστυνομικής περιπολίας, απαιτείται ομοιόμορφη οργανωτική δομή των αστυνομικών υπηρεσιών σε όλη την ελληνική επικράτεια με κάλυψη των υπαρχόντων κενών σε εξειδικευμένο και εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό, υλικά μέσα και εξοπλισμό, ενότητα δράσης, ορθολογικός σχεδιασμός και προγραμματισμός του αστυνομικού έργου, και, τέλος, συντονισμός και συνεχής αξιολόγηση της εγκληματοπροληπτικής λειτουργίας της αστυνομικής περιπολίας, σε τοπικό, περιφερειακό και κεντρικό κρατικό επίπεδο. Κρίσιμη δε καθίσταται η ανάγκη για χαρτογράφηση της εγκληματικότητας στην ελληνική επικράτεια και η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στο ζήτημα της διάθεσης του αστυνομικού προσωπικού ανά περιοχή, στηριζόμενη στα πορίσματα της εγκληματολογικής επιστημονικής έρευνας.
III. Conditio sine qua non για μια αποτελεσματική αντεγκληματική πολιτική είναι να βασίζεται η τελευταία στα εμπειρικά πορίσματα της εγκληματολογικής έρευνας και όχι στην εύκολη οδό των αυθαίρετων συμπερασμάτων και πρακτικών δήθεν «ολιστικής» αντιμετώπισης της εγκληματικότητας.
Η ορθολογική χάραξη και η αποτελεσματική υλοποίηση της αστυνομικής περιπολίας και εν γένει της αντεγκληματικής πολιτικής, θα συμβάλει άλλωστε ουσιωδώς και στον περιορισμό της αχαλίνωτης δράσης των εταιριών παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, οι οποίες, εξαιτίας της διαχειριστικής κρίσης της Αστυνομίας, έχουν φτάσει στις μέρες μας να ασκούν αστυνομικό έργο με ορατό τον κίνδυνο, ούτε λίγο ούτε πολύ, να αρχίσουν αποδίδουν «ιδιωτική δικαιοσύνη».
Από την άλλη πλευρά, οι πρακτικές που υλοποιούνται για γρήγορα και αισθητά αποτελέσματα, οι πρακτικές μηδενικής ανοχής, υπερβαίνουν τα όρια όχι μόνον της αναλογικότητας αλλά και της ίδιας της νομιμότητας[3], δίδοντας πολωτικές διαστάσεις στον τομέα της αντεγκληματικής πολιτικής και εμποδίζοντας την επεξεργασία των ερευνητικών εγκληματολογικών δεδομένων που προκύπτουν και μπορούν να κατευθύνουν κατά τρόπο ορθολογικό και αποτελεσματικό την αντεγκληματική πολιτική.
Στις πρακτικές αυτές, ο ρόλος της αστυνομίας έχει χαρακτήρα εξω-κοινωνικό, εξουσιαστικό, παρεμβατικό και κατασταλτικό με μονομερή διάσταση, συμβάλλοντας στην αποσύνδεση της πρόληψης του εγκληματικού φαινομένου από την αναζήτηση και αντιμετώπιση των απώτερων δομικών κοινωνικο-οικονομικών αιτιών του[4], η ύπαρξη των οποίων καθιστά ευνοϊκές τις συνθήκες για την αύξηση των επιπέδων της εγκληματικότητας[5].
Εν κατακλείδι, κρίσιμο στοιχείο της αστυνομικής εγκληματοπροληπτικής λειτουργίας και μάλιστα εγγεγραμμένο στον σκληρό πυρήνα της αστυνόμευσης είναι οι κοινωνικές, χωρικές και χρονικές πτυχές του αστυνομικού έργου στην πρόληψη του εγκλήματος. Προς τούτο απαραίτητη καθίσταται η ανάγκη εξέτασης και αξιολόγηση συγκεκριμένων πτυχών της αστυνόμευσης αυτής, δηλαδή που και πότε λαμβάνει χώρα η αστυνόμευση, πόσοι αστυνομεύουν, για πόσο χρονικό διάστημα αλλά και πως αστυνομεύουν. Και όλα τα παραπάνω στη βάση δύο βασικών αξόνων: αφενός του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αφετέρου της συμμόρφωσης στις αρχές της ορθολογικής και αποτελεσματικής αντεγκληματικής πολιτικής[6].
[1] Μανωλεδάκης, Ι. (2005). Παγκόσμια Εξουσία και Νομικός Πολιτισμός. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 71.
[2] Έχει επανειλημμένα τονισθεί η ανάγκη για αναδιάταξη της κατανομής του αστυνομικού προσωπικού, ακόμη και με τη θέσπιση οικονομικών κινήτρων, ώστε να υπάρξει, αφενός δραστική μείωση των αστυνομικών που απασχολούνται σε βοηθητικά και διοικητικά καθήκοντα και αφετέρου ουσιαστική αύξηση των αστυνομικών υπαλλήλων που μπορούν να αξιοποιηθούν σε υπηρεσίες αιχμής, όπως είναι για παράδειγμα οι αστυνομικές περιπολίες και η καθημερινή αστυνόμευση στους δρόμους των ελληνικών πόλεων. Ως παράδειγμα εξοικονόμησης αστυνομικού δυναμικού συχνά αναφέρεται ο επανασχεδιασμός και η ορθολογική διάθεση των αστυνομικών που απασχολούνται για τη φύλαξη και την ασφάλεια προσώπων της δημόσιας ζωής, όπως είναι οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι, οι επιχειρηματίες κ.ά.
[3] Παρασκευόπουλος, Γ. (2006). «Ποινικός έλεγχος ερήμην της ποινικής δικαιοσύνης». Ενώπιον, τ. 32, Μάρτιος-Απρίλιος, σελ.10-13 (13). Πανούσης, Γ. (2007). Η Δημοκρατία στα ακραία όρια της, Αθήνα, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, σελ. 176.
[4] Τζαννετάκη, Τ. (2006). Ο Νεοσυντηρητισμός και η πολιτική της μηδενικής ανοχής – Μια κριτική θεώρηση των θέσεων του James Q. Wilson. Αθήνα – Κομοτηνή: Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 91.
[5] Cohen, S. (1979) “The Punitive City: Notes on the Dispersal of Social Control” Contemporary Crises: Crime, Law and Social Policy, 3 (4), σελ. 339-364. Harcourt, B. (2001) Illusion of Order – The False Promise of Broken Windows Policing, Cambridge, Massachusetts and London, England: Harvard University Press, σελ. 135.
[6] Φαρσεδάκης, Ι. (1991). Η Κοινωνική Αντίδραση στο Έγκλημα και τα Όρια της. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 240. Φαρσεδάκης, Ι. (1984). Ανακριτική, Δικαιώματα του Ανθρώπου και Εγκληματογένεση. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 38, σημ. 117.