Η φλογερή «Τόσκα» από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών

Η όπερα που σόκαρε στην πρεμιέρα της το 1903, παρουσιάζεται σε μορφή κοντσερτάντε.
Open Image Modal

«Κάθε όπερα του Πουτσίνι είναι πρόκληση γιατί έχει έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις και συχνές αλλαγές ρυθμού και διάθεσης. Το ίδιο συμβαίνει και στην Τόσκα, η οποία είναι ένα κλασικό οπερατικό έργο, με ρυθμικές μεταβάσεις, στις οποίες η Ορχήστρα πρέπει να δείξει ευελιξία. Επίσης, πρέπει να συνοδεύει τους ερμηνευτές με διακριτικότητα, αποτυπώνοντας παράλληλα το συμφωνικό στίγμα του συνθέτη. Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με το ότι η Τόσκα είναι ένα έργο συναισθηματικά φορτισμένο - μία τραγική ιστορία που δεν καταλήγει σε happy end- ένα μεγάλο αριστούργημα με πολύ γνωστές και αγαπημένες μελωδίες, ήταν οι παράγοντες που με οδήγησαν να την επιλέξω κατά τη φετινή καλλιτεχνική περίοδο», σημειώνει ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, Στέφανος Τσιαλής, ο οποίος και θα βρίσκεται στο πόντιουμ

Η ΚΟΑ παρουσιάζει την ανεπανάληπτη «Τόσκα» του Τζιάκομο Πουτσίνι σε μορφή κοντσερτάντε, την Παρασκευή 5 Απριλίου, στο Μέγαρο Μουσικής

Στον ομώνυμο ρόλο, η ανερχόμενη σοπράνο Βαλεντίνα Μπόι, ενώ οι καταξιωμένοι Δημήτρης Πακσόγλου (τενόρος) και Δημήτρης Τηλιακός (βαρύτονος) θα ερμηνεύσουν αντίστοιχα, τον πατριώτη Μάριο Καβαραντόσσι και τον σκοτεινό σαδιστή Βαρόνο Σκάρπια. 

Η μοιραία Φλόρια Τόσκα, βγαλμένη από το ομώνυμο έργο του Βικτοριέν Σαρντού, ντυμένη με την υποβλητική μουσική του Πουτσίνι -σε λιμπρέτο των πιστών συνεργατών του Τζουζέπε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα-  στις αρχές του προηγούμενου αιώνα σόκαρε με τον σκληρό ρεαλισμό της.

Σήμερα όμως, θεωρείται μνημειώδης, μια από τις πιο αγαπημένες όπερες του ιταλικού βερισμού. Το σοκ που προκάλεσε η πρεμιέρα του 1903 δικαιολογεί το φαίνεσθαι της εποχής, αφού πρόκειται για ιστορία που μιλά για την κατάχρηση της εξουσίας, την αδικία, τον απελπισμένο έρωτα ενώ σκιαγραφεί φόνους, απόπειρα βιασμού, ακόμα και αυτοδικία.

Open Image Modal

Δύο χρόνια μετά την παρισινή πρεμιέρα της Τόσκα, ο Ιταλός συνθέτης Τζάκομο Πουτσίνι, ενώ ετοιμαζόταν για την πρεμιέρα της όπεράς του Έντγκαρ στη Σκάλα του Μιλάνου, ήρθε σε επαφή με το έργο του Σαρντού και ενθουσιασμένος ζήτησε από τον εκδότη του, Τζούλιο Ρικόρντι, να εξασφαλίσει τα δικαιώματα για να συνθέσει μία όπερα βασισμένη στην Τόσκα.

Ο Σαρντού όμως δίστασε να δώσει τα δικαιώματα σε έναν νέο και ως τότε μη επιτυχημένο συνθέτη όπερας. Ο Πουτσίνι αφοσιώθηκε στη σύνθεση της όπερας Μανόν Λεσκώ, η οποία και γνώρισε το 1893 μία θριαμβευτική επιτυχία, όπως συνέβη λίγο αργότερα (1896) με τη Μποέμ.

Βλέποντας, ωστόσο, το 1895 στη Φλωρεντία τη Σάρα Μπερνάρ να υποδύεται την Τόσκα, η επιθυμία του να καταπιαστεί με αυτή την ηρωίδα αναζωπυρώθηκε. Στο μεταξύ ο Σαρντού είχε δώσει την έγκρισή του για μία όπερα βασισμένη στην Τόσκα, στον Ιταλό συνθέτη Αλμπέρτο Φραντσέττι, ο οποίος όμως (με κάποιον τρόπο που δεν έχει πλήρως εξακριβωθεί) πείστηκε να αποσυρθεί και να παραχωρήσει την άδεια ενασχόλησης με το εν λόγω θέμα στον Πουτσίνι. Οι λιμπρετίστες Τζουζέπε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, που είχαν γράψει το λιμπρέτο τόσο για τη Μανόν Λεσκώ όσο και για τη Μποέμ, ανέλαβαν να κάνουν το ίδιο και για την Τόσκα.
 
Τον Σεπτέμβριο του 1899 η παρτιτούρα της όπερας ήταν έτοιμη και εστάλη στον Ρικόρντι προς έκδοση, ενώ η πρεμιέρα της δόθηκε στο Θέατρο Costanzi στη Ρώμη (στην πόλη όπου εξελίσσεται άλλωστε το έργο) στις 14 Ιανουαρίου 1900.

Οι πρώτες κριτικές δεν υπήρξαν και τόσο ευμενείς: ένα έργο, στο οποίο περιλαμβάνονται δύο αυτοκτονίες, δύο φόνοι, μία σκηνή βασανιστηρίων και μία απόπειρα βιασμού, θεωρήθηκε εκείνη την εποχή ακατάλληλο για τον χώρο της όπερας.

Open Image Modal
Culture Club via Getty Images

Αλλά η δραματική δύναμη της μουσική του Πουτσίνι ήταν αρκετή για να χαρίσει αρκετά σύντομα στην Τόσκα μία σταθερή θέση στο οπερετικό ρεπερτόριο διεθνώς και να την καταστήσει ένα από τα πλέον μνημειώδη και αγαπημένα έργα του ιταλικού βερισμού.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι στο έργο περιλαμβάνονται μερικές από τις πιο δημοφιλείς άριες της ιταλικής όπερας στο σύνολό της, όπως η άρια της Α’ Πράξης «Recondita armonia» (ο ζωγράφος Μάριο Καβαραντόσσι τραγουδά για τη σχέση που παρουσιάζει το πορτρέτο που φιλοτεχνεί με το πρόσωπο της αγαπημένης του, Φλόρια Τόσκα), η άρια της Β’ Πράξης «Vissi d’arte» (η συντετριμμένη Τόσκα στοχάζεται πάνω στο χτύπημα που έχει δεχθεί από τη Μοίρα) και η άρια της Γ’ Πράξης «E lucevan le stele» (ο Καβαραντόσσι λίγο πριν την εκτέλεσή του σκέφτεται την αγαπημένη του).

Το πρόγραμμα με μια ματιά

Τζιάκομο Πουτσίνι (1858–1924)

Τόσκα, όπερα σε τρεις πράξεις (παρουσίαση σε μορφή κοντσερτάντε)

Σολίστ 

Βαλεντίνα Μπόι, Φλόρια Τόσκα

Δημήτρης Πακσόγλου, Μάριο Καβαραντόσσι

Δημήτρης Τηλιακός, Βαρόνος Σκάρπια

Χριστόφορος Σταμπόγλης, Τσέζαρε Αντζελόττι

Ευάγγελος Μανιάτης, νεωκόρος/ Σαρρόνε/ δεσμοφύλακας

Τζον Χοϊτσενρέντερ, Σπολέττα

Μάιρα Μηλολιδάκη , βοσκόπουλο


Μουσική διεύθυνση

Στέφανος Τσιαλής


Συμμετοχές
Χορωδία του Ο.Τ.Ε. (διδασκαλία-διεύθυνση: Δημήτρης Μπουζάνης)
Αθηναϊκό Χορωδιακό Σύνολο (διδασκαλία-διεύθυνση: Δημήτρης Καραβέλης).

Μέγαρο Μουσικής

Τιμές εισιτηρίων: 30 ευρώ, 25 ευρώ, 15 ευρώ, 10 ευρώ και 5 ευρώ (εκπτωτικό).