Η ιστορία και το πλήθος
|
Open Image Modal
Eurokinissi

Από εκείνο το πρώτο, πάνδημο συλλαλητήριο στην Θεσσαλονίκη για το όνομα της Μακεδονίας, έχουν περάσει 26 ολόκληρα χρόνια.

Ήταν Φεβρουάριος του 1992. Ο κόσμος ζούσε το σοκ του «τέλους της ιστορίας». Η Γερμανία είχε μόλις επανενωθεί μετά από 46 χρόνια. Η κόκκινη σημαία είχε υποσταλεί στην Μόσχα και η Σοβιετική Ένωση είχε δώσει την θέση της σε έναν αστερισμό νέων εθνικών κρατών. Μια χώρα, η Τσεχοσλοβακία, επρόκειτο να κοπεί στα δύο, μ΄ ένα βελούδινο διαζύγιο. Και δίπλα μας, μια άλλη χώρα ζούσε αντί βελούδου την ακραία φρίκη της απελευθέρωσης των φονικών ενστίκτων. Η γειτονική, οικεία Γιουγκοσλαβία διαλυόταν και πνιγόταν στο αίμα. Ξαφνικά, τα σύνορα έπαψαν να είναι αμετακίνητα, απαραβίαστα. Όλοι οι δαίμονες της ιστορίας έμοιαζε να έχουν αφυπνιστεί και να μας στοιχειώνουν.

Σ εκείνα τα πρώτα συλλαλητήρια, λοιπόν, η βοή της ιστορίας ήταν παρούσα και έβρισκε την παραμορφωμένη της ηχώ στα αισθήματα και τα συνθήματα του πλήθους. Αλλά, 26 χρόνια αργότερα; Ο κόσμος γύρω μας μοιάζει πια παγιωμένος. Και δυόμιση δεκαετίες διαπραγματεύσεων με τους γείτονες και καθημερινών συναλλαγών μαζί τους έχει απομαγεύσει σε μεγάλο βαθμό την διαφορά. Η βοή της ιστορίας απουσιάζει. Αλλά τι έχει πάρει την θέση της; Τι κινεί σήμερα το πλήθος; Δύο δυνάμεις, νομίζω.

Η μία είναι η δυσπιστία. Δυσπιστία γενικά απέναντι στις δυνάμεις που κυβερνούν τον κόσμο, ειδικά απέναντι σε μια κυβέρνηση που ξόδεψε το κεφάλαιο εμπιστοσύνης που διέθετε για να στρίψει το τιμόνι από την καταγγελία των μνημονίων στην εφαρμογή τους, δυσπιστία συνολικά απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Το δηλητήριο αυτό, της δυσπιστίας δεν κυκλοφορούσε στις φλέβες των συλλαλητηρίων του 1992-94. Και οι δόσεις του ήταν εξαιρετικά αραιές την προηγούμενη φορά που το θέμα του ονόματος ήρθε στο προσκήνιο, το 2007-8. Απόδειξη: Ενώ η κυβέρνηση Καραμανλή διαπραγματευόταν τότε, με την συναίνεση όλων των κομμάτων πλην Καρατζαφέρη, μια «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό», μια απόπειρα να οργανωθεί συλλαλητήριο στην Θεσσαλονίκη δεν είχε συγκεντρώσει πάνω από 4-5.000 ανθρώπους.

Η δεύτερη δύναμη είναι μια βαθιά, συλλογική ανάγκη για μια συμβολική νίκη. Η οκταετία της κρίσης- το δείχνουν καθαρά οι δημοσκοπήσεις- άφησε πίσω της, εκτός από χαμένα εισοδήματα, κατεστραμμένες επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας κι ένα βαθύ τραύμα. Μια αίσθηση πληγωμένου φιλότιμου, ταπείνωσης κι ένα αίσθημα ντροπής, που μια πρόσφατη δημοσκόπηση της MRB ανέδειξε ως κυρίαρχο αίσθημα στην χώρα. Κι έτσι, αν στα συλλαλητήρια του 1992 αντηχούσε παραμορφωμένη η βουή της ιστορίας, στα συλλαλητήρια του 2018 αντηχεί, παραμορφωμένο επίσης, ένα αίτημα συλλογικής επιβεβαίωσης, ανάκτησης της αυτοεκτίμησης, μέσω μιας νίκης- έστω και επί φανταστικού, ανύπαρκτου αντιπάλου. Μέσω της αντίστασης σε κάτι που εκλαμβάνεται ότι μας επιβάλουν άλλοι.

Η ψυχρή λογική λέει ότι μετά 26 χρόνια υπάρχει σήμερα μια χαραμάδα ευκαιρίας για την επίλυση μιας διαφοράς, η παράταση της οποίας δεν ωφελεί την χώρα μας. Οι γείτονες, διαθέσιμοι για έναν συμβιβασμό για λίγο, στην αρχή, το 1992-93, οχυρώθηκαν κατόπιν στην πεποίθηση πως οι διμερείς αναγνωρίσεις των περισσότερων και των σημαντικότερων χωρών (περιλαμβανομένων των ΗΠΑ και της Ρωσίας) με το όνομα που εκείνοι έδωσαν στον εαυτό τους, τους απαλλάσσει από την ανάγκη ενός συμβιβασμού με την Ελλάδα. Και πως ο χρόνος δουλεύει υπέρ τους.

Ελάχιστες στιγμές ήταν στ′ αλήθεια ανοιχτοί σε συμφωνία (το 2001 ήταν μία από αυτές). Σήμερα, μόλις βγήκαν από μια μεγάλη πολιτική κρίση που παρά λίγο να σημαδευτεί από ένα πραξικόπημα, δείχνουν διατεθειμένοι να κάνουν ένα βήμα. Η χαραμάδα είναι μικρή και η επιτυχία κάθε άλλο παρά εγγυημένη. Αλλά η ψυχρή λογική θα έλεγε: ας δοκιμάσουμε.

Αλλά απέναντι στην ψυχρή λογική στέκει το συμβολικό βάρος του συλλαλητηρίου. Η διπλωματία, η ψύχραιμη και νηφάλια αποτύπωση των διεθνών συσχετισμών θα μπορούσε και να το αγνοήσει. Η Πολιτική, όμως, όχι. Η Πολιτική είτε θα καταφέρει να συνομιλήσει με το πλήθος και να γειώσει τις έλλογες επιδιώξεις της στο αίσθημά του, είτε θα αποτύχει. Προς το παρόν, υπαιτίως, αποτυγχάνει.