Δεκάδες ανθρωπιστικές οργανώσεις και ακτιβιστές από ολόκληρο τον κόσμο εστιάζουν εδώ και μήνες στην περίπτωση της Κάιλι Μουρ-Γκίλμπερτ. Για όσους δεν θυμούνται το όνομά της, υπενθυμίζουμε πως πρόκειται για την Αυστραλοβρετανίδα ακαδημαϊκό και λέκτορα Ισλαμικών Σπουδών στο Ασιατικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου που για καιρό βρέθηκε στις διαβόητες φυλακές Εβίν της Τεχεράνης -συνήθη προορισμό πολιτικών κρατουμένων- κάτω από συνθήκες απομόνωσης, αφού καταδικάστηκε σε δεκαετή κάθειρξη για κατασκοπεία, χωρίς φυσικά να γνωστοποιηθούν οι ακριβείς κατηγορίες που αντιμετωπίζει.
Η ακαδημαϊκός στο έργο της επικεντρώνεται στο επαναστατικό κίνημα στην Μέση Ανατολή και στον Περσικό Κόλπο καθώς και στο σιιτικό Ισλάμ. Οι συγγενείς της γυναίκας υποστηρίζουν πως η Μουρ κρατείται στην Τεχεράνη από την άνοιξη του 2019, με την υπόθεση να προκαλεί παγκόσμιο προβληματισμό για τις δεκάδες υπηκόους της Δύσης που κρατούνται στις ιρανικές φυλακές, χωρίς καν να εξασφαλίζονται τα βασικά τους δικαιώματα.
Πριν από ένα χρόνο, η Γαλλοϊρανή ανθρωπολόγος Φαρίμπα Αντελκά συνελήφθη μαζί με τον συνάδελφό της, Λοράν Μαρσάλ ενώ το ίδιο συνέβη και στην Βρετανοϊρανή, Ναζανίν Ζαγκαρί-Ράτκλιφ, στέλεχος του Thomson Reuters Foundation που για τρία χρόνια παρέμεινε έγκλειστη. Όλοι τους έχουν συλληφθεί και κρατούνται χωρίς σαφή δικαιολογία. Όλοι τους επίσης καταγγέλλουν ψυχολογικά βασανιστήρια και παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ τονίζουν με κάθε τρόπο πως απλώς έκαναν την δουλειά τους και δεν έχουν καμία εμπλοκή με κατασκοπευτικά δίκτυα.
H φωνή της Κάιλι Μουρ-Γκίλμπερτ πρέπει να ακουστεί παντού. Να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο. Οι οργανώσεις και οι θεσμοί που μιλούν για ανθρώπινα δικαιώματα οφείλουν να σηκώσουν ανάστημα για να υπερασπιστούν τις φυλακισμένες γυναίκες του Ιράν πιο πολύ από ποτέ και οι κυβερνήσεις να σταματήσουν να παίζουν με το δράμα των ανθρώπων που οδηγούνται σε εξόντωση. Η Κάιλι, η Φαρίμπα, η Λοράν έχουν χάσει τα πάντα. Κι όταν έχεις χάσει τα πάντα δεν φοβάσαι τίποτα.
Η Κάιλι Μουρ-Γκίλμπερτ ήταν δακρυσμένη, τρομοκρατημένη και ψυχολογικά καταρρακωμένη μέσα στην γυναικεία πτέρυγα των φυλακών αναφέρουν πηγές εντός του χώρου, όπως αναφέρει σήμερα αποκλειστικό ρεπορτάζ του βρετανικού Guardian. Oι λεπτομέρειες σχετικά με την κατάστασή της δόθηκαν στην δημοσιότητα καθώς φίλοι και συνάδελφοί της καταδίκασαν δημόσια την στρατηγική «σιωπηλής διπλωματίας» της αυστραλιανής κυβέρνησης, που σύμφωνα με τις καταγγελίες, δεν την βοήθησε όσο θα έπρεπε.
Δημοσιογράφοι του Guardian άκουσαν την ηχογραφημένη φωνή της ακαδημαϊκού όπου μιλώντας στα περσικά είπε: «Δεν μπορώ να φάω τίποτα. Αισθάνομαι απελπισμένη. Είμαι στα πρόθυρα της κατάθλιψης». Φίλοι της Μουρ επιβεβαιώνουν πως πρόκειται για την φωνή της ίδιας. Ενώ η επιστήμονας βρέθηκε αρχικά σε έναν χώρο που κρατούνταν πολλοί τρόφιμοι σε καραντίνα, ως μέτρο πρόληψης ενάντια στον κορονοϊό, δύο μέρες αργότερα μεταφέρθηκε στην πτέρυγα με τον γενικό πληθυσμό των φυλακών προκειμένου να διακοπεί περαιτέρω η πρόσβασή της στον έξω κόσμο, αναφέρουν οι πηγές που μίλησαν στο βρετανικό μέσο.
«Μετά την μεταφορά της, η Κάιλι προσπάθησε να ζητήσει βοήθεια από έναν συγκρατούμενό της ώστε να γράψει μια επιστολή στον πρέσβη της Αυστραλίας στο Ιράν ζητώντας του να την επισκεφτεί επειγόντως», σημείωσε ένας άνθρωπος που βρέθηκε μαζί της κατά την καραντίνα σε μήνυμα που κατάφερε να στείλει στους δημοσιογράφους. «Η γυναίκα είναι σε άσχημη κατάσταση. Τρομοκρατήθηκε πολύ μετά από μια συνάντηση με τους αξιωματικούς της φυλακής», ανέφερε η ίδια πηγή.
Η φυλακή Καρτσάκ, στην οποία βρίσκεται τώρα η ακαδημαϊκός, έχει την φήμη μιας από τις πιο σκληρές στο Ιράν. Τον περασμένο μήνα, το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών την χαρακτήρισε «μέρος που διαπράττονται δολοφονίες, βασανιστήρια ή άλλες σοβαρές παραβιάσεις των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Κατά την διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον σύζυγο της φυλακισμένης δικηγόρου Νασρίν Σοτουτέχ, η Μουρ είπε πως αισθάνεται απελπισμένη και απομονωμένη.
«Δεν έχω μια τηλεφωνική κάρτα για να καλέσω κάποιον. Ζήτησα από τους αξιωματικούς εδώ πριν από ένα μήνα για να επικοινωνήσω με τους γονείς μου, αλλά δεν μου έδωσαν», συμπλήρωσε. Άλλη πηγή στην Τεχεράνη που γνωρίζει καλά την υπόθεση διευκρίνισε πως η γυναίκα μεταφέρθηκε στις φυλακές Καρτσάκ μετά από επικοινωνία της αυστραλιανής με την ιρανική κυβέρνηση σχετικά με την καταδίκη και την φυλάκισή της. Εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών και Εμπορίου της Αυστραλίας (Dfat) δήλωσε ότι η υπόθεση της Μουρ είναι «μία από τις προτεραιότητες της αυστραλιανής κυβέρνησης».
Στην χώρα, φίλοι και συνάδελφοί της γυναίκας, που τόσο καιρό έμειναν σιωπηλοί με την ελπίδα ότι η απελευθέρωσή της θα μπορούσε να εξασφαλιστεί ήσυχα, μιλούν τώρα για λογαριασμό της. Η Δρ. Ντάρα Κοντουίτ, ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο Deakin, δήλωσε ότι «η ήρεμη διπλωματία απέτυχε». «Η Kάιλι έχει περάσει σχεδόν δύο χρόνια στη φυλακή και έχει αντιμετωπιστεί χειρότερα από οποιονδήποτε άλλο ξένο υπήκοο που βρίσκεται σήμερα στο Ιράν», υπογράμμισε.
Η Αυστραλοβρετανίδα πανεπιστημιακός τον Δεκέμβριο πραγματοποίησε απεργία πείνας μετά την απόρριψη της έφεσής της κατά της πρωτόδικης ποινής. Η υπόθεσή της έχει δημιουργήσει αίσθηση διεθνώς και δεκάδες κυβερνήσεις εκφράζουν έντονη ανησυχία ζητώντας να αντιμετωπιστεί δίκαια, με ανθρωπισμό και σε συμφωνία με τα διεθνή πρότυπα.