Θεέ μου, δώσε μου αυτό που θέλεις, δεν έχω άλλη επιλογή, καλό ή κακό, αλλά δώσε μου τη δύναμη και να μπορέσω να το ξεπεράσω, είπε, το 1970 μοιράζοντας με όλους την προσευχή αυτή στην συνέντευξη της, 47 χρόνων τότε και έξι χρόνια πριν το δεύτερο ταξίδι της. Αν αφουγκραστείς τα λεγόμενα κάποιου μπορείς να καταλάβεις τα βιώματά του. Η Κάλλας δεν είχε και δεν έχει άλλη επιλογή από το να γίνει η καλύτερη τραγουδίστρια όπερας. Ή τουλάχιστον αυτό την έκανε να πιστεύει η μητέρας της.
Ο μπαμπάς της φαρμακοποιός της εποχής στη Νέα Υόρκη και η Μαρία να θέλει να ακολουθήσει το επάγγελμα. Να θέλει να βρει κάποιον να ξεκινήσει οικογένεια κι εκείνη να είναι φαρμακοποιός. Θυμόσοφος από μικρή, αυξημένης οξυδέρκειας και συναισθηματικής νοημοσύνης, η Μαρία θέλει να αναπαράγει αυτό που ξέρει ότι σημαίνει θαλπωρή και αγάπη, τη σχέση της με τον πατέρα της, μια σχέση χωρίς κατάκριση.
Η Μαρία φεύγει από την Νέα Υόρκη. Όπως ο Δίας την Ευρώπη, έτσι και η μητέρα της αρπάζει την Μαρία. Την φέρνει στην Αθήνα και την πείθει ότι πρέπει να γίνει Κάλλας αφού η επιβίωση όλη της οικογένειας της εξαρτάται από αυτό. Πόλεμος ξεσπά μέσα και έξω της και μετά από ιστορικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες η Μαρία πια γίνεται Κάλλας. Οι φωνές της μητέρας της την πείθουν να γίνει Κάλλας, φυσικά όμως αναγνωρίζοντας κι αυτή η ίδια το ταλέντο της. Πλέον τα γνωστά μοτίβα δεν είναι η θαλπωρή και η ανιδιοτελής αγάπη εκ πατρός αλλά η υπό όρους θυελλώδης έγκριση εκ μητρός.
Πόσο γνήσια Ελληνίδα η Κάλλας που ακόμα και το ίδιο της το ταλέντο εργαλειοποιεί η ελληνική οικογένεια για να επιβεβαιώσει ότι τα παιδιά των Ελλήνων είναι συνέχεια των γονέων τους. Κακοποιητικές συγκυρίες, με την φτώχια για πρωταγωνιστή, παρέα με τον απομονωτικό πόλεμο επισφραγίζουν την εξάρτηση από τους γονείς και πάντα η ικανοποίηση τους υποσυνείδητα μοιάζει μονοπάτι μοναδικό.
Ύστερα έρχεται και ο έρωτας που δεν είναι τίποτα άλλο από μια υπέρλαμπρη καταφανή παρέλαση των μοτίβων μας. Ο Άρι, όπως η Κάλλας αποκαλούσε τον Ωνάση, συνδύαζε και τα δύο μοτίβα. Την αμέλεια του νεανικού έρωτα με την αγάπη και ασφάλεια εκ πατρός, αλλά και την άπιαστη ικανοποίηση και αγάπη εκ μητρός. Όπως κάθε χημική αντίδραση έτσι και ο έρωτας κάποια στιγμή ολοκληρώνεται. Τότε βλέπουμε τα πάντα όπως είναι, αστρέβλωτα, και απομακρυνόμενοι εξετάζουμε τα μοτίβα μας.
Η Κάλλας ήθελε να τελειώσει το πρώτο της ταξίδι γυρίζοντας πίσω στη Μαρία. Βασικό συστατικό αυτής της συνταγής είναι μια τρίτη τοποθεσία, που δεν υπήρξε κατά τη μετάβαση από Μαρία σε Κάλλας. Παρίσι! Διαμένει πια σε ένα υπέροχο διαμέρισμα με ανατεθειμένες μέριμνες σε άλλους για τα καθημερινά τετριμμένα. Δεύτερο συστατικό η εκδίκηση, με μορφή αδιαφορίας για τις ανάγκες τις μητέρας. Τρίτο και βασικό ο χρόνος γιατί η ενδοσκόπηση απαιτεί μεγάλη ποσότητα αυτού. Η Κάλλας βρήκε την συνταγή και ξεκίνησε την υλοποίηση της με την σύνταξη της αυτοβιογραφίας της. Το τρίτο συστατικό, όπως είχε είδη αναγνωρίσει στην προσευχή της δεν είναι, όμως, δικής της επιλογής. Η εκτέλεση της συνταγής δυστυχώς διακόπηκε απρόοπτα αφού το τρίτο συστατικό τελείωσε. Έτσι η Κάλλας δεν έγινε ποτέ Μαρία.
Όπως κάθε πραγματική καλλιτέχνης, έτσι και η Κάλλας συγκλίνει την ζωή της σε τέχνη. Η τέχνη δεν απαντά σε ερωτήματα, αλλά είναι εκεί για να γεννά απορίες και να κάνει παρατηρήσεις. Πολλοί κατηγόρησαν την μητέρα της Μαρίας ότι ακολουθώντας τα πρότυπα της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας επέμενε στο να αναγνωρίσει το ταλέντο της η Μαρία και έτσι μέσα από μια μονομερή και υπό όρους στήριξη -άλλωστε ο πατέρας της έμεινε στην Αμερική- να ξεπροβάλλει η Κάλλας. Γεννάται το ερώτημα του αν είναι μια καλλιτεχνική Μήδεια η μητέρα θυσιάζοντας την Μαρία για να γεννηθεί η Κάλλας.
Μια ζωή χωρίς τέχνη είναι σώμα χωρίς ψυχή, επέμενε ο Κικέρωνας. Στην δική μας περίπτωση ερωτόμαστε αν θα ήταν καλύτερα η Μαρία να μην γίνονταν Κάλλας, γιατί καμιά φορά μια απλή ζωή φαρμακοποιού που έχει δημιουργήσει οικογένεια είναι πιο απλή να ζήσει κάποιος. Ίσως η Κάλλας αυτό το ερώτημα προσπαθούσε να απαντήσει στην προσπάθεια της να ξαναγίνει Μαρία.
Το αν θα είχε προλάβει η Κάλλας να γίνει Μαρία είναι αυτό που ίσως έκανε την ζωή της ίδια με μια τραγική όπερα. Το αιώνια πρόβλημα του χρόνου και η δραματικότητα του πως έφυγε. Ίσως τελικά καμία από όλες αυτές τις ερωτήσεις να μην έχουν σημασία ή και ακόμα την απάντηση να την ήξερε η Κάλλας όταν προσευχόταν ότι ένα μεγάλο μέρος των πεπρωμένου μας καθορίζεται από εξωτερικούς παράγοντες , τους περισσότερους από τους οποίους οι αρχαίοι είχαν θεοποιήσει.
Όπως ανέφερα πιο πάνω η τέχνη υπάρχει και για να μας επιδεικνύει συσχετίσεις. Η αγάπη απελευθερώνει δεν τυφλώνει έχει πει η Δρ. Μάγια Άγγελου. Η Μαρία θα μπορούσε να γίνει Κάλλας με εναλλακτικό τρόπο. Έναν τρόπο που δεν θα απαιτούσε τον παραμερισμό της Μαρίας. Ο τρόπος αυτός είναι μέσα από την θεληματική αγάπη που δεν επιβάλλει κάποιος τρίτος αλλά είναι ευθεία συνάρτηση του καλλιτέχνη με το αντικείμενο του. Η Μαρία θα μπορούσε μόνη της να δει το καταφανές ταλέντο της και να μην είχε τυφλωθεί από τις πιέσεις της μητέρας και της εποχής που την έκαναν να το βλέπει σαν διέξοδο και όχι σαν επιλογή. Έτσι η Μαρία θα είχε γίνει Κάλλας μέσα από τη μεταμορφωτική δύναμη της αγάπης για την τέχνη της που θα την ολοκλήρωνε καθ’ όλη την ζωή της.
Κλείνοντας αισιόδοξα θα αναφέρω ότι οι σαφείς απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα δεν θα άλλαζαν αυτό που με σιγουριά ξέρουμε για την Μαρία Κάλλας, ότι το ταλέντο της είναι και θα είναι μια σταθερά στη ζωή της και στις ζωές μας. Η Μαρία έγινε Κάλλας και το ανέδειξε, διευκολύνοντας τον κόσμο να το δει και να το θαυμάσει σαν κατεργασμένο πια διαμάντι που λαμποκοπά. Αλλά και Μαρία να είχε μείνει, το διαμάντι δεν θα άλλαζε αξία απλά θα ήταν κρυμμένο πίσω από μια πιο παραδοσιακά συμβατική ζωή.