Γιατί άλλαξε η «κανονική» θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος και τι πρέπει να προσέχουμε

Και αφού άλλαξε η μέση φυσιολογική τιμή αλλάζει και το πότε έχουμε πυρετό, όπως επισημαίνει έρευνα της σχολής ιατρικής του Στάνφορντ.
Open Image Modal
AndreyPopov via Getty Images

Είτε έχετε πόνο στο στομάχι, είτε πόνο στις αρθρώσεις ή έστω ένα κρύωμα ένα από τα πρώτα πράγματα που θα σας ρωτήσει ένα γιατρός ή νοσηλευτής είναι εάν έχετε παρουσιάσει πυρετό και φυσικά μπορεί και ο ίδιος να σας θερμομετρήσει. Μια κανονική θερμοκρασία σώματος είναι μια ένδειξη πως στον οργανισμό μας όλα μοιάζουν να λειτουργούν σωστά ενώ στην αντίθετη περίπτωση μπορεί να σημαίνει, π.χ. πως μπορεί να καταπολεμά μια λοίμωξη.

Από το 1871, ως μέση «κανονική» θερμοκρασία θεωρείται πώς είναι οι 37° C (36,5° C έως 37,5° C) , όπως είχε καθοριστεί από Γερμανούς ιατρούς μετά τις εκατομμύρια θερμομετρήσεις που είχαν κάνει σε 25.000 ασθενείς. Όταν οι γιατροί σε ΗΠΑ και η Ευρώπη επανέλαβαν την έρευνα σε ντόπιους ασθενείς  κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα. Έτσι σήμερα για θερμοκρασίες από 37.5° C και πάνω μιλάμε για πυρετό.

Ωστόσο, σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στο eLife, οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ αναφέρουν ότι η κανονική θερμοκρασία του  ανθρώπινου σώματος έχει αλλάξει. Για την ακρίβεια έχει μειωθεί. Αυτό μοιραία σημαίνει πως τα πρότυπα που χρησιμοποιούν οι γιατροί για να αποφανθούν εάν η θερμοκρασία του σώματος ενός ασθενή είναι η επιθυμητή ή έχει πυρετό, πρέπει να αναθεωρηθούν και να επαναπροσδιοριστούν.  

Η Τζούλι Περσονετ, καθηγήτρια ιατρικής στην Σχολή Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ και η ομάδα της ανέλυσαν τα στοιχεία τριών μεγάλων βάσεων δεδομένων. Περισσότερες από 670.000 θερμομετρήσεις από περί τα 190.000 άτομα. Τα δεδομένα αφορούν την περίοδο 1862 - 2007.   

Η πρώτη βάση παρέχει ιατρικές πληροφορίες που έχουν συλλεχθεί από αμερικανούς στρατιώτες την περίοδο 1862 έως 1930, η δεύτερη από ιατρική έρευνα που διενεργήθηκε την περίοδο 1971-1975 και η τρίτη και πιο πρόσφατη περιλαμβάνει θερμομετρήσεις που έγιναν στο πλαίσιο έρευνας του Στάνφορντ την περίοδο 2007-2017.  

Η επιστημονική ομάδα διαπίστωσε ότι η μέση θερμοκρασία σώματος στην παλαιότερη βάση δεδομένων ήταν υψηλότερη από τις θερμοκρασίες που καταγράφηκαν σε κάθε μία από τις τελευταίες δύο περιόδους ερευνών.  

Κατά μέσο όρο, οι θερμοκρασίες μειώθηκαν κατά 0.03 ° C και 0.029 ° C ανά δεκαετία για τους άνδρες και τις γυναίκες, αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια των 150 ετών. Για να αντιμετωπιστεί το ερώτημα εάν τα θερμόμετρα ήταν λιγότερο ακριβή σε παλαιότερες εποχές ή αν οι προηγούμενες γενιές των ιατρών μετρούσαν διαφορετικά τη θερμοκρασία, οι επιστήμονες συνέκριναν επίσης τις θερμοκρασίες του σώματος σε μια μόνο ομάδα πληθυσμού  για να ελαχιστοποιήσουν πιθανές αστοχίες. Έτσι μεταξύ των Αμερικανών στρατιωτών, για παράδειγμα και διαπιστώθηκε  η τάση μείωσης της μέσης, κανονικής θερμοκρασίας παραμένει ισχυρή. Η θερμοκρασία όσων είχαν γεννηθεί νωρίτερα ήταν υψηλότερη από εκείνων που γεννήθηκαν αργότερα κατά περίπου 0,02 ° C ανά δεκαετία. 

Σε παρελθούσες μελέτες, όταν διαπιστωνόταν πως η πιο πρόσφατη μέση θερμοκρασία του ανθρώπινου οργανισμού ήταν χαμηλότερη, αυτό αποδιδόταν σε λάθος των προηγούμενων γενιών επιστημόνων, εξηγεί η καθηγήτρια. «Δεν νομίζω όμως ότι επρόκειτο για λάθος. Νομίζω ότι η θερμοκρασία (σ.σ. του ανθρώπινου σώματος) έχει μειωθεί».  

Όπως εξηγεί, είναι λογικό οι θερμοκρασίες του σώματος να αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου. «Ο μέσος όρος ύψους των ανθρώπων έχει αυξηθεί και αυτό το δεδομένο αλλάζει την θερμοκρασία. Επίσης ζυγίζουμε περισσότερα κιλά κάτι που επίσης επηρεάζει την θερμοκρασία του σώματός μας…Σήμερα η διατροφή μας είναι καλύτερη, έχουμε καλύτερη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και καλύτερη δημόσια υγεία. Έχουμε κλιματιστικά και θέρμανση. Άρα ζούμε πιο άνετα τη ζωή μας και σε πιο σταθερές θερμοκρασίες, 20 ° C  - 22 ° C στα σπίτια μας και το σώμα μας δεν αγωνίζεται για να διατηρηθεί ζεστό. Δεν είναι εξωπραγματικό το ότι η θερμοκρασία μας, εξαιτίας όλων αυτών, άλλαξε».

Ίσως όμως ο σημαντικότερος παράγοντας να είναι η ανάπτυξη θεραπειών για την αντιμετώπιση μολυσματικών ασθενειών κατά τον 20ο αιώνα. «Έχουμε απαλλαγεί από πολλές από τις φλεγμονώδεις καταστάσεις - φυματίωση, σύφιλη, περιοδοντική νόσο, πληγές που δεν επουλώνονταν, δυσεντερία, διάρροια - με αντιβιοτικά και εμβόλια», λέει η Παρσονετετ και συμπληρώνει «Επιπλέον, έχουμε νικήσει την γενική γενική φλεγμονή με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα και στατίνες. Όλα αυτά μας επιτρέπουν να ζούμε χωρίς φλεγμονές».  

Αυτό, με τη σειρά του, μπορεί να συνέβαλε σε μια τεράστια μείωση της μέσης θερμοκρασίας του ανθρώπινου σώματος, αφού αυτό δεν χρειάζεται π πια να «ανεβάσει» θερμοκρασία για την καταπολέμηση μίας ασθένειας. 

Αν και η μείωση της μέσης θερμοκρασίας σώματος δείχνει ότι οι άνθρωποι σήμερα είναι λιγότερο πιθανό να παρουσιάσουν μολύνσεις, αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είναι πιο υγιείς συνολικά από τις προηγούμενες γενιές, καθώς άλλες χρόνιες ασθένειες όπως ο διαβήτης και ο καρκίνος είναι πολύ διαδεδομένες τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό σημαίνει πως δεν είναι δεδομένο ότι ο πληθυσμός μιας χώρας, για παράδειγμα, των οποίων η μέση θερμοκρασία είναι χαμηλότερη από αυτή ενός άλλου πληθυσμού, είναι αναγκαστικά πιο υγιής. 

Αυτό ωστόσο που προκύπτει από τα ευρήματα της έρευνας ότι πως θα πρέπει να φύγουμε από την λογική της μίας «κανονικής» θερμοκρασίας σώματος για όλους και οι μετρήσεις να γίνουν πιο εξατομικευμένες υπολογίζοντας πολλούς παράγοντες που επηρεάζουν όπως το ύψος, το βάρος, την ηλικία, την ώρα της ημέρας, την εξωτερική θερμοκρασία.  

«Μπορούμε να εκτιμήσουμε καλύτερα ποια είναι η φυσιολογική θερμοκρασία για ένα άτομο από ό, τι σήμερα», υποστηρίζει η καθηγήτρια. «Τώρα χρησιμοποιούμε έναν αριθμό, αλλά αυτή η τιμή μπορεί να μην έχει νόημα, αφού μια κανονική θερμοκρασία μπορεί να είναι διαφορετική μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων ανθρώπων».