Η κατανάλωση ενέργειας σε μη βιώσιμο δρόμο

Στατιστική επιθεώρηση της British Petroleum για το 2018
Open Image Modal
kodda via Getty Images

Η ετήσια στατιστική επιθεώρηση της BP (το πιο διαδεδομένο εργαλείο αναλυτικής μελέτης στον τομέα της ενέργειας) εκδόθηκε μέσα τον Ιούνιο, για το έτος 2018. Το κεντρικό συμπέρασμα απηχεί τα κελεύσματα του οικολογικού κύματος που γνωρίζει ο δυτικός κόσμος τους τελευταίους μήνες: η κατανάλωση ενέργειας βρίσκεται σε μη βιώσιμο δρόμο.

Αναλυτικότερα, η κατανάλωση ενέργειας αυξήθηκε παγκοσμίως σε ποσοστό 2,9%, που αποτελεί τη μεγαλύτερη αύξηση από το 2010. Ακολούθως, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αυξήθηκαν κατά 2%, που αποτελεί το μεγαλύτερο ποσοστό αύξησης τα τελευταία επτά χρόνια.

Αυτό αντικατοπτρίζει την αύξηση ζήτησης υδρογονανθράκων – κυρίως φυσικού αερίου – στην Ασία (μόνη της η Κίνα προκαλεί το 35% της συνολικής αύξησης στη κατανάλωση ενέργειας παγκοσμίως) και κυρίως, την ταυτόχρονη καθίζηση στην ανάπτυξη των ΑΠΕ, πρώτη φορά από το 2001.

Αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι υπερδιπλάσιοι του ρυθμού αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού, ο οποίος διαμορφώθηκε στο 1,07% το 2018. Με αυτόν τον ρυθμό ανάπτυξης, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αναμένεται να διπλασιαστούν σε βάθος τριακονταετίας. Θυμίζουμε ότι, βάσει της Συμφωνίας των Παρισίων για τη κλιματική αλλαγή, στόχος μίας πλειοψηφίας κρατών (συμπεριλαμβανομένων των κρατών μελών της ΕΕ και της Κίνας), είναι ο περιορισμός της αύξησης της θερμοκρασίας στους δύο βαθμούς κελσίου άνω του προ-βιομηχανικού επιπέδου. Για να γίνει αυτό, οι εκπομπές πρέπει να μειωθούν δραστικά και σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (χωρίς ωστόσο η Συμφωνία των Παρισίων να θέτει ποσοτικούς στόχους).

Σε μία παγκόσμια οικονομία που συνεχίζει αδιαλείπτως να στηρίζεται στις τρεις βασικές κατηγορίες υδρογονανθράκων (άνθρακα, πετρέλαιο, φυσικό αέριο), σε ποσοστό 87%, το φυσικό αέριο αποτέλεσε το 2018 τον βασικό παράγοντα στην αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης. Αυτό οφείλεται αφενός στην πολυετή προσπάθεια των αναπτυσσόμενων χωρών της Ασίας να μειώσουν την παραγωγή ρεύματος με βάση τον άνθρακα, αντικαθιστώντας τον με το «καθαρότερο» φυσικό αέριο, αφετέρου στη μαζικότερη ετήσια αύξηση που παρατηρήθηκε ιστορικά στην κατανάλωση αερίου των ΗΠΑ. Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη δεν αποτυπώθηκε στις τιμές του φυσικού αερίου, οι οποίες γνώρισαν στασιμότητα, κυρίως λόγω αυξανόμενης διοχέτευσης αμερικανικού αερίου στην παγκόσμια αγορά.

Στην Ευρώπη, αντίθετα, η κατανάλωση αερίου μειώθηκε κατά 2%, όμως οι εισαγωγές αυξήθηκαν, καθώς η εσωτερική παραγωγή μειώθηκε περαιτέρω. Ακόμη και εδώ, στην πιο ανεπτυγμένη και μία από τις πιο επιδοτούμενες αγορές ΑΠΕ, η πρόσθετη ισχύς στον τομέα αυτό γνώρισε πτώση σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια (22 πρόσθετα γιγαβάτ το 2018, αντί 23 το 2017).

Οι παραπάνω μεγάλες τάσεις δεν αφήνουν ανεπηρέαστη την Ανατολική Μεσόγειο. Σε Ελλάδα και Κύπρο μένει ακόμα να ληφθούν σημαντικές αποφάσεις όσον αφορά τις επιλογές των δυνητικών εξαγωγών φυσικού αερίου, που θα προσδιορίσουν σε μεγάλο βαθμό τις στρατηγικές συνεργασίες του παρόντος, αλλά και γενικότερες αποφάσεις που αφορούν την πορεία προς μία οικολογικά και γεωπολιτικά βιώσιμη κατανάλωση ενέργειας, την ίδια στιγμή που η ΔΕΗ γνωρίζει μία κρίση ρευστότητας άνευ προηγουμένου – απότοκη μίας ανεπαρκώς σχεδιασμένης και καθόλα αμφισβητήσιμης επιλογής απαλλαγής από τον λιγνίτη.

Τέλος, να σημειώσουμε ότι για έβδομο συναπτό έτος από την γεώτρηση στην περιοχή Αφροδίτη, η στατιστική επιθεώρηση της BP δεν λαμβάνει υπόψη τα αποθέματα φυσικού αερίου της Κύπρου (παρότι αυτά υπερβαίνουν, σύμφωνα με τα όσα έχουν ανακοινωθεί, τα 100 δισ. κυβικά μέτρα). Γεγονός άξιο προβληματισμού, ειδικότερα στη παρούσα γεωπολιτική συγκυρία.

 

Πρώτη δημοσίευση στο ardin-rixi.gr