Πρόσφατα μια διαφήμιση τράβηξε το ενδιαφέρον μου. Έδειχνε ένα αγόρι σε ένα τεράστιο σπίτι, το οποίο περνά από όλα τα δωμάτια καταστρέφοντας τα πάντα. Αφού δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο, πηγαίνει στην αδερφή του που ζωγραφίζει ήσυχα και αναποδογυρίζει την παλέτα της λερώνοντας με τα χρώματα το χαλί. Η μητέρα φαίνεται για λίγα δευτερόλεπτα απορημένη και εντελώς αδρανής. Ξαφνικά πετάγεται στην οθόνη μια μάρκα προφυλακτικών. Αν προς στιγμήν μπορεί να γελάσει κανείς, με μια δεύτερη σκέψη θα πρέπει να κλάψουμε.
Οι διαφημίσεις προβάλλουν συχνά το συλλογικό ασυνείδητο μιας κοινωνίας. Παρουσιάζουν τις κοινωνικές αναπαραστάσεις της, το τι είναι επιθυμητό, τα πρότυπα που κυριαρχούν ή ακόμη και προβληματισμούς. Κάποτε τα παιδιά παρουσιάζονταν στις διαφημίσεις ως άγγελοι που άλειφαν το ψωμί με το διαφημιζόμενο βούτυρο και σκορπούσαν ευτυχία. Ακόμη και ως ζωηρά πλάσματα που λέρωναν τα ρούχα τους με σοκολάτα ή χώμα συνέχιζαν να προσφέρουν χαρά στη μαμά τους, η οποία άλλωστε είχε το καλύτερο απορρυπαντικό. Ή υπήρχε κι αυτή η διαφήμιση με το «γιατί μαμά», που παρουσίαζε την υπέροχη περίοδο όπου ένα νήπιο ανακαλύπτει τον κόσμο.
Εν τέλει τώρα αυτό το σποτ μας λέει πως το σημερινό παιδί είναι ένα μικρό τέρας που στρέφεται εναντίον του σπιτιού του, του χώρου όπου υποτίθεται ότι νιώθει κανείς τη μεγαλύτερη ασφάλεια. Ο γονιός είναι ένα αμήχανο, άβουλο πλάσμα που αφήνεται στην καταστροφή της ζωής του. Οπότε προτείνεται η αντισύλληψη, όχι επειδή δεν είναι επιθυμία για κάποιον ένα παιδί αλλά για να μην φέρει στη ζωή ένα τρομακτικό ον που θα διαλύσει το σύμπαν του.
Ζούμε, λοιπόν, σε μια κοινωνία όπου φοβόμαστε τα παιδιά; Μήπως βρισκόμαστε σε κάποια ταινία θρίλερ και δεν το έχουμε καταλάβει; Όπως το βλέπει κανείς. Πάντως πάνω από 10.700 περιστατικά ανήλικης παραβατικότητας υπήρξαν το 2023.
Καταρχάς να πούμε ότι η καταστροφικότητα των παιδιών δεν είναι κάτι που μας ξημέρωσε ξαφνικά σήμερα. Το τραγούδι «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο» του Μάνου Χατζιδάκι μας δείχνει ότι τα παιδιά έχουν υπάρξει ιδιαίτερα καταστροφικά σε άλλες εποχές. Οπότε το να καταλάβουμε ότι η διαφήμιση με το βούτυρο είναι τεράστιο ψέμα είναι μια πρόοδος. Όλοι έχουμε πάει στο σχολείο και όλοι υπήρξαμε παιδιά. Κάτι που μου γεννά απορία είναι γιατί όταν οι ενήλικοι κάνουν παιδιά ξεχνούν εντελώς πώς είναι ο παιδικός κόσμος, ενώ τον έχουν ζήσει και προτιμούν αλλοιωμένες εικόνες του, οι οποίες προέρχονται κυρίως από τις ναρκισσιστικές τους ανάγκες.
Για παράδειγμα, συχνά στις μικρές ηλικίες βλέπουν μια εξιδανικευμένη εικόνα του δικού τους παιδιού, το θεωρούν έναν μικρό άγγελο ο οποίος όταν μπαίνει στην κοινωνία είναι μόνο ένα υποψήφιο θύμα που θα παραβιαστεί από όλους και δεν υπάρχει καμία περίπτωση να έχει το ίδιο κάποια ακατάλληλη συμπεριφορά. Κι όμως, όποιος έχει δει τον κόσμο των παιδιών ή τον θυμάται από τα παιδικά του χρόνια ξέρει πολύ καλά ότι οι αλληλεπιδράσεις τους είναι κάτι πολύ παραπάνω από γραμμικές σχέσεις θύτη-θύμα. Δεν μιλάμε φυσικά για περιπτώσεις σχολικού εκφοβισμού. Αλλά δεν είναι όλες οι διαφωνίες σχολικός εκφοβισμός, ειδικά στα μικρά παιδιά.
Μια ακραία αντίδραση στη σκληρή διαπαιδαγώγηση των αλλοτινών εποχών μας κάνει σήμερα να φοβόμαστε να δώσουμε βασικές οδηγίες ή να αποφεύγουμε να πειθαρχήσουμε τα παιδιά μας για να μην «τα τραυματίσουμε ψυχικά». Η Ψυχολογία και η Παιδαγωγική κακοποιούνται καθημερινά στο διαδίκτυο από ανθρώπους που δεν έχουν σχετικές σπουδές και γνώσεις πάνω στο αντικείμενο και μεταφέρουν παντού αλλοιωμένα μηνύματα.
Και αυτό τελικά είναι το πρόβλημα. Μέσα σε όλη αυτή τη «γνώση» που έχουμε υποτίθεται για τα παιδιά, ακόμη δεν έχουμε καταλάβει τον κόσμο τους. Δεν έχουμε καταλάβει ότι η σημερινή πληθώρα και η υπερπροσφορά τα πνίγει. Η ασταμάτητη απόλαυση τα κάνει να μην χαίρονται τίποτα. Η διαρκής απαίτηση για επιτεύγματα, αθλητικά ή καλλιτεχνικά, τα εξοντώνει. Δεν έχουμε καταλάβει την ανάγκη τους για τα απλά, για μια συζήτηση, για το παιχνίδι, για εκπαίδευση με ενδιαφέρον, για ελεύθερη έκφραση. Πάνω από όλα, δεν έχουμε καταλάβει την ανάγκη των παιδιών για καθοδήγηση και ασφάλεια.
Ο κόσμος των ενηλίκων οφείλει να θέτει τα όρια στα οποία κινούνται τα παιδιά, οι ενήλικοι βάζουν τους κανόνες. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για την οικογένεια. Ένας κοινωνικός χώρος που φιλοξενεί παιδιά οφείλει να θέτει κανόνες. Δείτε τα παιδικά θέατρα, για παράδειγμα. Επιτρέπουν την κατανάλωση φαγητού μέσα στους χώρους, όπου υποτίθεται ότι καλλιεργούν τις ψυχές τους. Μετά από μια παιδική παράσταση η αίθουσα του θεάτρου είναι σαν βομβαρδισμένη, γεμάτη χυμένα ποπ κορν και σκουπίδια. «Επιτρέπεται να είμαστε ασεβείς», αυτό είναι το μήνυμα που παίρνουν τα παιδιά όσες ατάκες κι αν πουν στο θέατρο οι ηθοποιοί για τον σεβασμό.
Το παιδί της διαφήμισης που καταστρέφει το σπίτι του είναι ένα παιδί που δεν ξέρει πού να σταματήσει, γιατί κανείς δεν του λέει να σταματήσει. Αυτό είναι στα καθήκοντα των ενηλίκων μιας κοινωνίας. Κανείς όμως δεν αντέχει να ματαιώσει τα παιδιά και όλοι, γονείς και κοινωνία, ασχολούνται διαρκώς με το πώς θα χαρούν ασταμάτητα, πώς θα απολαύσουν όλο και περισσότερες λιχουδιές, διασκεδάσεις, παιχνίδια, δραστηριότητες και όλα αυτά για να κινείται το χρήμα εις βάρος τελικά της παιδικής ψυχής.
Εν τέλει, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε σοβαρά το φαινόμενο της παιδικής παραβατικότητας οφείλουμε να προβληματιστούμε βαθιά, όχι μόνο για την ανικανότητα της οικογένειας και του σχολείου, αλλά και για την τοξική νοοτροπία που διακατέχει μια ολόκληρη κοινωνία.
Και πάνω από όλα πρέπει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τα ίδια τα παιδιά, να δούμε τον κόσμο όχι με τις δικές μας προκαταλήψεις και επιθυμίες, αλλά μέσα από τα δικά τους μάτια.
Και ας κατανοήσουμε επιτέλους ότι το να σταματάμε ένα παιδί που παραφέρεται δεν είναι για το παιδί κακοποίηση, δεν είναι ψυχικό τραύμα. Είναι ασφάλεια.