Η κεντροαριστερά, ο Χάρης Δούκας, ο Αλέξης και ο ΓΑΠ

Το ελληνικό πολιτικό σύστημα σε κρίση Μέρος Γ΄
Open Image Modal
.
Eurokinissi

Η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία συνεχίζεται, και η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη να αναρριχηθεί έστω σε μία δεύτερη «τιμητική» θέση, πυροδότησαν και πάλι μία μάλλον ανούσια και ανερμάτιστη συζήτηση περί της δημιουργίας ενός νέου πολιτικού πόλου που θα δώσει τη δυνατότητα στους χαμένους των εθνικών εκλογών και των ευρωεκλογών να επανέλθουν στο προσκήνιο.

Ο άνθρωπος στο μυαλό του οποίου, εδώ και δύο τουλάχιστον χρόνια, κλωθογυρίζει αυτή η ιδέα είναι ο Αλέξης Τσίπρας – ιδέα που κατέστη σχεδόν εμμονική μετά την εκλογική συντριβή του 2023. Ο Τσίπρας, έχοντας διαγνώσει –ορθά– πως το πολιτικό όχημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα αδειανό πουκάμισο στις νέες πολιτικές συνθήκες του τέλους της Μεταπολίτευσης, από το καλοκαίρι του 2023 επιτάχυνε τις διαδικασίες αποσύνθεσης του ίδιου του κόμματός του. Γι’ αυτό και θα προωθήσει τον Κασσελάκη ως μία αποσυνθετική λύση, προσδοκώντας κάποια μεσοπρόθεσμη ανασύνθεση.

Σύμφωνα με τον σχεδιασμό του, οι απογοητευμένοι συριζαίοι θα προσέφευγαν και πάλι σε αυτόν ως σωτήρα τους, αφού πρώτα το έδαφος θα είχε ξεκαθαριστεί από Τσακαλώτους και άλλους Φίληδες.

Όμως, μπορεί η διάγνωση να ήταν ορθή, αλλά ο Τσίπρας είχε υποτιμήσει το μέγεθος της δικής του φθοράς, ενώ αντιστρόφως υπερτιμούσε τις δυνατότητές του.

Κατ’ αρχάς, το σχέδιο αποσύνθεσης του ΣΥΡΙΖΑ δεν προχώρησε με τον τρόπο που ο ίδιος επιθυμούσε. Η παρουσία ενός ανεξέλεγκτου παράγοντα, του Κασσελάκη, ανέτρεψε τους σχεδιασμούς του, καθώς υποχρεώθηκαν από τον «Στέφανο» σε αποχώρηση και οι σαραντάρηδες της ομάδας Αχτσιόγλου. Επιπλέον, ο Κασσελάκης κατόρθωσε να συντρίψει την αντιπολίτευση στο εσωτερικό του κόμματος απέναντι στον ίδιο τον Τσίπρα, που παρενέβη ανοιχτά υπέρ της Γεροβασίλη.

Κατά δεύτερο λόγο, έχοντας ηττηθεί στο εσωτερικό του ίδιου του κόμματός του, κατέστη αναξιόπιστος, τουλάχιστον άμεσα, για οποιονδήποτε νέο ηγετικό ρόλο. Έτσι, είναι υποχρεωμένος να προχωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση με νέους σχεδιασμούς. Όχι πλέον με την ανασύσταση ενός ισχυρού πολιτικού πόλου κάτω από την ηγεσία του, με την ανασύνθεση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά την προώθηση του λεγόμενου σχεδίου της Κεντροαριστεράς.

Και εδώ συνάντησε τις φιλοδοξίες και τις ονειροφαντασίες του Γεωργίου Ανδρέα Παπανδρέου που δεν μπορεί να χωνέψει τη σταδιακή περιθωριοποίησή του μέσα στο ΠΑΣΟΚ  και στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό.

«Να έρθει το ποθούμενο», λοιπόν, μέσα από τη συνεργασία ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, αφού πρώτα θα είχαν εκπαραθυρωθεί τόσο ο Νίκος Ανδρουλάκης όσο και ο Στέφανος Κασσελάκης από την ηγεσία των κομμάτων τους. Εξ ου και η στρατηγική(sic) συμμαχία του Τσίπρα με τον Γιώργο Παπανδρέου, ώστε να ανοίξει πρώτα η κρίση στο ΠΑΣΟΚ για να ολοκληρωθεί με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Καθώς όμως ο Τσίπρας έχει αποδυναμωθεί, το νέο ενωτικό σχήμα, υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να τεθεί υπό την ηγεσία του, πόσο μάλλον εκείνη του ΓΑΠ. Ξεκινώντας λοιπόν για «να τα αλλάξει όλα», όπως τον καλούσε το παλιό σύνθημα, προσγειώθηκε μαζί με τον ΓΑΠ!

Και επειδή κανένας από τους πασόκους πολιτευτές δεν μπορεί να εμφανιστεί με ενωτικό προφίλ απέναντι στους συριζαίους, η μόνη πιθανότητα, ελλείψει από μηχανής θεού, θα ήταν μάλλον ο δήμαρχος της Αθήνας, Χάρης Δούκας. Πράγματι, ο τελευταίος δεν είναι απόλυτα ταυτισμένος με τον μηχανισμό του ΠΑΣΟΚ, ενώ εξελέγη στον δήμο της Αθήνας, σχετικά πρόσφατα, ακριβώς από τη συμμαχία συριζαίων, πασόκων και… αριστεριστών. Γι’ αυτό και ιδιαίτερα το περασμένο Σαββατοκύριακο ξέσπασε μια μεθοδευμένη επικοινωνιακή καταιγίδα, προβολής του Χάρη Δούκα και του «ενωτικού» προφίλ του σε εφημερίδες και τηλεοράσεις, συχνά και της κυβερνητικής παράταξης!

Εντούτοις και αυτό το σχέδιο είναι πολύ δύσκολο να επιτύχει. Ο Ανδρουλάκης και η ομάδα του δεν πρόκειται να παρατήσουν αμαχητί το δικό τους όχημα πολιτικής καταξίωσης, δηλαδή ένα μικρομεσαίο ΠΑΣΟΚ, που το έφτασαν στο 12,5% με πολύ ιδρώτα στα γραφεία και στα καφενεία της χώρας. Γι’ αυτό  και ο Ανδρουλάκης ήδη αντεπιτίθεται θέλοντας να προκαλέσει εδώ και τώρα μια εσωτερική σύγκρουση στο ΠΑΣΟΚ, την οποία υπολογίζει ότι θα κερδίσει ώστε να αποφύγει τον σκόπελο της ενιαίας «Κεντροαριστεράς».

Όσο για τον Κασσελάκη, που ήδη ψυχανεμίζεται τη νέα απόπειρα του φίλου του Αλέξη, θα πέσει «μαχόμενος»  – σε αυτή την περίπτωση συνεπικουρούμενος όχι μόνο από τη Φάρλι αλλά και από τον Πολάκη. Γι’ αυτό τρέχει ο ίδιος να προλάβει τις εξελίξεις βάζοντας τον εαυτό του στην υπηρεσία και την ηγεσία της σχεδιαζόμενης «Κεντροαριστεράς»!

Στο παρασκήνιο βέβαια βρίσκονται  ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα που θέλουν να βάλουν το λάδι στο νέο γεροντομωρό, καθώς χρειάζονται για την προώθηση των συμφερόντων τους έναν ισχυρό πόλο απέναντι στον Μητσοτάκη, ο οποίος έχει πάρει για αρκετά χρόνια όλο το χαρτί, αλλά σήμερα εμφανίζεται πληγωμένος.

Αλλά ακόμα και αν υποθέσουμε πως το νέο σχέδιο θα στεφθεί από επιτυχία κάτω από την πίεση αυτών τον παραγόντων, θα πρόκειται μάλλον για τερατογένεση. Διότι, με εμβρυουλκούς τον Τσίπρα και τον ΓΑΠ και ηγέτη έναν άχρωμο και άοσμο δήμαρχο, το νέο σχήμα δεν μπορεί να δώσει το «νέο» που ευαγγελιζόταν ο Τσίπρας και οι υψηλοί ανάδοχοί του. Ακριβώς διότι δεν θα πρόκειται για όχημα υπέρβασης της Μεταπολίτευσης αλλά αντίθετα βυθίσματος σε ό,τι πιο φθαρμένο και αναχρονιστικό έχει παραγάγει.

Για να ξεφύγει κανείς από την «παγίδα της μεταπολίτευσης» και των μνημονιακών χρόνων, ιδιαίτερα αν κινείται στο τέλμα της κεντροαριστεράς, θα έπρεπε να διαθέτει νέες ιδέες, νέους ανθρώπους, νέο όραμα. Και εκεί βρίσκεται το σφάλμα τόσο του Τσίπρα όσο και όσων φαντασιώνονται έναν νέο, κραταιό πολιτικό πόλο. Τον βλέπουν με όρους ποσοτικούς, με την άθροιση ποσοστών, στελεχών και ισχυρών προστατών αντί να εξετάζουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που θα πρέπει να διαθέτει.

Ποιοτικά χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να παραπέμπουν σε ένα σχήμα ανάλογο με εκείνο του Ελευθερίου Βενιζέλου μετά το 1910 (!) ή, τουλάχιστον, με το πατριωτικό ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου – χωρίς τον καταστροφικό λαϊκισμό και την ανευθυνότητά του. Όπως καταλαβαίνουμε, μόνο και μόνο από τις συγκρίσεις, πρόκειται για όνειρα θερινής νύκτας. Το καινούργιο δεν μπορεί να χτιστεί με τα απολειφάδια της Μεταπολίτευσης. Αυτή μας γκρέμισε αλλά και γκρεμίστηκε στην περίοδο των μνημονίων.

ΥΓ. Θα θυμίσω σε όλους τους φίλους και τις φίλες πως ο συγγραφέας αυτού του κειμένου επέμενε, ήδη από το 2012, στην αναπόφευκτη κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ: «Ανεμομαζώματα – διάολο σκορπίσματα». Και αυτό όχι διότι διέθετε προορατικές ικανότητες αλλά προσπαθούσε να αναλύσει τη συγκυρία όχι με μπακαλοτέφτερα και ονειρώξεις –«η Αριστερά στην εξουσία»–αλλά εφαρμόζοντας μια στοιχειώδη κοινωνική και πολιτική ανάλυση. Πώς ήταν δυνατό ένα κόμμα διαμορφωμένο από τον εθνομηδενισμό και τη γενικευμένη ανευθυνότητα να αντιμετωπίσει τη μεγαλύτερη κρίση που πέρασε η Ελλάδα μετά το 1974; Αναπόφευκτα, τόνιζα, θα τσακιζόταν από τις φουρτούνες της κρίσης αφού πρώτα θα είχε προκαλέσει ανείπωτες οδύνες στο σώμα του έθνους. Έτσι και σήμερα, προσπαθώ να εξετάσω με κρύο αίμα τους νέους ζογκλερισμούς που επιχειρούνται – και η εξίσωση της «Κεντροαριστεράς» δεν βγαίνει.