Η κυπριακή οικονομία ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία

Η παρούσα περίοδος για την κυπριακή οικονομία μπορεί να χαρακτηριστεί ως περίοδος αμερικανοποίησης ή απορωσοποίησης. Σίγουρα πρόκειται για μια περίοδο μεταβατική, από την οποία προκύπτουν ευκαιρίες και προκλήσεις.
|
Open Image Modal
MarianVejcik via Getty Images

Στη συμφωνία αποφυγής διπλής φορολογίας μεταξύ Κύπρου και Ρωσίας, που είχε αρχικά υπογραφεί το 1998, είχαν βασιστεί οι επιχειρηματικοί δεσμοί που δημιουργήθηκαν τα τελευταία χρόνια και που είχαν ως αποτέλεσμα πολλές ρωσικές εταιρείες να μεταφέρουν την έδρα τους στο νησί και ένα κομμάτι της κυπριακής οικονομίας να απασχολείται γύρω από τις εν λόγω δραστηριότητες. Η Ρωσική Δημοκρατία έχει αποφασίσει να τροποποιήσει τη συμφωνία για αποφυγή της διπλής φορολογίας με την Κύπρο κατά τους τελευταίους μήνες, κάτι το οποίο είναι αποτέλεσμα πολλαπλών παραγόντων, αλλά φαίνεται να έχει ως κυριότερη αιτία την αλλαγή της πολιτικής στάσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη στροφή της προς το αντίπαλον δέος, τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Η μείωση της τιμής του πετρελαίου τους τελευταίους μήνες, σε συνδυασμό με την κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού, δίνει τεράστια κίνητρα στη Ρωσία για να αυξήσει τις προσπάθειες για επαναπατρισμό των ρωσικών ροών κεφαλαίων. Η Κύπρος αποτελεί τον κυριότερο στόχο ανάμεσα στις υπόλοιπες χώρες με τις οποίες η Ρωσία έχει συμφωνίες αποφυγής διπλής φορολογίας, λόγω του γεγονότος ότι το νησί αποτελεί την πρώτη επιλογή των ρωσικών εταιρειών παγκόσμια. Ως εκ τούτου, η προσπάθεια απορωσοποίησης της κυπριακής οικονομίας είναι αποτέλεσμα πολιτικών αλλά και οικονομικών κινήτρων.

Η εξέλιξη της Κύπρου σε κέντρο παροχής υπηρεσιών

Η τουρκική εισβολή του 1974 άλλαξε άρδην το σκηνικό του παραγωγικού μοντέλου της κυπριακής οικονομίας. Η Κύπρος, με το 70% των παραγωγικών της συντελεστών να είναι κάτω από την τουρκική κατοχή, άρχισε να μεταλλάσσεται μετά τη δεκαετία του 1980, από μια οικονομία που ήταν βασισμένη στην πρωτογενή και δευτερογενή παραγωγή, σε ένα διεθνές κέντρο παροχής υπηρεσιών. Η κυπριακή οικονομία ανοικοδομήθηκε πάνω στον τομέα των υπηρεσιών, παρέχοντας χρηματοοικονομικές και επαγγελματικές υπηρεσίες γύρω από τα δικηγορικά, λογιστικά, τραπεζικά και ναυτιλιακά, τον τουρισμό και τον τομέα των ακινήτων. Με τους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, με ένα διεθνές δίκτυο διμερών κρατικών συμφωνιών αποφυγής διπλής φορολογίας και με ένα αρκετά χαλαρό εποπτικό πλαίσιο ελέγχου για την εγγραφή εταιρειών, το άνοιγμα τραπεζικών λογαριασμών και τη δήλωση εισοδημάτων, η Κύπρος εδραιώθηκε ως φορολογικός παράδεισος. Η Παγκόσμια Τράπεζα κατέταξε σταδιακά την Κύπρο στην κατηγορία των χωρών με υψηλά εισοδήματα.

Η κάθοδος των ρωσικών κεφαλαίων και η υπερρευστότητα των κυπριακών τραπεζών

Η επιλογή αυτού του οικονομικού μοντέλου της κυπριακής οικονομίας είχε ως αποτέλεσμα να αναπτυχθούν στενές οικονομικές σχέσεις με Ρώσους επιχειρηματίες και επενδυτές, ένα μέρος εκ των οποίων είχε ισχυρούς πολιτικούς δεσμούς με το Κρεμλίνο. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, άρχισε η κάθοδος στην Κύπρο πολλών εταιρειών, συνεπώς και η εισροή ρωσικών καταθέσεων στις κυπριακές τράπεζες. Με βάση τις ανακοινώσεις του Υπουργείου Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, η πρώτη συμφωνία για αποφυγή διπλής φορολογίας μεταξύ Κύπρου και Ρωσίας υπογράφηκε το 1998 και ανανεωνόταν διαρκώς μέχρι και σήμερα.

Μετά την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004, οι κυπριακές τράπεζες, για να προσελκύσουν ξένα κεφάλαια, προσέφεραν υψηλά καταθετικά επιτόκια. Η πολιτική αυτή εντατικοποιήθηκε μετά την υιοθέτηση του ευρώ και ο ανταγωνισμός ενισχύθηκε όταν οι ελληνικές τράπεζες εισήλθαν στην κυπριακή αγορά, σε μια προσπάθεια να πάρουν ένα κομμάτι της πίτας των καταθέσεων. Σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 50% από τις αρχές του 2004 έως τα τέλη του 2007. Έως τον Δεκέμβριο του 2008, οι ξένες καταθέσεις αντανακλούσαν το 130% του ΑΕΠ της χώρας. Μέχρι τα τέλη του 2012, μόνο οι εκτιμώμενες ρωσικές καταθέσεις στην Κύπρο ανέρχονταν σε $31 δισεκατομμύρια, δηλαδή 129% του ΑΕΠ του νησιού. Βάσει του οίκου αξιολόγησης Moody’s, τα διασυνοριακά δάνεια των ρωσικών τραπεζών σε κυπριακές ρωσικές εταιρείες ανέρχονταν περίπου σε 30-40 δισ. δολάρια. Τα επιτόκια καταθέσεων έφτασαν να είναι κατά 5% με 6% υψηλότερα από αυτά που προσφέρονταν σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης, κάτι το οποίο είχε ως συνεπακόλουθο οι τράπεζες να έχουν δανειστικά επιτόκια έως και κατά 7% με 8% υψηλότερα από άλλες χώρες της Ευρωζώνης.

Η υπερρευστότητα και η διαχείριση των ρωσικών κεφαλαίων οδηγούν στη συστημική κρίση

Συνεπώς, αυτό που ακολούθησε ήταν μια αύξηση του ποσοστού πίστωσης, με τις τράπεζες να παρέχουν δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, κυρίως στον κλάδο των κατασκευών και των ακινήτων, σηματοδοτώντας έτσι μια πιστωτική αύξηση και μια υπερμεγέθυνση του τομέα («φούσκα ακινήτων»). Τα σχετικά στατιστικά στοιχεία διευκρινίζουν ότι η πιστωτική επέκταση στον παραπάνω τομέα είχε αυξηθεί έως και 7% ετησίως μέχρι το τέλος του 2005, ποσοστό που επιταχύνθηκε ταχύτατα και έφτασε να αυξάνεται κατά 43,9% το 2008. Απότοκο των παραπάνω δεικτών είναι το ότι το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου έχει μέχρι σήμερα ως κυριότερο πρόβλημα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Συνεχίζοντας στο ίδιο μοτίβο, οι τράπεζες προχωρούσαν σε ανοίγματα σε εξωτερικές αγορές, προσθέτοντας επιπλέον ρίσκα, πέραν της εσωτερικής πιστωτικής έκθεσης, απότοκου της υπερβολικής συσσώρευσης κεφαλαίων από τις εισροές ξένων καταθέσεων. Οι μεγαλύτερες τράπεζες εισήγαγαν τα κεφάλαιά τους στην ελληνική αγορά, δημιουργώντας δίκτυα υποκαταστημάτων (επεκτείνοντας το χαρτοφυλάκιο δανείων τους) και επενδύοντας σε ομόλογα της ελληνικής κυβέρνησης, που χαρακτηρίζονταν ως τοξικά προϊόντα και τα οποία τα ξεφορτώνονταν οι γερμανικές και οι γαλλικές τράπεζες. Τόσο η Τράπεζα Κύπρου όσο και η Λαϊκή εκτέθηκαν σε μεγάλο βαθμό στα «ελκυστικά» ελληνικά κρατικά ομόλογα, τα οποία λόγω του τεράστιου ρίσκου τους είχαν πολύ υψηλές αποδόσεις. Ενώ μαίνονταν οι εξελίξεις, με τα δυσοίωνα νέα για το κυπριακό τραπεζικό σύστημα να φαίνονται αναπόφευκτα, η Κυπριακή Δημοκρατία, αποκλεισμένη από τις αγορές, αποτάθηκε στη Ρωσική Ομοσπονδία για δανειοδότηση €2,5 δισ. με επιτόκιο 4,5%. Το δάνειο είχε χαρακτηριστεί τη συγκεκριμένη περίοδο ως «δάνειο-σωσίβιο», αφού η Κύπρος είχε τεράστια προβλήματα ρευστότητας και ήταν αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές, επιβεβαιώνοντας τις στενές σχέσεις μεταξύ Κύπρου και Ρωσίας. Ωστόσο, το ρωσικό δάνειο φάνηκε να μην μπορεί να κλείσει τις δημοσιονομικές και τραπεζικές τρύπες, αφού ακολούθησε περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης της οικονομίας.

Εντέλει, η τελική αναδιάρθρωση (κούρεμα) του ελληνικού χρέους το 2012 επέφερε συνολική απώλεια €4,5 δισ. για τις δύο προαναφερθείσες κυπριακές τράπεζες. Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους σηματοδότησε μια αντίστροφη μέτρηση έως τον Μάρτιο του 2013, οπότε και συμφωνήθηκε το κούρεμα των καταθέσεων στο Eurogroup, καθώς και πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής (μνημόνιο). Η συμφωνία είχε ως αποτέλεσμα το κούρεμα καταθέσεων για τις δύο μεγαλύτερες τράπεζες και το κλείσιμο της Λαϊκής Τράπεζας. Σύμφωνα με την εκτίμηση του οίκου Moody’s, στην οποία αναφερθήκαμε προηγουμένως, οι ρωσικές καταθέσεις σε τράπεζες μαζί με τα ρωσικά δάνεια προς τις ρωσικές εταιρείες στην Κύπρο ανέρχονταν σε $70 δισ. κατά τα τέλη του 2012, λίγο πριν σηματοδοτηθεί η αρχή του τέλους αυτού του μοτίβου.

Οι Αμερικανοί χαρακτηρίζουν την Κύπρο ως πύλη της Ρωσίας στην Ευρώπη

Η Κύπρος είχε από καιρό χαρακτηριστεί ως η πύλη της Ρωσίας στην Ευρώπη, ενώ οι Δυτικοί θεωρούσαν δεδομένο ότι η Ρωσία επιτυγχάνει την επιρροή της στην Κύπρο μέσω των οικονομικών δεσμών και των εταιρικών χρηματοδοτήσεων, των πολιτογραφήσεων και του τομέα των ακινήτων, αλλά και μέσω του τουρισμού και των θρησκευτικών δεσμών. Η Κύπρος, βάσει των στοιχείων της Κεντρικής Τράπεζας της Ρωσίας, είναι η μεγαλύτερη πηγή άμεσων ξένων επενδύσεων για τη Ρωσία. Ακόμα και μετά την κρίση του 2013, ενώ γινόταν προσπάθεια να αποτραπεί η επιρροή της Ρωσίας στην Κύπρο, οι Ρώσοι τοποθέτησαν περισσότερα από $6 δισ. σε ιδιωτικές επενδύσεις μέσω του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος, το οποίο παρέχει κυπριακή υπηκοότητα σε ξένους υπηκόους με αντάλλαγμα μεγάλα ποσά επενδύσεων στη χώρα, κυρίως στον τομέα των ακινήτων. 

Open Image Modal
.
Huffpost GR

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες παίρνουν τον αγαπημένο φορολογικό παράδεισο της Ρωσίας, την Κύπρο», ήταν ο τίτλος της αμερικανικής Wall Street Journal, με τον υπότιτλο που ακολουθούσε να εξηγεί τον τρόπο: «Οι ρυθμιστικές αρχές της Ουάσινγκτον καταργούν το ρωσικό ξέπλυμα χρήματος στο μικρό μεσογειακό νησί για να περιορίσουν την επιρροή της Μόσχας στην Ευρώπη». Κατά τα τέλη του 2018, ο Ρώσος πρέσβης στην Κύπρο, απευθυνόμενος στο Φόρουμ Επιχειρήσεων και Επενδύσεων Ρωσίας-Κύπρου, επεσήμανε ότι οι κυρώσεις του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, καθώς και οι οδηγίες που υιοθετήθηκαν από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, οδήγησαν στο κλείσιμο δεκάδων χιλιάδων τραπεζικών λογαριασμών και στην εγκατάλειψη του νησιού από ορισμένες μεγάλες εταιρείες ρωσικών συμφερόντων. Αυτές οι εξελίξεις έχουν χαρακτηριστεί από τον Ρώσο πρέσβη στην Κύπρο ως επιζήμιες τόσο για την κυπριακή όσο και για τη ρωσική οικονομία. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της κυπριακής Κεντρικής Τράπεζας, οι ρωσικές καταθέσεις μειώθηκαν από €11,76 δισ. στα τέλη του 2013 σε κάτι λιγότερο από €4,5 δισ. κατά τα τέλη του 2019.

Η αύξηση της αμερικανικής επιρροής

Η Ολοκληρωμένη Εθνική Στρατηγική για την Κύπρο, που εκδόθηκε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ το 2019, αναφέρει ότι «κακοήθεις παράγοντες», και κυριότερα η Ρωσία, έχουν ως στόχο να υποσκάψουν τους θεσμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του οικονομικού τους συστήματος, προκειμένου να δημιουργήσουν ρήξεις μεταξύ της Κύπρου και των ΗΠΑ αλλά και μεταξύ της Κύπρου και των Ευρωπαίων εταίρων της. Οι ρήξεις, αναφέρει το κείμενο, πρέπει να αποφευχθούν και να αναγνωριστεί η σημασία του χρηματοοικονομικού και του τραπεζικού τομέα ως κύριων πυλώνων της κυπριακής οικονομίας, με τα συμφέροντα των ΗΠΑ να αυξάνονται σε αυτούς τους τομείς.

Οι κυρώσεις και οι αμερικανικές μετοχές στις τράπεζες

Τα τελευταία χρόνια, διάφορα δεδομένα καταδεικνύουν την εφαρμογή της Ολοκληρωμένης Εθνικής Στρατηγικής της Ουάσινγκτον και την αύξηση της αμερικανικής επιρροής στην κυπριακή οικονομία. Ο Υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ, Wilbur Ross, μαζί με άλλους Αμερικανούς επενδυτές, το 2014 ανέλαβαν ένα σημαντικό ποσοστό στη μετοχική δομή της Τράπεζας Κύπρου, έχοντας αρκετά σημαντικό ρόλο για διάφορες αποφάσεις που λαμβάνει η Τράπεζα. Σημαντικό είναι το ότι, ενώ ο μεγαλύτερος μέτοχος της Τράπεζας Κύπρου είναι ο όμιλος Renova, στον οποίο εμπλέκεται ο Ρώσος μεγαλοεπιχειρηματίας Viktor Vekselberg, το 2017 πάγωσαν όλοι οι τραπεζικοί του λογαριασμοί, μετά τη συμπερίληψή του στη λίστα κυρώσεων των ΗΠΑ. Σημειώνεται ότι ο Viktor Vekselberg, πέραν του ότι μπήκε στη λίστα των αμερικανικών κυρώσεων, δεν έχει αποδειχθεί ότι εμπλέκεται σε παράνομες δραστηριότητες. Ο Oleg Deripaska, ο οποίος επίσης έχει συμπεριληφθεί στη λίστα κυρώσεων των ΗΠΑ και είναι ιδιοκτήτης του ομίλου EN+, κύριου μετόχου της ρωσικής βιομηχανίας αλουμινίου, έχει τα τελευταία χρόνια μεταφέρει τις εταιρείες του εκτός Κύπρου, ενώ ακύρωσε τα μεγαλεπήβολα σχέδια για μεταφορά των εταιρειών του από το Τζέρσεϊ στην Κύπρο.

Επίσης, στη δεύτερη μεγαλύτερη κυπριακή τράπεζα, την Ελληνική Τράπεζα, το αμερικανικό επενδυτικό ταμείο Third Point Hellenic Recovery Fund LP είναι από τους κυριότερους μετόχους, με ποσοστό που κυμαίνεται στο 12,6%. Μετά την περσινή αύξηση στο μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας, ένα άλλο αμερικανικό ταμείο, η PIMCO, μέσω της συνδεδεμένης του εταιρείας Poppy Sarl, έχει αποκτήσει αρκετά μεγάλο μερίδιο στο μετοχικό κεφάλαιο της Ελληνικής Τράπεζας, με το ποσοστό συμμετοχής του να κυμαίνεται στο 17,3%. Συνεπώς, οι δύο αμερικανικές εταιρείες ελέγχουν, μέσω του συνολικού ποσοστού που κατέχουν, σχεδόν το 30% της Ελληνικής Τράπεζας.

Αμερικανικά επενδυτικά ταμεία αγοράζουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια

Η Apollo Global Management, αμερικανικό επενδυτικό ταμείο, συνήψε συμφωνία με την Τράπεζα Κύπρου πριν από περίπου δύο χρόνια, με το έργο Helix, για την αγορά μεγάλου χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων δανείων, συνολικού ύψους €2,8 δισ. Η Apollo Global Management, μέσω της θυγατρικής της στην Κύπρο, Gordian Holdings, διαχειρίζεται σήμερα μεγάλο όγκο εξασφαλισμένων δανείων αλλά και ακινήτων στο νησί. Τον τελευταίο χρόνο, γίνεται επίσης προσπάθεια πώλησης ακόμα ενός μεγάλου μέρους του χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων δανείων από την Τράπεζα Κύπρου, με το έργο να ονομάζεται Helix 2. Οι δυνητικοί επενδυτές που πιθανότατα θα αγοράσουν το νέο χαρτοφυλάκιο φέρονται να είναι αμερικανικών συμφερόντων, με τους δύο κυριότερους υποψηφίους να είναι η PIMCO, μεγαλομέτοχος της Ελληνικής, και η Cerberus, του Αμερικανού δισεκατομμυριούχου Stephen Feinberg.

Η Altamira, η οποία τα τελευταία χρόνια διαχειρίζεται τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια της ΚΕΔΙΠΕΣ, του πρώην Συνεργατισμού, ανήκε στο αμερικανικό επενδυτικό ταμείο Apollo Global Management, ενώ πέρσι αγοράστηκε από την doBank, της οποίας η μητρική εταιρεία μεταξύ άλλων είναι το αμερικανικό ταμείο Fortress Investment Group. Σημειώνεται επίσης ότι η Altamira, τον Ιούνιο του 2019, προέβη σε συμφωνία διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων της Alpha Bank, συνολικής αξίας €3,8 δισ.

Η FBME και ο ρόλος των ανταποκριτριών τραπεζών

Τεράστιας σημασίας για το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα αλλά και την επιβολή των πολιτικών των Ηνωμένων Πολιτειών είναι ο ρόλος των ανταποκριτριών τραπεζών, ιδίως αυτών του δολαρίου. Οι ανταποκρίτριες τράπεζες χρησιμοποιούνται από τις εγχώριες τράπεζες για την εξυπηρέτηση συναλλαγών που είτε προέρχονται είτε ολοκληρώνονται σε ξένες χώρες, αναλόγως του συναλλάγματος που χρησιμοποιούν, και λειτουργούν ως «πράκτορες» της εγχώριας τράπεζας στο εξωτερικό. Σε γενικές γραμμές, χωρίς τη συνεργασία με τις ανταποκρίτριες τράπεζες, οι εγχώριες τράπεζες δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές και αδυνατούν να εξυπηρετήσουν πελάτες τους που συναλλάσσονται με το εξωτερικό.

Η τράπεζα FBME, που λειτουργούσε στη Ρωσία, την Τανζανία και την Κύπρο, έκλεισε από τις κυπριακές αρχές κατόπιν εντολής της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Στις 17 Ιουλίου 2014, το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ κατονόμαζε την τράπεζα ως ίδρυμα πρώτιστης ανησυχίας για νομιμοποίηση εσόδων από ξέπλυμα παράνομου χρήματος και για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Ως αποτέλεσμα της ανακοίνωσης αυτής, οι ανταποκρίτριες τράπεζες πάγωσαν ή έκλεισαν τους λογαριασμούς τους με την τράπεζα, αρχικά σε δολάριο ΗΠΑ και στη συνέχεια σε άλλα νομίσματα, ενώ οργανισμοί όπως το Reuters και το Bloomberg έκλεισαν την πρόσβαση της τράπεζας στα συστήματά τους. Το υποκατάστημα της FBME στην Κύπρο έκλεισε ουσιαστικά από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου όταν το Δίκτυο Επιβολής Χρηματοοικονομικού Εγκλήματος (FinCEN) του Υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ όρισε την FBME Bank ως χρηματοοικονομικό θεσμό νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, με φερόμενους δεσμούς με τη Χεζμπολάχ και με παράνομη ροή ρωσικών κεφαλαίων στις ΗΠΑ.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, Κωνσταντίνος Ηροδότου, δήλωσε ότι έβλεπαν με ανησυχία τον τελευταίο καιρό τις αναφορές στα διεθνή και εγχώρια ΜΜΕ για ισχυριζόμενη εμπλοκή της χώρας σε περιπτώσεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ο τρόπος που παρουσιάζονται κάποιες αναφορές, είχε δηλώσει ο Διοικητής, δεν αντικατοπτρίζει τις πολύ σοβαρές και συγκεκριμένες ενέργειες που έχουν αναληφθεί τα τελευταία χρόνια για πάταξη του φαινομένου αυτού. Η Κύπρος, μετά το 2013, είχε παραμείνει μόνο με δύο μεγάλες ανταποκρίτριες τράπεζες του δολαρίου, αφότου τέθηκαν πολύ αυστηρά πρότυπα τα τελευταία χρόνια και έτσι το κόστος της παρουσίας ακόμα περισσότερων στη χώρα δεν συμβάδιζε με το κόστος της συμμόρφωσης και τα οφέλη που αποκόμιζαν από τη μικρή πίτα της Κύπρου. «Τα αποτελέσματα αυτών των ενεργειών έχουν τύχει αναγνώρισης, τόσο από διεθνείς οργανισμούς όσο και από ανταποκρίτριες τράπεζες διεθνούς βεληνεκούς, την εμπιστοσύνη των οποίων ανακτούν ξανά η ΚΤΚ, η οικονομία μας και τα κυπριακά τραπεζικά ιδρύματα», δήλωσε ο Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας.

Η πρόσθεση ακόμα μίας ανταποκρίτριας τράπεζας για τις συναλλαγές δολαρίου ήταν από τους κυριότερους στόχους των αξιωματούχων της κυπριακής οικονομίας και έχει επιτευχθεί, ως επιβράβευση για την αλλαγή πλεύσης της κυπριακής οικονομίας, με την αμερικανική JPMorgan Chase & Co., η οποία ανακοίνωσε τη συνεργασία της με τις μεγαλύτερες τράπεζες του νησιού. Για την πρόσθεση ακόμα μίας ανταποκρίτριας τράπεζας του δολαρίου, σημαντικό ρόλο έπαιξαν, παράλληλα με την πολιτική στροφή της Κύπρου, και οι επιδόσεις της χώρας στην τελευταία αξιολόγηση της Moneyval, της επιτροπής ειδικών για εκτίμηση των μέτρων ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος και στη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Στην αξιολόγηση της Moneyval, η κυπριακή οικονομία είναι μία από τις 25 χώρες, από το σύνολο των 98 που έχουν αξιολογηθεί, οι οποίες δεν έχουν χαμηλό βαθμό αξιολόγησης σε κανέναν από τους 11 πυλώνες που συνθέτουν την αξιολόγηση αποτελεσματικότητας.

Η μεταβατική περίοδος ως ευκαιρία για την οικονομία

Η παρούσα περίοδος για την κυπριακή οικονομία μπορεί να χαρακτηριστεί ως περίοδος αμερικανοποίησης ή απορωσοποίησης, με κάποια δόση υπερβολής. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα είναι ότι αποτελεί μια περίοδο μεταβατική, από την οποία προκύπτουν ευκαιρίες και προκλήσεις. Με βάση την εξέλιξη του κυπριακού παραγωγικού μοντέλου τα τελευταία χρόνια, θα πρέπει να αποφευχθούν τα λάθη τα οποία οδήγησαν σε οικονομικό όλεθρο, συνεπώς η νέα προσέγγιση για πιο αυστηρούς ελέγχους στις εισροές κεφαλαίων και εταιρειών είναι προς την ορθή κατεύθυνση. Μεγάλη πρόκληση είναι να κρατηθούν οι ισορροπίες ανάμεσα στην αμερικανική και τη ρωσική επιρροή, αφενός με την τήρηση όλων όσα η Δύση προτάσσει για την ορθή λειτουργία του χρηματοοικονομικού τομέα και αφετέρου με τη σύσφιξη των ρωσικών σχέσεων μέσω της εδραίωσης υγιών ρωσικών εταιρειών στο νησί. Το μεγάλο στοίχημα, που είναι απότοκο των διεργασιών που γίνονται στο κυπριακό οικονομικό σκηνικό, είναι μέσα από τις πολιτικές αναταράξεις να αναδειχθεί πιο υγιής και εύρωστη η κυπριακή οικονομία. Το ιδανικό σενάριο είναι, με την ορθή εποπτεία, να μετατραπούν οι υπεράκτιες εταιρείες σε ενεργά κύτταρα ενός καινούργιου κυπριακού παραγωγικού μοντέλου.

 

 

Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Economy Today την Κυριακή, 2 Αυγούστου 2020