Κατά την διάρκεια της ομιλίας του στη 73η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη στα τέλη Σεπτεμβρίου, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επιτέθηκε στο Πεκίνο κατηγορώντας το ότι «προσπαθεί να παρέμβει» στις ενδιάμεσες εκλογές των ΗΠΑ. «Δυστυχώς, διαπιστώσαμε ότι η Κίνα προσπαθεί να παρέμβει στις επερχόμενες εκλογές μας το 2018, τον Νοέμβριο, κατά της κυβέρνησής μου», δήλωσε. «Δεν θέλουν εγώ ή εμείς να κερδίσουμε γιατί είμαι ο πρώτος Πρόεδρος που προκάλεσε την Κίνα στο εμπόριο» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Αρκετοί θεώρησαν ότι η συγκεκριμένη δήλωση έγινε στον απόηχο του εμπορικού πολέμου των δυο χωρών. Ας μην λησμονούμε την επιβολή δασμών από την Κίνα σε αμερικανικά προϊόντα αξίας 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων ως απάντηση στους δασμούς των ΗΠΑ σε κινεζικά προϊόντα ύψους 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Άλλοι πάλι εκτίμησαν ότι με την δήλωση αυτή ο Ντόναλντ Τραμπ θέλησε να απαντήσει στους παλαιότερους ισχυρισμούς των Δημοκρατικών για ρωσική ανάμειξη στην εκλογική διαδικασία του 2016, όταν η Κλίντον απέτυχε τελικά να μεταβεί στο Λευκό Οίκο.
Όσοι παρακολουθούν τα tweets του Αμερικανού προέδρου, θα θυμούνται ότι στις 19 Αυγούστου είχε κατηγορήσει ξανά τους Κινέζους για ανάμειξη στις αμερικάνικες εκλογές. «Όλοι αυτοί οι ηλίθιοι που επικεντρώνονται στη Ρωσία θα πρέπει να αρχίσουν να κοιτάνε προς μια άλλη κατεύθυνση, την Κίνα», έγραψε ο Αμερικανός πρόεδρος για να τον επιβεβαιώσει στη συνέχεια ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας του Λευκού Οίκου, Τζον Μπόλτον. «Μπορώ μετά βεβαιότητας να σας πω ότι πρόκειται για μια απειλή για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ», τόνισε ο αποκαλούμενος και «Γεράκι» της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, Μπόλτον. Όταν όμως του ζητήθηκαν λεπτομέρειες για τον τρόπο που προσπαθεί η Κίνα να επηρεάσει τις αμερικάνικες εκλογές, ο Μπόλτον παρέμεινε ασαφής. «Δεν μπορώ να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες σχετικά με όσα έχω δει ή όχι.»
Ένας πολέμιος του Τραμπ θα μπορούσε να πει ότι όλα τα παραπάνω δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσπάθεια του επιτελείου του Αμερικανού προέδρου να ενισχύσει την σινοφοβία στην αμερικάνικη κοινωνία ή ακόμη και να δικαιολογήσει μια ενδεχόμενη ήττα του ρεπουμπλικανικού κόμματος στις επερχόμενες ενδιάμεσες εκλογές που θα γίνουν στις 6 Νοεμβρίου.
Όμως τις δηλώσεις Τραμπ είχε επιβεβαιώσει το περιοδικό Foreign Affairs, το οποίο αποτελεί το επίσημο έντυπο του Council on Foreign Relations (CFR). Το CFR είναι ένα αμερικάνικο think tank (δεξαμενή σκέψης) που ειδικεύεται στην αμερικάνικη εξωτερική πολιτική και τις διεθνείς υποθέσεις. Θεωρείται ότι είναι ένα από τα πιο σημαντικά think tank παγκοσμίως σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και διπλωματίας. Ανάμεσα στα μέλη του περιλαμβάνονται ανώτεροι πολιτικοί, πάνω από μια ντουζίνα υφυπουργών, διευθυντές της CIA, τραπεζίτες,στελέχη οικονομικών οργανισμών, ισχυροί βιομήχανοι, ακαδημαϊκοί, διανοούμενοι, πρυτάνεις πανεπιστημίων, ερευνητές, δικηγόροι, καθηγητές και εξέχουσες προσωπικότητες των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Το τεύχος Σεπτεμβρίου Οκτωβρίου του περιοδικού είναι αφιερωμένο στο μέλλον του διαδικτύου, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στο εξώφυλλο του. «World War Web» είναι ο κεντρικός τίτλος και ο υπότιτλος «Τhe Fight for the Internet’s Future». Άξιο αναφοράς είναι το κεντρικό άρθρο του περιοδικού με τίτλο: «When China Rules the Web» το οποίο υπογράφει ο cybersecurity expert, ειδικός σε θέματα κινέζικης τεχνολογίας, Άνταμ Σίγκαλ. Ο Σίγκαλ έχει γράψει και τρία βιβλία για τη σύγχρονη εποχή του κυβερνοπολέμου και την κινέζικη άνοδο στον τομέα αυτό (Πρώτο βιβλίο: Digital Dragon: High-Technology Enterprises in China, Δεύτερο βιβλίο: Advantage: How American Innovation Can Overcome the Asian Challenge Τρίτο βιβλίο: Hacked World Order).
Είναι γνωστό πως οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καθοδηγήσει την ανάπτυξη του Διαδικτύου. Από την προέλευσή του ως ένα μικρό πρόγραμμα Πενταγώνου μέχρι την σημερινή παγκόσμια πλατφόρμα που συνδέει περισσότερους από τους μισούς πληθυσμούς του κόσμου και δεκάδες δισεκατομμύρια συσκευές, το Διαδίκτυο είναι καθαρά αμερικανικό έργο. Ωστόσο, σήμερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες φαίνεται πως έχουν παραχωρήσει την ηγεσία του κυβερνοχώρου στην Κίνα. Αυτό τουλάχιστον αναφέρει ο Σίγκαλ στο άρθρο του, δίνοντας βάση στα σχέδια του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ να μετατρέψει την Κίνα σε «κυβερνο-υπερδύναμη». Ήδη, περισσότεροι άνθρωποι στην Κίνα έχουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο από ό, τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα. Μέσω των εσωτερικών κανονισμών, της τεχνολογικής καινοτομίας και της εξωτερικής πολιτικής, η Κίνα επιδιώκει να οικοδομήσει ένα «ανυπέρβλητο» σύστημα cyberdefense, να αποκτήσει μεγαλύτερη φωνή στη διακυβέρνηση του Διαδικτύου, να ενθαρρύνει περισσότερες εταιρείες παγκόσμιας κλάσης και να οδηγήσει τους πολίτες της σε προηγμένες τεχνολογίες.
Βέβαια, όπως αναφέρει ο Σίγκαλ, η συνεχής άνοδος της Κίνας ως υπερδύναμη στον κυβερνοχώρο δεν είναι εγγυημένη. Οι προσπάθειες που καταβάλλονται προς την κατεύθυνση της καινοτομίας στην τεχνητή νοημοσύνη, στον κβαντικό υπολογισμό, στη ρομποτική και σε άλλες φιλόδοξες τεχνολογίες μπορεί να αποτύχουν. Οι κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας θα αντιμετωπίσουν οικονομικές και πολιτικές πιέσεις καθώς παγκοσμιοποιούνται. Οι Κινέζοι πολίτες, αν και φαίνεται να έχουν λίγη προσδοκία για ιδιωτική ζωή από την κυβέρνησή τους, ενδέχεται να απαιτούν περισσότερα από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να αναζωπυρώνουν τη δική τους ψηφιακή διπλωματία και η οικονομία των Η.Π.Α. μπορεί να ξαναβρεί το δυναμισμό που της επέτρεψε να δημιουργήσει τόσο μεγάλο μέρος της τεχνολογίας του σύγχρονου κόσμου.
Ωστόσο, δεδομένου του μεγέθους και της τεχνολογικής πολυπλοκότητας της Κίνας, το Πεκίνο έχει πολλές πιθανότητες να επιτύχει – επαναφέροντας έτσι τον κυβερνοχώρο στη δική του εικόνα. Εάν συμβεί αυτό, το Διαδίκτυο θα είναι λιγότερο παγκόσμιο και λιγότερο ανοικτό. Ένα μεγάλο μέρος του προγράμματος θα εκτελέσει κινεζικές εφαρμογές πάνω από τα κινεζικά κατασκευασμένα υλικά. Και το Πεκίνο θα αποκομίσει τα οφέλη οικονομικής, διπλωματικής, εθνικής ασφάλειας και ευφυΐας που κάποτε αποκόμιζε η Ουάσινγκτον.
Ήδη από το 2014, στην Κίνα λειτουργεί ο κυβερνητικός οργανισμός Cyberspace Administration, ο οποίος έχει την ευθύνη για τον έλεγχο του περιεχομένου στο διαδίκτυο, την ενίσχυση της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο και την ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας. Φυσικά δεν είναι ανεξάρτητος, αλλά αποτελεί θυγατρικό οργανισμό του Central Cyberspace Affairs Commission το οποίο με την σειρά του αποτελεί όργανο διαμόρφωσης και υλοποίησης πολιτικής για τη διαχείριση των θεμάτων που σχετίζονται με το διαδίκτυο και βρίσκεται υπό την εποπτεία της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Είναι γνωστό σε όλους ότι η πολιτική ηγεσία της Κίνας επιθυμεί να εξασφαλίσει ένα ήρεμο, αρμονικό και πλήρως ελεγχόμενο internet. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορεί μέσα απ΄αυτό να καθοδηγεί την κοινή γνώμη, να υποστηρίζει την διακυβέρνηση της χώρας, να προάγει την οικονομική ανάπτυξη, αλλά επίσης να ελέγχει αυστηρά, έτσι ώστε να αποθαρρύνει τυχόν πολιτικές κινητοποιήσεις και να αποτρέψει τη ροή πληροφοριών που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν το ΚΚΚ.
Ταυτόχρονα, η Κίνα θέλει να μειώσει την εξάρτησή της από ξένους προμηθευτές ψηφιακού εξοπλισμού και εξοπλισμού επικοινωνιών. Ελπίζει να οδηγήσει τελικά τον κόσμο σε προηγμένες τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η κβαντική υπολογιστική και η ρομποτική. «Οι πρωτοβουλίες καινοτομίας και ανάπτυξης πρέπει να διατηρούνται με ασφάλεια στα χέρια μας» είχε δηλώσει ο Κινέζος πρόεδρος τον περασμένο Μάιο. Η εστίαση στην ασφάλεια του κυβερνοχώρου συμπίπτει με τον τεχνολογικό εθνικισμό της Κίνας: οι Κινέζοι νομοθέτες πιστεύουν ότι πρέπει να μειώσουν την εξάρτηση της Κίνας από τις αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες για να εξασφαλίσουν την εθνική τους ασφάλεια, μια πεποίθηση που ενισχύθηκε το 2013, όταν ο Έντουαρντ Σνόουντεν, αποκάλυψε ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ είχαν πρόσβαση στα δεδομένα εκατομμυρίων ανθρώπων που κρατήθηκαν και μεταδόθηκαν από αμερικανικές εταιρείες.
Για το λόγο αυτό η πολιτική ηγεσία της χώρας δεν διστάζει να σπαταλήσει ανθρώπινο δυναμικό, πόρους και χρήματα. Ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός, δηλαδή οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας, διαθέτουν δικό τους γραφείο για την κατασκοπεία στο διαδίκτυο και τους καλύτερα εκπαιδευμένους cybersecurity experts, οι οποίοι δεν διεισδύουν απλά στις πληροφορίες των αντιπάλων, αλλά διαθέτουν και το κατάλληλο λογισμικό, μέσω του οποίου θα μπορούσε να αποκτήσει τον έλεγχο ξένων δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας και ύδρευσης. Σύμφωνα με τις υπηρεσίες πληροφοριών των ΗΠΑ, τα τελευταία χρόνια, Κινέζοι χάκερς έχουν επιχειρήσει επιθέσεις σε 2.000 εταιρείες, πανεπιστήμια και κυβερνητικές υπηρεσίες στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ουσιαστικά σκοπός της Κίνας είναι το cyber sovereignty, δηλαδή η κυβερνητική κυριαρχία. Η κυβερνητική κυριαρχία είναι μια φράση που χρησιμοποιείται στον τομέα της διακυβέρνησης του διαδικτύου για να περιγράψει την επιθυμία των κυβερνήσεων να ασκούν τον έλεγχο του Διαδικτύου εντός των συνόρων τους, συμπεριλαμβανομένων πολιτικών, οικονομικών, πολιτιστικών και τεχνολογικών δραστηριοτήτων. Όπως αναφέρει ο Αμερικανός εμπειρογνώμονας ασφαλείας Μπρους Σκνίιερ στο βιβλίο του με τίτλο «Data και Goliath», το συγκεκριμένο κίνημα της κυβερνητικής κυριαρχίας του internet έλαβε τεράστια ώθηση σε χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα, η Γαλλία και η Σαουδική Αραβία μετά τις αποκαλύψεις των αμερικανικών παρακολουθήσεων της NSA και την αμερικανική υποκρισία σχετικά με θέματα ελευθερίας στο Διαδίκτυο.
Η πρόκληση για τις ΗΠΑ έγκειται στο γεγονός ότι τον Απρίλιο του 2015 η Ρωσία και η Κίνα υπέγραψαν συμφωνία συνεργασίας στον τομέα της ασφάλειας, των ερευνών και της ανταλλαγής πληροφοριών και λογισμικού, συνδυάζοντας τις ικανότητές τους στον ψηφιακό κόσμο. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την παραμονή του Σνόουντεν στη Ρωσία από τον Αύγουστο του 2013 μοιάζει να τρομοκρατεί τις αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες.
Ας μην ξεχνάμε ότι μόλις πριν ένα χρόνο, τον Αύγουστο του 2017, ο Τζέιμς Κλάπερ, πρώην διευθυντής της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και η Βάλερι Πλεμ, πρώην πράκτορας της CIA, με δηλώσεις τους κινήθηκαν εναντίον του Τραμπ. Η δε Πλεμ θεωρείται ως προάγγελος του Σνόουντεν καθώς ο διπλωμάτης σύζυγος της Τζο Γουίλσον αποκάλυψε τα ψέμματα της κυβέρνησης Μπους όσον αφορά την απειλή που υποτίθεται ότι αποτελούσε το Ιράκ. Τότε αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης, σε αντίποινα φρόντισαν να διαρρεύσει στον Τύπο η ταυτότητά της και η ιδιότητά της, μολονότι το να αποκαλύπτεται η ταυτότητα πράκτορα της CIA είναι ομοσπονδιακό έγκλημα στις ΗΠΑ.
Όλα αυτά δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα κατασκοπείας που τρομάζει τόσο την κυβέρνηση Τραμπ όσο και τις μυστικές υπηρεσίες καθώς φοβούνται ότι ενδεχομένως η υπόθεση Σνόουντεν να επαναληφθεί κι αυτή τη φορά η προσέγγιση να γίνει από Κινέζους χάκερς.
Πρώτη δημοσίευση στο Geopolitics and Daily News