Τον Αύγουστο του 2021, οι Ταλιμπάν επέστρεψαν στην εξουσία του Αφγανιστάν μετά από 20 χρόνια. Η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη χώρα δημιουργεί ένα κενό ισχύος στην περιοχή που η Κίνα καλείται να καλύψει. Ενώ τα υπόλοιπα κράτη παρακολουθούσαν αγωνιωδώς τις εξελίξεις, το Πεκίνο διαχειρίστηκε ψύχραιμα τη νέα κατάσταση σαν να ήταν προετοιμασμένο από καιρό.
Πράγματι, η Κίνα άρχισε να αναθερμαίνει τις σχέσεις της με τους Ταλιμπάν από το 2014, όταν ανέλαβε διαμεσολαβητικές προσπάθειες μεταξύ της φιλοδυτικής αφγανικής κυβέρνησης και των Ταλιμπάν. Δεδομένων των απειλών που θα μπορούσαν να αναδυθούν σήμερα από ένα ασταθές ή άκρως φονταμενταλιστικό Αφγανιστάν, προσεγγίζει το νέο καθεστώς προς εξυπηρέτηση των εθνικών της συμφερόντων.
Αρχικά, η Κίνα αποτελεί τον σημαντικότερο διπλωματικό εταίρο των Ταλιμπάν τους τελευταίους μήνες. Διμερώς, τον Ιούλιο του 2021 – με την επικράτηση των Ταλιμπάν να είναι πλέον ορατή – πραγματοποίησε συνάντηση υψηλού επιπέδου με αντιπροσώπους της ομάδας στην πόλη Tianjin. Εκεί περιέγραψε τους Ταλιμπάν ως «μία κομβική στρατιωτική και πολιτική δύναμη που θα παίξει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία ειρήνευσης, συμφιλίωσης και ανοικοδόμησης του Αφγανιστάν».
Ήταν ο πρώτος διεθνής δρων που αναγνώριζε τους Ταλιμπάν ως νόμιμη πολιτική δύναμη στο Αφγανιστάν, ενισχύοντας τη θέση τους. Μετά την κατάληψη της Καμπούλ, το Πεκίνο αντιμετώπισε την κρίση ως εσωτερικό ζήτημα, τονίζοντας τον σεβασμό του στην κυριαρχία του Αφγανιστάν και την σημασία της αρχής της μη παρέμβασης στα εσωτερικά των κρατών. Τον Οκτώβριο του 2021, ακολούθησε νέα συνάντηση στο Κατάρ μεταξύ των αντιπροσώπων των δύο πλευρών, ενώ προσφάτως, ο Κινέζος Υπουργός Εξωτερικών πραγματοποίησε την πρώτη του επίσημη επίσκεψη στην Καμπούλ, μετά την κατάληψη του Αφγανιστάν.
Διεθνώς, τον Οκτώβριο του 2021, Κίνα, Ρωσία, Πακιστάν και Ιράν κάλεσαν από τη Μόσχα τη διεθνή κοινότητα να παράσχει ανθρωπιστική και οικονομική βοήθεια στο Αφγανιστάν, τονίζοντας την ευθύνη της Δύσης για την ανοικοδόμηση της χώρας. Στον Ο.Η.Ε., η Κίνα καταψήφισε τον διορισμό ειδικού εισηγητή στο Αφγανιστάν για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αποδεικνύοντας ότι εργαλειοποιεί την αρχή της μη παρέμβασης προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της.
Ταυτόχρονα, καταβάλει προσπάθειες να «ξεπαγώσουν» τα αποθεματικά του Αφγανιστάν στο εξωτερικό και να σταματήσουν να θεωρούνται οι Ταλιμπάν τρομοκρατική οργάνωση. Πρόσφατα, το Πεκίνο ψήφισε θετικά στο ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας που καθιερώνει την επίσημη και διαρκή σχέση με το Αφγανιστάν των Ταλιμπάν, χωρίς να ισοδυναμεί βέβαια με επίσημη αναγνώριση της νέας κυβέρνησης.
Παράλληλα, η Κίνα έχει καλέσει τα μέλη του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης να καθοδηγήσουν το Αφγανιστάν προς μία ομαλή πολιτική μετάβαση, ενώ σύντομα θα πραγματοποιηθεί στο Πεκίνο διάσκεψη μεταξύ των χωρών που συνορεύουν με το Αφγανιστάν, με σκοπό να συζητηθεί το ζήτημα της βοήθειας προς το νέο καθεστώς.
Δευτερευόντως, η Κίνα έχει προσεγγίσει τους Ταλιμπάν, παρέχοντας ανθρωπιστική βοήθεια στον αφγανικό λαό. Ήταν η πρώτη ξένη χώρα που παρείχε επείγουσα ανθρωπιστική βοήθεια, αξίας 31 εκατομμυρίων δολαρίων, αποστέλλοντας σιτηρά, προμήθειες, φαρμακευτική βοήθεια και τρία εκατομμύρια δόσεις εμβολίων κατά της COVID-19. Οι Ταλιμπάν καλωσόρισαν την κινεζική αρωγή, αντιλαμβανόμενοι την ανθρωπιστική κρίση της χώρας, καθώς και τη δυσκολία εξεύρεσης άλλων πηγών βοήθειας.
Μέσα από αυτή την προσέγγιση, πρωταρχική επιδίωξη της Κίνας είναι η αποτροπή οποιασδήποτε αποσταθεροποίησης της μεγαλύτερης κινεζικής επαρχίας, Xinjiang, η οποία συνορεύει με το Αφγανιστάν στο τέλος του χερσαίου διαδρόμου Wakhan. Στην συγκεκριμένη επαρχία κατοικούν μουσουλμάνοι Ουιγούροι, οι οποίοι, σύμφωνα με στοιχεία της διεθνούς κοινότητας, υφίστανται βασανιστήρια και παράνομη κράτηση σε κινεζικά στρατόπεδα αναμόρφωσης λόγω των τάσεων τους για ανεξαρτησία.
Το Πεκίνο ανησυχεί ότι το Αφγανιστάν θα μπορούσε να καταστεί καταφύγιο και ορμητήριο τρομοκρατών που θα δραστηριοποιούνται στην Xinjiang και θα ενθαρρύνουν τις τοπικές αυτονομιστικές ομάδες. Ως κύρια απειλή αναγνωρίζεται το Ισλαμικό Κίνημα του Ανατολικού Τουρκεστάν που επιθυμεί την ανεξαρτησία της Xinjiang, ωστόσο κι άλλες ισλαμιστικές ομάδες στο Αφγανιστάν ή στις γειτονικές χώρες (ISIS-K, Tehrik-i-Taliban Pakistan) αντιδρούν βίαια στις κινεζικές πρακτικές. Παράλληλα, εκφράζεται ανησυχία και για την παρείσφρηση τρομοκρατών στην Xinjiang μέσω του Πακιστάν και του Τατζικιστάν που συνορεύουν με την Κίνα και το Αφγανιστάν.
Ταυτόχρονα, επιδιώκει να προστατέψει τα οικονομικά της συμφέροντα στην περιοχή και πρωτίστως την εθνική της πρωτοβουλία, Belt and Road Initiative (BRI), από μία ενδεχόμενη έξαρση της τρομοκρατίας στο Αφγανιστάν. Από την Xinjiang ξεκινούν δύο νευραλγικοί οικονομικοί διάδρομοι. Ο διάδρομος Κίνας-Πακιστάν συνδέει την Κίνα με τον Ινδικό Ωκεανό και την Αραβική Θάλασσα, ενώ, ο διάδρομος Κίνας-Κεντρικής Ασίας-Δυτικής Ασίας συνδέει την Κίνα με την Κεντρική και Δυτική Ασία και μετέπειτα με την Ανατολική Ευρώπη.
Το Πεκίνο έχει επενδύσει σε υποδομές, αγωγούς και εργοστάσια που στο παρελθόν, όπως και το κινεζικό προσωπικό που εργάζεται σε αυτά, έχουν δεχθεί τρομοκρατικές επιθέσεις. Συνεπώς, η διάχυση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας από το Αφγανιστάν στο Πακιστάν και το Τατζικιστάν, μέσω των οποίων διέρχονται οι δύο εμπορικοί διάδρομοι, θα μπορούσε να πλήξει τα κινεζικά οικονομικά συμφέροντα.
Καταληκτικά, τα τελευταία 20 χρόνια, η Κίνα επωφελούταν από την αμερικανική και ΝΑΤΟϊκή ασφάλεια στην περιοχή χωρίς να επωμίζεται κάποιο κόστος. Μετά την αμερικανική αποχώρηση, καλείται να αναλάβει ενεργό ρόλο, προσεγγίζοντας τους Ταλιμπάν, οι οποίοι έχουν ανάγκη από διεθνή αναγνώριση και οικονομική υποστήριξη.
Προς το παρόν, το Πεκίνο δεν έχει αναγνωρίσει επισήμως την κυβέρνηση των Ταλιμπάν, καθώς αναμένει έμπρακτες εγγυήσεις ότι το Αφγανιστάν δεν θα καταστεί και πάλι πυρήνας τρομοκρατών. Αν οι Ταλιμπάν καταφέρουν να σταθεροποιήσουν τη χώρα και δημιουργηθεί μία αντιπροσωπευτική κυβέρνηση, περιορίζοντας τις εσωτερικές διχόνοιες, είναι σίγουρο ότι η Κίνα θα επενδύσει στη χώρα, επεκτείνοντας το BRI στην επικράτειά της. Θα καταφέρει έτσι να αυξήσει την εμπορική διασύνδεση της περιοχής και να αποκτήσει ασφαλή πρόσβαση στα πλούσια αφγανικά αποθέματα σε φυσικούς πόρους και σπάνιες γαίες, καλύπτοντας τις εσωτερικές της ανάγκες.