Η κρυφή συγκυβέρνηση της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία

Η ορατή και η αόρατη πλευρά όπως αυτές διαμορφώνονται από τον σχηματισμό κυβέρνησης στο Βραδεμβούργο και στα κρατίδια της Θουριγγίας και της Σαξονίας.
Open Image Modal
Ο κορυφαίος υποψήφιος της δεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) στο Βραδεμβούργο Hans-Christoph Berndt, στο κέντρο, κάνει χειρονομίες δίπλα στους συν-ηγέτες του κόμματος AfD Alice Weidel, αριστερά, και Tino Chrupalla, δεξιά, καθώς αντιδρούν μετά τα πρώτα exit polls των εκλογών του κρατιδίου του Βραδεμβούργου στο Πότσνταμ της Γερμανίας, Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024.
via Associated Press

Του Νίκου Χειλά, Δημοσιογράφου – H ανάλυση περιλαμβάνεται στο 22ο Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ που δημοσιεύεται στο www.enainstitute.org

Τα έπαιξε όλα σε ένα χαρτί, αλλά κέρδισε. Με τη δήλωσή του «Αν δεν βγω πρώτος, θα αποχωρήσω από την πολιτική» ο Ντίτμαρ Βόιντκε νίκησε στις εκλογές του Βραδεμβούργου (22.09.2024) και θα συνεχίσει να είναι πρωθυπουργός του κρατιδίου που περιβάλλει σαν «ζώνη λίπους» το Βερολίνο. Η επανεκλογή του δεν ήταν αυτονόητη. Μέχρι και την τελευταία στιγμή, οι δημοσκοπήσεις έδιναν προβάδισμα στην ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία.

Η «απειλή» του όμως, όσο ριψοκίνδυνη και να φαινόταν, λειτούργησε: Πολλοί αναποφάσιστοι ψηφοφόροι έσπευσαν στις κάλπες για να τον στηρίξουν, το ίδιο και το μεγαλύτερο μέρος των μέχρι τότε εκλογέων των Πρασίνων και της Αριστεράς (die Linke). Με μοιραίο αποτέλεσμα, τα κόμματα αυτά να μην πιάσουν το εκλογικό όριο του 5% και να μείνουν εκτός Βουλής. Και δεδομένου ότι στην τελευταία ανήκουν πλέον μόνο τέσσερα κόμματα, ήτοι, δίπλα στους Σοσιαλδημοκράτες του Βόιντκε (30,9% των ψήφων), η Συμμαχία «Σάρα Βάγκενκνεχτ» (13,5%) και το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα (12,1%), που θα πρέπει να συνασπισθούν για να μπορέσουν να συγκροτήσουν αυτοδύναμη κυβέρνηση, το τέταρτο μέλος του κουαρτέτου, η Εναλλακτική (29,2%), θα κατέχει το μονοπώλιο της αντιπολίτευσης – κάτι που θα της επιτρέψει να ακονίσει επιπλέον το προφίλ της ως αντισυστημικού «αντίπαλου δέους». 

Όχι περίεργο έτσι, ότι πολλοί παρατηρητές μιλούν για «πύρρειο νίκη» των Σοσιαλδημοκρατών. Το αποτέλεσμα των εκλογών στο Βραδεμβούργο πιστοποιεί, πριν από όλα, την εκλογική επέλαση δύο κομμάτων, της Εναλλακτικής και της Συμμαχίας «Σάρα Βάγκενκνεχτ» στα κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας – η πρώτη κινείται γύρω στο 30%, η δεύτερη ξεπέρασε με την πρώτη εκλογική της κάθοδο το 10%.

Αυτό ευνοεί δύο νέες μορφές κυβερνητικών συνασπισμών στη Γερμανία: πρώτον, αυτή που επιβάλλει τον αποκλεισμό της Εναλλακτικής από τις κρατιδιακές κυβερνήσεις μέσω της ανέγερσης ενός «πύρινου τείχους» εναντίον της εκ μέρους των κομμάτων του δημοκρατικού τόξου× δεύτερον, την –για λόγους αριθμητικής των βουλευτικών εδρών– αναγκαία συμπερίληψη της BSW σε τοπικές κυβερνήσεις. 

Οι επιδόσεις των κομμάτων απεικονίζουν και τις τεκτονικές μετατοπίσεις στο εκλογικό σώμα της χώρας. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η ταχεία αποσύνδεση των «λαϊκών» κομμάτων (του σοσιαλδημοκρατικού και του χριστιανοδημοκρατικού) από τη μεγάλη μάζα των πάλαι ποτέ ψηφοφόρων τους, οι οποίοι κυκλοφορούν πλέον σαν πολιτικοί νομάδες εντός και εκτός του κομματικού συστήματος.

Οι λόγοι γι’ αυτό είναι πολλοί.

A. Ένας από αυτούς είναι η ιδεολογική παραζάλη που προκαλεί εν γένει ο νεοφιλελευθερισμός, ήτοι η παρόξυνση αυτού που πριν από 80 χρόνια ο Τέοντορ Αντόρνο είχε αποκαλέσει «συνθήκη  αποτύφλωσης» (Verblendungszusammenhang)[1].

B. Ένας δεύτερος, το βάρος που συνεχίζει να έχει το παρελθόν στο παρόν με τα (μέχρι στιγμής) ανεπεξέργαστα ναζιστικά κατάλοιπά του, τα οποία αναβιώνουν σε εποχές γενικευμένης κρίσης. «Κουβαλάμε μέσα μας πολλά κρυφά μυστικά», τονίζει ο ψυχαναλυτής Γιούργκεν Μούλερ-Χοχάγκεν. «Είμαστε οι κληρονόμοι τους και τα μεταδίδουμε παραπέρα»[2] – ήτοι και στη σημερινή νέα γενιά, που άθελά της «μπολιάζεται» με ναζιστικές συμπεριφορές και στάσεις.

Γ. Και ένας τρίτος, η πολιτική των κομμάτων εξουσίας, που περιλαμβάνει, δίπλα στους Σοσιαλδημοκράτες και τους Χριστιανοδημοκράτες, τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP) και τους Πράσινους.

Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών των κομμάτων είναι ο –στην περίπτωση των Ελεύθερων Δημοκρατών και των Χριστιανοδημοκρατών– άκρατος νεοφιλελευθερισμός, στον οποίο προστέθηκε, μετά την κήρυξη του πολέμου από τη Ρωσία στην Ουκρανία, ένας εξίσου αμετρίαστος μιλιταρισμός. Με τον νεοφιλελευθερισμό και τον μιλιταρισμό δεν μπορεί σίγουρα να οικοδομηθεί ένα ανάχωμα κατά της Εναλλακτικής× το αντίθετο μάλλον: με αυτούς στήνονται γέφυρες από τις οποίες οι δημοκράτες ψηφοφόροι περνούν στο στρατόπεδο της Εναλλακτικής. 

Έτι χειρότερα: Τα κόμματα εξουσίας και η Εναλλακτική ταυτίζονται τελευταία σε ένα νευραλγικό σημείο – στην εχθρική στάση έναντι των προσφύγων.  Παρόμοια στάση πήρε πρόσφατα και η κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Ελεύθερων Δημοκρατών στο Βερολίνο, η οποία εξήγγειλε δρακόντεια μέτρα, που αφενός περικόπτουν τα οικονομικά και πολιτικά δικαιώματα των προσφύγων και αφετέρου θέτουν πρακτικά εκτός λειτουργίας το σύμφωνο Σένγκεν.

Ο διακηρυγμένος στόχος αυτών των μέτρων είναι ο δραστικός περιορισμός του αριθμού των «ξενόφερτων» που καταφεύγουν στη Γερμανία προερχόμενοι από τις χώρες της πρώτης εισόδου τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως η Ελλάδα, όπου, σύμφωνα με το Σύμφωνο του Δουβλίνου, θα έπρεπε και να παραμείνουν – κάτι που ωστόσο συχνά δεν κάνουν.

Ο ανομολόγητος στόχος είναι ο περιορισμός της Εναλλακτικής, η οποία οφείλει την επιτυχία της κυρίως στην «ξενοφαγία» της. Υποκαθιστώντας την Εναλλακτική, ο κυβερνητικός συνασπισμός ελπίζει λοιπόν ότι θα περιορίσει και την επιρροή της, χωρίς να αντιλαμβάνεται προφανώς ότι με αυτό τον τρόπο παίζει απλώς το παιχνίδι της. «Η Εναλλακτική συγκυβερνά – μόνο που δεν το ξέρει», διαπίστωνε  πρόσφατα ραδιοσχολιαστής. Σε κάθε περίπτωση, η συγκυβέρνησή της μοιάζει με κοινό μυστικό, που δεν ομολογείται ανοικτά από κανέναν. 

Οι μετατοπίσεις στο εκλογικό σώμα έχουν παράδοξα επακόλουθα. Το πιο εμφανές από αυτά είναι ίσως η διάσπασή του σε ηλικιακή βάση: Σε αντίθεση με το παρελθόν, που η νεολαία ήταν «αριστερόστροφη», η πλειοψηφία της στρέφεται πλέον προς την Εναλλακτική, για τους Σοσιαλδημοκράτες μένουν ως «γηραιό» υπόλοιπο προ παντός οι συνταξιούχοι. Το φαινόμενο αυτό, σύμφωνα με τον ερευνητή Κλάους Χούρελμαν, άρχισε ήδη την εποχή της πανδημίας του Covid-19 και οφείλεται στην ανασφάλεια που νιώθουν οι νέοι άνθρωποι μπροστά στον κίνδυνο της απώλειας της ευημερίας και στο φόβο ενός αβέβαιου μέλλοντος. Σε αυτά προστίθεται και η εντύπωση ότι χάνουν τον έλεγχο της ζωής τους – κάτι που επιτείνει την ανησυχία και τους κάνει επιρρεπείς σε ακροδεξιές παρόλες[3]. Τα προοδευτικά –έως επαναστατικά– κινήματα της νεολαίας, που από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 σφράγιζαν την πολιτική ζωή της Γερμανίας, δίνουν σήμερα όλο και πιο πολύ τη θέση τους σε φασιστοειδείς νεολαιίστικες οργανώσεις και συνάξεις. 

Τούτων δοθέντων, ο σχηματισμός κυβέρνησης στο Βραδεμβούργο (όπως και στα κρατίδια της Θουριγγίας και της Σαξονίας, όπου έγιναν επίσης εκλογές πριν από τρεις εβδομάδες) θα έχει μια ορατή και μια αόρατη πλευρά:

η πρώτη θα δείχνει τα δημοκρατικά κόμματα να προασπίζονται με τον συνασπισμό τους το αντιδεξιό «πύρινο τείχος»× η δεύτερη θα κρύβει τη διεμβόλιση αυτού του τείχους από την άτυπη κυβερνητική συμμετοχή της Εναλλακτικής στην προσφυγική ατζέντα. 

 

[1] Max Horkeimer/Theodor W. Adorno: Dialektik der Aufklärung. Frankfurt am Main: Fischer Verlag, σ. 40.

[2] Müller-Hohagen, Jürgen (2002): Geschichte in uns. Seelische Auswirkungen bei den Nachkommen von NS-Tätern und Mitläufern. Dachau Institut für Psychologie und Pädagogik. Hohenwarsleben: Westarp.

[3] Maria Fiedler et al.: Radikal Normal, Der Spiegel, Nr.38/14.9.2024, σ.16.