Η κρίση του κορωνοϊού και το μέλλον του κόσμου μας

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ενισχύει και πάλι την αναγκαιότητα της εθνικής σύμπνοιας, της ενδογενούς παραγωγής, και το αίτημα για ένα αποτελεσματικό, επιτέλους, κοινωνικό κράτος.
|
Open Image Modal
(AP Photo/Thanassis Stavrakis)
ASSOCIATED PRESS

Δύο είναι οι κύριες ερωτήσεις και διερωτήσεις που αναδύονται μέσα στο κοινωνικό σώμα μέσα από –ή και παρά– την ένταση που προκαλούν τα μέτρα του εγκλεισμού και του περιορισμού της κυκλοφορίας: Πρώτον, εάν αυτά τα τόσο δραστικά μέτρα έχουν κάποια αντικειμενική βάση και, κατά δεύτερο λόγο, συναφώς, εάν εν τέλει η όλη ιστορία δεν είναι παρά μια απόπειρα των κάθε λογής εξουσιαστών να επεκτείνουν τους μηχανισμούς ελέγχου πάνω στους πολίτες. Έτσι ώστε και να «περάσουν» όλα τα μέτρα που θα επιθυμούσαν, αβρόχοις ποσίν, καθώς οι πολίτες βρίσκονται σε παντελή σχεδόν αδυναμία να αντιδράσουν, και με αυτόν τον τρόπο να οικοδομήσουν ένα περισσότερο αυταρχικό και «πανοπτικό» κράτος.

Σε σχέση με το πρώτο ζήτημα, παρότι, όπως πολλοί τονίζουν –μάλλον άκριτα ή, στην καλύτερη περίπτωση, εξαιρετικά βιαστικά–, οι θάνατοι από τη νέα επιδημία είναι ακόμα πάρα πολύ «λίγοι» συγκριτικά με τους ανθρώπους που πεθαίνουν από τη γρίπη, η σύγκριση είναι λανθασμένη. Διότι είναι προφανές πως, εάν η επιδημία επεκταθεί σε εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους, τότε η θνησιμότητα μπορεί να φθάσει σε επίπεδο εκατομμυρίων. Εάν π.χ. έχουμε ένα δισεκατομμύριο νοσήσαντες από τον κορωνοϊό, παγκοσμίως, οι θάνατοι θα φθάσουν τα 10 εκατομμύρια, με ποσοστό θανάτων 1% ή ακόμα και ένα εκατομμύριο, με το πολύ χαμηλό και απίθανο ποσοστό του 0,1% θανατηφόρων κρουσμάτων, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ακόμα αντίδοτα, εμβόλια κ.λπ.

Στην Ελλάδα, εάν νοσήσει το 70% του πληθυσμού, για να αποκτήσουμε ανοσία, σύμφωνα με την «αγελαία» θεωρία Μπόρις Τζόνσον, ακόμα και με το εξαιρετικά απίθανο ποσοστό του 0,1% θανατηφόρων κρουσμάτων, θα έχουμε 7.000 νεκρούς και με 1% θα έχουμε 70 χιλιάδες θανάτους. Και μάλιστα σε μικρό χρονικό διάστημα, γεγονός που θα τινάξει στον αέρα το σύστημα υγείας. Επιπλέον, η ιδιαιτερότητα της πανδημίας του κορωνοϊού συνίσταται και στο ότι εμφανίστηκε αιφνίδια, ως μία νέα αόρατη απειλή, δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί άμεσα στα πλαίσια του «πλανητικού χωριού» και κινδυνεύει να πλήξει εκατοντάδες εκατομμύρια ή δισεκατομμύρια. Όσο για όλες τις σχετικές θεωρίες συνωμοσίας που κυκλοφορούν –ακόμα και εάν δεχθούμε ότι ο κορωνοϊός «ξέφυγε», ηθελημένα ή κατά τύχην, από κάποιο εργαστήριο βιολογικού πολέμου–, επειδή οι συνέπειές του είναι σαρωτικές στο οικονομικό επίπεδο για όλες τις χώρες, και πλήττουν οριζόντια την παγκοσμιοποίηση, η πλανητική διάδοσή του δεν μπορεί να αποτελεί κάποιο «κόλπο». Μια ευρέως διαδεδομένη άποψη υποστηρίζει μάλιστα, πως οι αμερικανικές υπηρεσίες «φύτεψαν» τον ιό στην Κίνα, για να πλήξουν τον μεγαλύτερο ανταγωνιστή τους. Όμως, όπως βλέπουμε εκ του αποτελέσματος, η Δύση και οι ΗΠΑ θα είναι μάλλον οι μεγάλοι χαμένοι από την κρίση και αντίθετα οι Κινέζοι θα είναι κερδισμένοι: quid pro quo.

“Οι κρίσεις αποτελούν ένα ανοικτό πεδίο αντιπαράθεσης στο οποίο όλες οι λογικές, όλες οι ιδεολογίες, όλες οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις διαγκωνίζονται, προσπαθώντας να κερδίσουν από αυτές ή τουλάχιστον «να χάσουν» το λιγότερο δυνατό.”

Όσο για τις συνέπειες της κρίσης στο επίπεδο της οικονομίας και του ανθρώπινου πολιτισμού σε πλανητικό αλλά και σε εθνικό επίπεδο, που συνιστά και το κύριο ερώτημα, το οποίο θα γίνεται όλο και πιο επίμονο καθώς θα περνούν οι ημέρες, εδώ και πάλι διαγκωνίζονται δύο οπτικές. Η μία υποστηρίζει πως, εκ των πραγμάτων, οι επιπτώσεις θα είναι θανάσιμες για το μοντέλο της ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης, υποχρεώνοντας σε ενίσχυση των εθνοκρατικών και των περιφερειακών δομών, διαδικασία που εξάλλου βρισκόταν εν εξελίξει μετά την κρίση του 2008. Η άλλη επιμένει στο ότι, μέσα από την ενίσχυση της κρατικής παρέμβασης και της ψηφιοποίησης, θα προχωρήσει ακόμα περισσότερο η αφαίρεση ελευθεριών από τους πολίτες, και πως αυτό είναι το σημαντικότερο. 

“Οι εθνικές ταυτότητες, η αίσθηση του κοινού συμφέροντος της ανθρωπότητας και του ανθρώπου ως «πολιτικού ζώου», δηλαδή ως συλλογικού και ταυτόχρονα ατομικού υποκειμένου, θα βγουν ενισχυμένες.”

Βέβαια, όπως σε όλες τις μεγάλες κρίσεις και αντιπαραθέσεις, οι συνέπειες μπορεί να είναι αμφιλεγόμενες και ενίοτε αντιφατικές. Οι κρίσεις αποτελούν ένα ανοικτό πεδίο αντιπαράθεσης στο οποίο όλες οι λογικές, όλες οι ιδεολογίες, όλες οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις διαγκωνίζονται, προσπαθώντας να κερδίσουν από αυτές ή τουλάχιστον «να χάσουν» το λιγότερο δυνατό.

Έτσι, είναι βέβαιο πως οι δυνάμεις της ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης και της τεχνολαγνείας όχι μόνο θα κάνουν ό,τι μπορούν για να ξεπεράσουν αυτό που θεωρούν ισχυρό πλήγμα στα συμφέροντά τους, αλλά θα δοκιμάσουν ακόμα και να βγουν κερδισμένοι από αυτήν. 

“Εκείνοι που ελέγχουν τους βασικούς αρμούς της εξουσίας θα προσπαθήσουν να εμφανίσουν αυτή την κρίση όχι ως κρίση του μοντέλου της άκρατης παγκοσμιοποίησης αλλά ως μία απλή «κρίση μετάβασης» προς έναν υπέρ τεχνολογικό θαυμαστό καινούργιο κόσμο...”

Ωστόσο, επειδή το πλήγμα ήταν ιδιαίτερα ισχυρό, καθώς η κρίση του κορωνοϊού αποσυνδέει και αποσυνθέτει πάρα πολλά από τα δίκτυα που συγκροτούν την παγκοσμιοποίηση, καθώς και πάρα πολλές από τις κυρίαρχες ιδεολογικές παραδοχές της, το τελικό ισοζύγιο είναι αρνητικό γι’ αυτήν. Και στον κυριολεκτικά καινούργιο κόσμο που θα ξεπροβάλει μετά την κρίση, οι εθνικές ταυτότητες, η αίσθηση του κοινού συμφέροντος της ανθρωπότητας και του ανθρώπου ως «πολιτικού ζώου», δηλαδή ως συλλογικού και ταυτόχρονα ατομικού υποκειμένου, θα βγουν ενισχυμένες.

Βέβαια υπάρχει αλήθεια και στις δύο διαπιστώσεις.

Προφανώς, δεν τρέφουμε καμία αυταπάτη για το γεγονός ότι όλοι εκείνοι που ένιωσαν να πλήττονται τα θεμέλια της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολάγνας λογικής θα αντιδράσουν. Εξάλλου, είναι χαρακτηριστικό πως τις προηγούμενες ημέρες, επειδή η λογική τους έχει υποστεί αλλεπάλληλα πλήγματα, τόσο στο ζήτημα των ανοικτών συνόρων που προπαγάνδιζαν, όσο και από την εθνική συσπείρωση που εντέλει προκαλεί η επιδημία –τουλάχιστον στην πρώτη φάση–, προσπάθησαν να αντεπιτεθούν χτυπώντας το… «σαμάρι», δηλαδή την Εκκλησία. Εκμεταλλευόμενοι την αμηχανία και τις αμφίσημες τοποθετήσεις της ιεραρχίας –για ένα ζήτημα πρωτοφανές για την πρόσφατη εμπειρία της Εκκλησίας– εξεστράτευσαν με τον πιο ακραίο τρόπο εναντίον της. Και αυτό όχι για να στηλιτεύσουν την ιεραρχία και τα σφάλματά της αλλά για να πλήξουν την ορθόδοξη συνείδηση των Ελλήνων, αποφασιστικό στοιχείο της εθνικής συνοχής την οποία προαναφέραμε.

Επιπλέον, είναι βέβαιο προς την αμέσως επόμενη περίοδο εκείνοι που ελέγχουν τους βασικούς αρμούς της εξουσίας θα προσπαθήσουν να εμφανίσουν αυτή την κρίση όχι ως κρίση του μοντέλου της άκρατης παγκοσμιοποίησης αλλά ως μία απλή «κρίση μετάβασης» προς έναν υπέρ τεχνολογικό θαυμαστό καινούργιο κόσμο, έναν κόσμο όπου πλέον δεν θα υπάρχουν αρρώστιες – ίσως ούτε καν και άνθρωπος με τον τρόπο που ξέρουμε σήμερα, ώστε να μπορεί να νοσήσει. Είναι βέβαιο ότι οι μετανθρωπιστές θα επιχειρήσουν να προωθήσουν με ακόμα μεγαλύτερη ζέση τη λογική μιας υπερτεχνολογικής απάντησης στην κρίση. Και βέβαια, χώρες όπως η Κίνα ή οι Ηνωμένες Πολιτείες, και όχι μόνο, μπορούν να αποτελέσουν το εργαστήρι ενός τέτοιου τεχνολογικού ολοκληρωτισμού. Και είναι αναμφίβολο πως όλα αυτά θα συμβούν και τέτοιες προσπάθειες θα ενταθούν.

Ωστόσο, πιστεύω πως αυτή δεν είναι η κύρια πλευρά. Σημαντικότερη παραμένει αντίθετα η ήττα της ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης και των εθνομηδενιστικών αντιλήψεων. Ας σκεφτούμε λίγο την πανουργία της ιστορίας σε σχέση με τη δική μας εμπειρία στην Ελλάδα. 

“Εκούσα η άκουσα η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να στραφεί προς την ενίσχυση της εσωτερικής παραγωγικής οικονομίας και ιδιαίτερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως υποχρεώθηκε να υπερασπίσει και τα σύνορα της χώρας.”

Μία κυβέρνηση όπου κυριαρχούσαν οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις για λιγότερο κράτος και κρατική παρέμβαση, μια κυβέρνηση οπαδός του «κράτους νυκτοφύλακα», υποχρεώνεται να ενισχύσει το κοινωνικό κράτος, να απειλήσει με διώξεις όσους επιχειρηματίες απολύουν τους υπαλλήλους τους, να απαιτήσει από τους πολίτες την ύψιστη δυνατή συνοχή και να δαπανήσει σημαντικά ποσά για τη στήριξη της οικονομίας.

Επιπλέον, είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει μία κρίση που χτυπάει τη λογική μιας απόλυτα διεθνοποιημένης, και στηριγμένης σχεδόν αποκλειστικά στον τουρισμό, οικονομίας. Εκούσα η άκουσα η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να στραφεί προς την ενίσχυση της εσωτερικής παραγωγικής οικονομίας και ιδιαίτερα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως υποχρεώθηκε να υπερασπίσει και τα σύνορα της χώρας.

Νομίζω, μάλλον, ότι, επειδή τα τελευταία χρόνια έχουμε υποστεί αλλεπάλληλες ήττες σε όλα τα πεδία, ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες, δεν μπορούμε να φανταστούμε κάποια διαφορετική έκβαση και της τρέχουσας σύγκρουσης, εκτός από την κατίσχυση για άλλη μια φορά των ισχυρών. Ας αναρωτηθούμε, όμως, μήπως το υπέρ τεχνολογικό μετανθρωπικό μοντέλο θα εκδηλωνόταν με μεγαλύτερη ταχύτητα και ένταση σε έναν κόσμο όπου θα αδυνάτιζαν οι εθνικές ταυτότητες και τα σύνορα και όπου οι μεγάλες επιχειρήσεις θα αποτελούσαν τη νέα υπερκυβέρνηση; Ήδη η Gooogle, το Facebook και η γενίκευση των καμερών ασφαλείας ή η ανεξέλεγκτη και πέρα από σύνορα ασυδοσία των ΜΚΟ, και ανθρώπων όπως ο Τζωρτζ Σόρος δεν προχωρούσαν ακάθεκτα προς σε μια τέτοια κατεύθυνση;

Αντίθετα, ένας κόσμος λιγότερο παγκοσμιοποιημένος –ακόμα και αν όντως ενισχύονται τα αυταρχικά κράτη και οι μηχανισμοί του κοινωνικού ελέγχου– αποτελεί επιβραδυντικό παράγοντα για μία τέτοια εξέλιξη. Διότι η τεχνολογική δικτατορία βρίσκει τις ιδανικές συνθήκες για την επιτάχυνσή της σε έναν κόσμο όλο και πιο απορρυθμισμένο όπου οι εθνικοί κρατικοί θεσμοί έχουν εξαφανιστεί. Αντίθετα, η κρίση του κορωνοϊού επαναφέρει την έννοια του εθνικού κράτους και των εθνικών κοινοτήτων, που αποτελούν τουλάχιστον επιβραδυντικό παράγοντα στους μετανθρωπιστικούς σχεδιασμούς. Εξάλλου, και το σημαντικότερο ίσως, η συντριβή μιας πλανητικής και αλαζονικής παγκόσμιας κοινότητας απέναντι σε έναν εχθρό που θεωρούνταν αμελητέος είναι το μεγαλύτερο πλήγμα στην υπερτεχνολογική ύβρη.

Και δεν χρειάζεται να αναφερθώ στις συνέπειες της σε ό,τι αφορά την Ελλάδα. Διότι, σε εμάς, όπως έχω δείξει σε άλλα κείμενά μου, ενισχύει και πάλι την αναγκαιότητα της εθνικής σύμπνοιας, της ενδογενούς παραγωγής, και το αίτημα για ένα αποτελεσματικό, επιτέλους, κοινωνικό κράτος.

Κατά συνέπεια, παρά την τεράστια κρίση και το μεγάλο πένθος της ανθρωπότητας, ενώ οι συνέπειες της πανδημίας βρίσκονται ακόμα σε εξέλιξη, ας επιμένουμε στα όποια θετικά μαθήματα από τα μεγάλα παθήματα, χωρίς να ξεχνάμε βέβαια ποτέ τις πανίσχυρες δυνάμεις της απανθρωποποίησης που κυριαρχούν ακόμα στον κόσμο μας και προπαντός ας εγκύψουμε και ας ενισχύσουμε τα μαθήματα που αυτή η κρίση –αν χρειαζόμαστε και άλλα μαθήματα–έρχεται σήμερα να προσφέρει στην Ελλάδα.