Οι πόρνες της διοικητικής περιφέρειας Αθηνών-Πειραιώς ήταν ιεραρχημένες σε τρεις κατηγορίες. Η τρίτη και χαμηλότερη κατηγορία έμενε «εις τα χαμαιτυπεία τα κείμενα πλησίον των καταστημάτων του Αεριόφωτος (στο Γκάζι) και εις τα δημοτικά οικήματα των Βούρλων». Όσες αδήλωτες έπιανε η αστυνομία του Πειραιά, αφού τις πέρναγε από γιατρούς, στη συνέχεια τις στοίβαζε στο δημόσιο μπορντέλο των Βούρλων. Ένας κόσμος απερίγραπτης δυστυχίας! Τα Βούρλα θα ήταν ο πάτος στην ιεραρχία του πληρωμένου έρωτα, αν δεν υπήρχαν τα σλέπια. Μέσα σ’ αυτά τα παροπλισμένα καραβάκια ζούσαν, δούλευαν, γεννούσαν και έσβηναν γυναίκες-φαντάσματα.
Στην καρβουνόσκαλα δεμένο είναι ένα σλέπι,
που χρόνια εδούλεψε στον Ντούνα το ποτάμι.
Στρείδια γιομάτα τα βρεχάμενά του και χορτάρια
κι έχει η σκουριά τη λαμαρίνα του ξεκάμει.
*
Κοινές γυναίκες το ’χουν κάμει τώρα «σπίτι»,
αλήτες και πρεζάκηδες η πελατεία.
Κι όλη τη νύχτα σιγοτρίζει ως να στενάζει
του λιμανιού σαν το κουνάει σιγά η ρεστία.
Όταν η Λιλίκα Νάκου διάβασε το «Αφισμένο σλέπι» του Νίκου Καββαδία, ένα ποίημα για κάποια ξεχασμένη μαούνα όπου ζούσαν εξαθλιωμένες πόρνες, εντυπωσιάστηκε και συγκινήθηκε. Στην αρχή, νόμισε πως οι στίχοι μιλούσαν για ένα σκαρί, που έφτιαξε η φαντασία του ποιητή. Η πραγματικότητα όμως ξεπερνάει τη φαντασία και η Νάκου ήταν αποφασισμένη να δει από κοντά αυτή την πραγματικότητα, που δική της φαντασία δεν μπορούσε να συλλάβει.
Έτσι, ένα σούρουπο, τον Φλεβάρη του 1936, ο Νίκος Καββαδίας οδήγησε τη Λιλίκα Νάκου έξω από τον Πειραιά, στο «αφισμένο σλέπι» πίσω απ’ τα τελωνεία. Μαζί τους ήταν η Κλάρα η κουτσή, γυναίκα της πιάτσας και παλιά τρόφιμος των Βούρλων, που είχε συνοδεύσει τη Νάκου στην έρευνά της στα ύποπτα στέκια του Πειραιά.
Πάτησαν πάνω σε σκοινιά και σε σακιά με εμπορεύματα, πέρασαν μια χαλασμένη αποβάθρα κι από κει βγήκαν σ’ έναν παραλιακό δρόμο, γεμάτο λάσπες, που δεν είχε τελειωμό. Περνούσαν κάρα και οι καροτσέρηδες ξεφόρτωναν την κούραση της μέρας τραγουδώντας περίλυπους αμανέδες.
Μπροστά πήγαινε ο Καββαδίας, που ήξερε τον δρόμο, και ακολουθούσαν οι δύο γυναίκες. Τα φώτα του Πειραιά ήταν πίσω τους και μπροστά τους σκοτάδι. Τα ρούχα κολλούσαν επάνω τους από την υγρασία και η θάλασσα μύριζε πότε ιώδιο και πότε κανέλα από εμπόρευμα που είχε ξεφορτωθεί κάπου εκεί.
Μέσα στο σκοτάδι είδαν σκιές ανθρώπων, να σηκώνονται λες από τη γη και να εξαφανίζονται. Η Νάκου ταράχτηκε. «Πρεζάκηδες είναι», της εξήγησε η Κλάρα. «Έρχονται εδώ για να πιούνε».
Ήταν τέτοια η ατμόσφαιρα που η Νάκου θα γύριζε πίσω, αν η περιέργειά της δεν ήταν μεγαλύτερη από την αγωνία της.
Έφτασαν σε μια σκάλα. Μέσα στη νύχτα ξεχώριζε σκοτεινότερη μια μεγάλη μαούνα, που «σιγοέτριζε και στέναζε». Από μέσα ακούγονταν σιγανές ομιλίες, στεναγμοί και κάποτε ένα γέλιο στριγγό, που ήταν πιο πένθιμο και από το κλάμα.
Ο Καββαδίας στάθηκε και φώναξε μια δυο φορές ένα όνομα.
Βγήκε μια ηλικιωμένη γυναίκα, με το πρόσωπο σημαδεμένο από την ανεμοβλογιά, κρατώντας ένα φανάρι.
— Αρχόντω, σας έφερα μια γιάτρισσα που μου ζητήσατε, της είπε ο Καββαδίας.
Η Αρχόντω έδωσε χίλιες ευχές στη Λιλίκα Νάκου.
— Να ’χεις καλό, κερά μου. Έχουμε μια άρρωστη εδώ πέρα, λεχώνα. Ήρθε η μαύρη να ξεγεννήσει σ’ εμάς. Τη γύρευε η αστυνομία. Ήρθε ένα βράδυ να κοιμηθεί και την πιάσαν οι πόνοι. Περάστε μέσα!
Με την Αρχόντω μπροστά να τους φέγγει, έφτασαν στην κλειστή πόρτα μιας καμπίνας.
— Μωρή Μαρία, ξύπνα! Ήρθε η γιάτρισσα να σε δει! φώναξε η Αρχόντω.
— Μήπως έχει μέσα κανέναν πελάτη; ρώτησε ο ποιητής.
— Δεν έρχονται τώρα πολλοί. Την περασμένη βδομάδα, δυο μέρες δεν φάνηκε κανείς και ψωμί δεν είχαμε να φάμε.
Η Αρχόντω έσπρωξε την πόρτα και βρέθηκαν μέσα σε μια στενή, κατασκότεινη καμπίνα, που μύριζε έντονα.
— Να η λεχώνα, είπε η Αρχόντω. Έχει κάψα μεγάλη και τη νύχτα παραμιλάει. Χτες, μέσα στην ταραχή της, θέλησε να πέσει να πνιγεί κι ένας πελάτης που ήταν εδώ την κράτησε απ’ τα πόδια.
Στο φως του κλεφτοφάναρου είδαν ξαπλωμένη μια γυναίκα που καιγόταν από τον πυρετό και δίπλα της, σε μια σκάφη, ήταν το νεογέννητο, φασκιωμένο με λογιών λογιών κουρέλια. Ήταν ήσυχο και όταν έκλαψε, το κλάμα του ήταν αλλόκοτο, ξεψυχισμένο...
Η Αρχόντω δυστροπούσε για το μωρό «αυτό μας έλειπε τώρα» και ήθελε να το ρίξει στο βρεφοκομείο. Η μάνα, όμως, έβαζε τις φωνές και τα κλάματα και δεν την άφηνε.
— Μωρή, τα μωρά και τα παιδιά είναι για τους πλούσιους. Τι θα το κάνεις το έρμο το μωρό εδεπά και το κρατάς;
Έξω από την πόρτα μαζεύτηκαν τρεις τέσσερις κοπέλες. Βρίζαν την Αρχόντω και θέλαν να κρατήσουν το παιδί. «Φτάνει να ζήσει το καψερό!» έλεγαν.
Η Νάκου έπιασε το χέρι της κατάκοιτης, αλλά δεν ήξερε πώς να τη βοηθήσει, αφού δεν ήταν γιάτρισσα. Η Κλάρα, που ήξερε γιατροσόφια κατάλληλα για την περίσταση, έδωσε συμβουλές.
— Ζεστά καταπλάσματα να της βάζεις και να πίνει πολλά ζεστά.
Η «ιατρική» επίσκεψη τελείωσε και βγήκαν από την καμπίνα. Η Κλάρα όμως κοντοστεκόταν. Της φαινόταν ότι κάπου την ήξερε τη μάνα. Κάπου την είχε ξαναδεί. Της έδωσε όσα λεφτά είχε στο πορτοφόλι της και ύστερα βγήκε κλαίγοντας γιατί είχε καταλάβει πως μάνα και παιδί δεν είχαν πολλή ζωή ακόμα.
Η Αρχόντω τους είπε πως η κοπέλα ήταν εικοσιπέντε χρονών και προσφυγοπούλα. Παλιά ήταν στα Βούρλα. Η αστυνομία, για να την τιμωρήσει για κάποιον καυγά που έκανε, την έστειλε «εξορία». Εκείνη το ’σκασε και γύρισε στον Πειραιά όπου ζούσε παράνομα. Είχε χάσει όλα τα λεφτά της κι έκανε καλντερίμι, για να ζήσει.
Οι γυναίκες δεν άφησαν τους ξένους να φύγουν αμέσως. Κάθισαν στο αμπάρι, πάνω σε κάτι τσουβάλια, γύρω από το φως του κλεφτοφάναρου.
Η Νάκου τις παρατηρούσε. Μέσα στο σλέπι, εκτός από την Αρχόντω, ζούσαν έξι νέες γυναίκες, σκεβρωμένες από την υγρασία και γερασμένες πριν την ώρα τους. Έμεναν στις καμπίνες και όταν έκανε πολύ κρύο, μαζεύονταν στο αμπάρι και κοιμόντουσαν όλες μαζί. Καμιά φορά το νερό έμπαινε μέσα και πλημμύριζε το αμπάρι. Αν δεν ήταν κάποιοι πονετικοί πελάτες να το μαστορέψουν και να το αλείψουν με πίσσα, το σάπιο σλέπι θα είχε βουλιάξει.
Η Αρχόντω θέλησε να φέρει κρασί να τους κεράσει.
— Οι γιάτρισσες δεν πίνουνε, είπε η Νάκου.
— Οι γιατροί είναι σαν τους αγίους, είπε μια κοπέλα. Θα πάνε στον παράδεισο. Μα, εμάς δεν έρχεται ποτέ κανένας να μας δει.
— Γιατί; Για να μας πάρει χαμπάρι η αστυνομία; είπε μια άλλη. Ύστερα, εγώ προτιμάω τις γιατρίνες. Αλλιώτικα τους κουβεντιάζεις, αλλιώτικα λες τον πόνο σου.
Ακούγοντάς την η Νάκου λυπόταν που δεν έγινε γιατρίνα και σκεφτόταν πόσο σπουδαίο ρόλο θα μπορούσαν να διαδραματίσουν οι γυναίκες και πόσο κερδισμένος θα έβγαινε ο κόσμος αν εκείνες έβγαιναν από το σπίτι και τις προλήψεις του, για να σπουδάσουν.
Εκείνη την ώρα ακούστηκαν πατήματα. Κάποιος τράβηξε το σλέπι προς τα πίσω. Ύστερα ακούστηκε ένα σφύριγμα. Μια κοπέλα σηκώθηκε, «Είναι για μένα», είπε κι έφυγε.
Η ώρα είχε περάσει και οι τρεις επισκέπτες σηκώθηκαν για να φύγουν. Η Αρχόντω ήθελε οπωσδήποτε να τους φιλέψει, και ιδιαίτερα τη Νάκου, καβουράκια και πεταλίδες ζωντανές για το καλό που έκανε. Τους οδήγησε με το φανάρι ως τον παραλιακό δρόμο και τους αποχαιρέτησε.
Η Νάκου συγκλονισμένη στράφηκε να ρίξει μια τελευταία ματιά. Μέσα σ’ αυτό το σκοτεινό σλέπι, το «γιομάτο στρείδια και χορτάρια», μέσα σε μια αφάνταστη δυστυχία, ζούσαν πουλώντας το γερασμένο κορμί τους οι πιο θλιβερές υπάρξεις που είδε ποτέ στη ζωή της.
Το «αφισμένο σλέπι» ήταν ένα άθλιο πλωτό μπορντέλο, με μαμά την Αρχόντω, όπου μια βίζιτα εξασφάλιζε το ψωμί της ημέρας σε εφτά γυναίκες.