Στο προηγούμενο άρθρο είχαμε αφήσει τη δημοσιογράφο Λιλίκα Νάκου και την Κλάρα την κουτσή στο απόμερο καφενείο στο λιμάνι του Πειραιά, που τις πρώτες πρωινές ώρες γινόταν παράνομο στέκι. Οι πελάτες, μεθυσμένοι ναύτες και οι κοπέλες «της αμαρτίας», είχαν σταματήσει τα γέλια και τις φωνές και άκουγαν συλλογισμένοι και σιωπηλοί την Τσιού Τσαν, που έπαιζε κιθάρα και αφηγούταν τη θλιβερή ιστορία της.
Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε «αυτός». Ο ιδιοκτήτης της, αυτός που την είχε αγοράσει και την είχε φέρει στον Πειραιά, αυτός που κέρδιζε χρήματα αγοράζοντας και πουλώντας γυναίκες. Ο σωματέμπορος!
Στάθηκε στην πόρτα κι έριξε μια ματιά τριγύρω. Το βλέμμα του ήταν γρήγορο και διαπεραστικό, μαθημένο με μια ματιά που έριχνε γύρω του να τα καταλαβαίνει όλα.
Ήταν νέος, ως τριάντα χρόνων, ψηλός, ωραίος και καλοντυμένος. Δεν έμοιαζε με άνθρωπο της πιάτσας. Φαινόταν σαν ένας καλοβαλμένος κύριος που ασχολείται με τα σπορ και που περιπλανήθηκε μέχρι που έφτασε τυχαία στο καφενείο.
Η Τσιού Τσαν, απορροφημένη από το τραγούδι της, δεν τον ένιωσε. Η φίλη της, όμως, η Ουράνια Χαρά τον είδε και πάγωσε. Χλόμιασε και η ματιά της την έκανε να μοιάζει με πουλάκι που ένα φαρμακερό φίδι το παγώνει σιγά για να το καταβροχθίσει. Ζάρωσε κι άθελά της αποτραβήχτηκε από τον Ολλανδό. Πριν προφτάσει να ειδοποιήσει τη συντρόφισσά της ότι «αυτός» ήταν εδώ, ο άντρας με δυο δρασκελιές βρέθηκε κοντά στην Τσιού Τσαν, την άρπαξε από το δέρμα του λαιμού της, απαράλλαχτα όπως πιάνουν τα κουτάβια, και την κατέβασε από το τραπέζι.
Η φωνή της κόπηκε και η κιθάρα έπεσε από τα χέρια της.
— Α, πουλάκια μου, κοκωνίτσες μου! είπε στα ελληνικά στις δύο Κινέζες, τάχα γλυκά μ’ ένα κακό γέλιο. Εδώ μου είστε και γλεντάτε με τους Ολλανδούς, ε; Κι εσύ τραγουδάς το ηλίθιο τραγούδι σου, που μου παίρνεις όλη μέρα τ’ αυτιά. Στο σπίτι γρήγορα! Γυρίστε αμέσως, αλλιώς σας διορθώνω εδώ μπροστά σε όλους.
Οι δύο Κινέζες σηκώθηκαν υποταγμένες να φύγουν. Όταν έφτασαν στην πόρτα, τους φώναξε:
— Τα λεφτά; Πού είναι τα λεφτά; Πήγατε εκεί που σας είπα, αχάριστα πλάσματα; Ελάτε εδώ. Πού πηγαίνετε;
— Σπίτι δεν μας είπατε να πάμε;
— Όχι! Καθίστε εδώ, να, σ’ εκείνο το τραπέζι και θα μου πείτε λεπτομερώς πόσο πουλήσατε σήμερα και σε ποια σπίτια πήγατε.
Και αποτραβήχτηκαν οι τρεις σε μια γωνία του καφενείου για να κάνουν τους λογαριασμούς.
Οι Ολλανδοί ναύτες, που δεν κατάλαβαν τι ειπώθηκε, ξανάρχισαν τις φωνές και τα γέλια. Η Νάκου ήταν φοβερά περίεργη να μάθει γι’ «αυτόν» που φερόταν τόσο βάναυσα στις δύο κοπέλες και τους μιλούσε έτσι βάρβαρα.
— Αυτός είναι ένας πάμπλουτος σωματέμπορος. Τον ξέρουνε σ’ Ανατολή και Δύση. Τη μια θα τον δεις στον Πειραιά, την άλλη μέρα στο Κάιρο και την παράλλη ένας Θεός ξέρει πού. Μένει στα μεγαλύτερα ξενοδοχεία. Εκεί βρίσκει τους πλούσιους πελάτες και πουλά την «άσπρη σκόνη» που οι αριστοκράτες αγοράζουν ακριβά.
— Και πώς δεν τον τσακώνει η αστυνομία.
— Πρώτα πρώτα κανείς δεν τον μαρτυρά. Ύστερα με το περίφημο παρουσιαστικό κυρίου που έχει κανείς δεν τον υποπτεύεται. Κι έπειτα όταν έχεις τόσο χρήμα, γίνεσαι… ασύλληπτος.
Η Νάκου άκουγε κατάπληκτη τις εξηγήσεις της Κλάρας.
— Και τις δύο Κινεζοπούλες τι τις έχει;
— Λέει πως τις αγόρασε σχεδόν μωρά από την Κίνα. Γιατί στην Κίνα είναι τόση η φτώχεια, που οι ίδιοι οι γονείς πουλάνε στους ξένους τα παιδιά τους. Τις αγόρασε εδώ και κάμποσα χρόνια και τις έχει, να πούμε, σκλάβες του να του δουλεύουν δωρεάν.
— Και τι δουλειά κάνουν;
— Τι δουλειά θες να κάνουν; Να του κρατάνε τα βιβλία; Πουλάνε κοκαΐνη στις πλούσιες κυρίες. Μπαίνουν στα σπίτια τάχα πως κάνουν μανικιούρ κι έτσι βρίσκουν τους πελάτες. Και ξέρεις τι ακριβά πουλιέται; Αλλά το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι οι κακόμοιρες οι Κινεζούλες τον αγαπούν και οι δυο. Και τόσο αυτός τις κακομεταχειρίζεται περισσότερο!
— Και πώς τον λένε;
— Τι κουτή που είσαι! Έχουν ποτέ ένα όνομα αυτοί οι άνθρωποι;
Σε λίγο ο άντρας σηκώθηκε, δείγμα ότι η συζήτηση τελείωσε, και οι δύο Κινέζες σιωπηλά κι αθόρυβα άνοιξαν την πόρτα κι έφυγαν.
«Αυτός» πλησίασε το τραπεζάκι δίπλα στη Νάκου και στην Κλάρα, που καθόταν η Συριανή. Κάτι της ψιθύρισε κι εκείνη του έδειξε με τα μάτια ένα κορίτσι από την μεγάλη παρέα των εύθυμων γυναικών, που ούτε μιλούσε ούτε γελούσε.
— Κοίτα τώρα. Άνοιξε τα μάτια σου να δεις πώς ψαρεύει τις κοπέλες που στέλνει στο εξωτερικό. Και τσιμουδιά, γιατί είναι επικίνδυνος!
Η Συριανή σηκώθηκε και πήγε στην παρέα που καθόταν το αμίλητο κορίτσι. Κάτι τους είπε, ύστερα τράβηξε το κορίτσι από το χέρι. Με κομπλιμέντα και χαμόγελα το έφερε ως το τραπεζάκι που καθόταν ο άντρας.
Αυτή ήταν η δουλειά της Συριανής. Να εντοπίζει και να προσελκύει νέες, όμορφες και φτωχές κοπέλες, συνήθως από την επαρχία και χωρίς συγγενή στον Πειραιά. Οι μαγευτικές περιγραφές για τη ζωή στα μακρινά κι άγνωστα μέρη, η υπόσχεση ότι θα βγάλουν πολλά λεφτά, και θα φοράνε ακριβές τουαλέτες και διαμαντικά, ήταν μέρος του σχεδίου για να τις παρασύρει και να τις οδηγήσει στον σωματέμπορο. Τα υπόλοιπα ήταν δική του δουλειά. Παρουσίαζε τη Συραινή ως σύζυγό του, πράγμα που δημιουργούσε κάποιο κλίμα εμπιστοσύνης. Ήταν γλυκομίλητος και τρυφερός με τις κοπέλες, μέχρι ν’ αποκτήσει επάνω τους την εξουσία που τις μετέτρεπε σε εμπόρευμα. Εκείνος θα έφτιαχνε τα χαρτιά που θα τις δέσμευαν σε αυτόν, το ψεύτικο διαβατήριο και τα πλαστά έγγραφα. Εκείνος θα έβρισκε τον νόμιμο τρόπο να ταξιδέψει το εμπόρευμα στα ξένα λιμάνια (συνήθως τα κορίτσια ταξίδευαν ως αρτίστες) κι εκείνος θα τις πουλούσε σε πλούσιους Άραβες ή σε μπορντέλα.
— Είδες τι καλό κορίτσι που είναι; του είπε η Συριανή.
Εκείνος κοίταξε το καλό κορίτσι με μια σκληρή έκφραση, σαν να περιεργαζόταν εμπόρευμα, και μασώντας την άκρη του τσιγάρου του ρώτησε.
— Πόσων χρονών είσαι;
— Είμαι δεκαεννιά, ψιθύρισε εκείνη.
— Και πού δούλευες τόσον καιρό;
— Είμαι μόνο δυο μήνες στης μαμάς Κατίγκως. Πριν δούλευα καμαριέρα σ’ ένα πλουσιόσπιτο.
Η Νάκου είχε γείρει προς το μέρος τους για ν’ ακούσει τον διάλογο.
— Πώς σε λένε;
— Τη λένε Άννα, απάντησε η Συριανή αντί για την κοπέλα.
— Ανούσκα θα λέγεσαι τώρα. Άκουσες; Και όταν σε ρωτήσουν από πού είσαι, θα λες πως είσαι Ελληνίδα από τη Ρωσία και πως έφυγες από κει γιατί οι Μπολσεβίκοι κάνουν τη ζωή αφόρητη.
— Από πού είναι όμως πραγματικά; ρώτησε τη γυναίκα του.
— Είναι από τη Μήλο, μα είναι ορφανή.
— Τόσο το καλύτερο, είπε ο σωματέμπορος ανάβοντας το τσιγάρο του. Αύριο στις δέκα ακριβώς, θα ’ρθεις με τη γυναίκα μου στο βαπόρι. Τα χαρτιά σου είναι όλα έτοιμα, όπως και το διαβατήριο. Φεύγουμε στις δέκα και μισή. Έννοια σου, θα περάσεις καλά και θα είσαι πλούσια κυρά όταν ξαναγυρίσεις πίσω στον Πειραιά. Και να δεις τι ρούχα και τι διαμαντικά θα φορέσεις! Θα ταξιδέψουμε με το ωραιότερο βαπόρι του κόσμου. Είσαι ευχαριστημένη;
Κοίταξε το κορίτσι τρυφερά, θα ’λεγες με αγάπη. Ήταν πολύ ωραίος έτσι καθώς κοίταζε τις γυναίκες με το βλέμμα του, λες το προστατευτικό και στοργικό… Είχε και το ωραιότερο στόμα που μπορεί κανείς να δει σε έναν άντρα.
Η Άννα κούνησε το κεφάλι. Ναι θα ήταν πολύ ευχαριστημένη που θα έφευγε, που θα φορούσε ωραία ρούχα και διαμαντικά, που θα πήγαινε μ’ ένα μεγάλο βαπόρι…
***
Ας ανοίξουμε μια παρένθεση:
Το ρεπορτάζ της Νάκου δίνει την πληροφορία ότι στον Πειραιά του 1936 λειτουργούσε το «σπίτι» της μαμάς Κατίγκως. Ο Πειραιάς θέλοντας ν’ απαλλαγεί από τις πόρνες που είχαν έντονη παρουσία στα σημεία της κοινωνικής και κοσμικής ζωής της πόλης, από τον υπόκοσμο που παρασιτούσε γύρω από αυτές και από τα αφροδίσια, έφτιαξε το 1873 τα Βούρλα. Η αστυνομία κυνηγούσε όλες τις ατίθασες και έκλεινε όποιο «σπίτι» άνοιγε.
Η δεκαετία του 1930, όμως, έφερε τα πάνω κάτω σε ολόκληρη τη χώρα. Η δεκαετία του ’30 σήμαινε κρίση –παγκόσμια και εσωτερική– ανεργία και πληθωρισμό, πείνα και συσσίτια, αισχροκέρδεια και τοκογλύφους, κρατική αυθαιρεσία και χρεοκοπία, άνοδο του φασισμού, επικράτηση του ναζισμού και παραμονές πολέμου. Το βάρος της το ένιωσαν πιο πολύ τα κατώτερα αστικά στρώματα, οι αγρότες, οι εργάτες και οι πρόσφυγες, που είχαν οδηγηθεί σε μαύρη απόγνωση.
Αν το όνομα Άννα της συνεσταλμένης κοπέλας του καφενείου ήταν το πραγματικό της, και δεν το είχε αλλάξει στο «σπίτι» της μαμάς Κατίγκως, εκείνη τη βραδιά θα ήταν η τελευταία φορά που το έλεγε και το άκουγε. Ανούσκα θα ήταν το όνομά της στον καινούργιο κόσμο που θα πήγαινε, μέχρι να βρεθεί σε άλλη πόλη και να το αλλάξει και αυτό και την ιστορία της.
Η πόρνη δεν δήλωνε ποτέ το πραγματικό της όνομα.
«Στη Σμύρνη Μέλπω, Ηρώ στη Σαλονίκη,
στον Βόλο Κατινίτσα έναν καιρό,
τώρα στα Βούρλα με φωνάζουν Λέλα…»
λέει στο ποίημα «Αμαρτωλό» η Γαλάτεια Καζαντζάκη.
Η πόρνη γινόταν γνωστή με ένα ψεύτικο όνομα, που συνήθως συνοδευόταν από ένα παρανόμι, όπως Μαίρη το Φρουφρού, Αγγέλα η γκαβή, Φρόσω Αλλοίμονη, Νίτσα Σερσέμα, Ασπασία η κουφή. Με τον καιρό ξεχνούσε το αληθινό της όνομα.
Όσο για το πώς η Άννα από υπηρέτρια σε πλουσιόσπιτο ξέπεσε σε «σπίτι», η απάντηση βρίσκεται στις ερωτικές ορέξεις του αφεντικού ή του γιού της οικογένειας. Μια κοπέλα χωρίς προστάτη ήταν εύκολη λεία. Κατάληξη κάθε τέτοιας ιστορίας είναι ότι η κοπέλα διωχνόταν κακήν κακώς από το πλουσιόσπιτο, και μέσα στη δυστυχία της θα ήταν τυχερή αν δεν είχε μείνει έγκυος.
Κλείνει η παρένθεση.
***
Η Κλάρα έσκυψε προς τη Νάκου και της είπε
— Ξέρεις τι ξύλο και κακοπέραση τραβάνε αυτά τα κορίτσια που πουλιούνται στους σωματέμπορους; Τα τσακίζουν στο ξύλο. Τους παίρνουν και όλα τα λεφτά και δεν γυρίζουν ποτέ πίσω στην Ελλάδα. Ή αν θα γυρίσουν είναι για να πεθάνουν, γριές όλες από τα τριάντα τους χρόνια. Τα ξέρω όλα αυτά από μια φιλενάδα μου, που πήγε έτσι με κάποιον στη Νότιο Αμερική.
Όταν τελείωσε με την Άννα, Ανούσκα πλέον, ο άντρας σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς το τραπεζάκι της Νάκου και της Κλάρας. Η Νάκου, που τον είχε βρει γοητευτικό, τώρα είχε φρίξει και αισθανόταν αφάνταστη απέχθεια για τη γοητεία του, το ωραίο του στόμα και τα σαγηνευτικά του μάτια.
— Τι κάνεις, Κλάρα; Καιρό έχω να σε δω. Ποια είναι η κυρία;
— Είναι Πολίτισσα και πουλάει γουναρικά.
Εκείνος άρχισε να ρωτάει για την ποιότητα των δερμάτων. Η Νάκου είχε μια ιδέα από γουναρικά και του απάντησε, για να μην υποπτευθεί, τουλάχιστον εκείνο το βράδυ, ποια πραγματικά ήταν.
— Και για πότε το ταξίδι; ρώτησε η Κλάρα.
— Αύριο. Πάμε στη Χάβρη κι από κει στην Αμέρικα. Κουβαλάω τρία εμπορεύματα πρώτης ποιότητας.
— Μα πού τις βρίσκεις πάντα τόσο όμορφες κοπέλες;
— Α, όσο γι’ αυτό, ας είναι καλά οι πράκτορές μου. Μόνον εσύ δεν θέλησες να γίνεις πράκτοράς μου. Θα είχες τώρα λεφτά με ουρά! Αλλά ας είναι! Η κρίση μεγαλώνει. Ένας πόλεμος δεν θα ήταν κακός. Θα άλλαζα επάγγελμα και θα διασκέδαζα. Βαρέθηκα τα κορίτσια!
— Και σαν τι θα πουλάς, αν γίνει πόλεμος; ρώτησε γελώντας η Κλάρα.
— Τι θα πουλάω; Κανόνια, ασφυξιογόνα αέρια… Ο κόσμος απλώθηκε πάρα πολύ, Κλάρα. Οι γυναίκες δεν θα έπρεπε να γεννάνε τόσο. Βλέπεις τι γίνεται στην Ιταλία; Οι Ιταλοί δεν χωράνε στον τόπο τους. Θέλουν να φάνε. Ενώ αν λείψει κομμάτι ο κόσμος και σκοτωθούν μερικά εκατομμύρια…
— Τι φρίκη! Είστε φρικτός! είπε γελώντας η Κλάρα.
— Δεν είμαι φρικτός. Ζω απλούστατα στην πραγματικότητα.
Ο άντρας στράφηκε προς τη Λιλίκα Νάκου:
— Τι λέτε κι εσείς, κυρία; Δεν είναι σωστά αυτά που λέω, έστω και αν φαίνονται υπερβολικά;
Η Νάκου δεν απάντησε. Σκεφτόταν ότι στ’ αλήθεια δεν θα ήταν μεγάλο κακό για την ανθρωπότητα αν χάνονταν από τη γη μερικοί παλιάνθρωποι σαν αυτόν, που σε καιρό ειρήνης εμπορεύονται ανθρώπους και σε καιρό πολέμου όπλα.
Στο επόμενο άρθρο θα μπούμε μαζί με τη Λιλίκα Νάκου στο ξενοδοχείο που ο σωματέμπορος κρατούσε αιχμάλωτες τις κοπέλες-εμπορεύματα, πριν τις πουλήσει σε ξένα λιμάνια