Από εκείνο το βράδυ στο καφενείο του λιμανιού που άκουσε την Τσιού Τσαν να τραγουδάει το παράξενο λυπητερό τραγούδι, η Νάκου ήθελε να πλησιάσει αυτήν και τη φίλη της, την Ουράνια Χαρά, για να μάθει τη ζωή και την ιστορία τους.
Θα ήταν δύσκολο να ξαναγυρίσει στο ξενοδοχείο, γιατί ο ξενοδόχος, που ήταν έμπιστος του σωματέμπορου, μπορούσε κάτι να υποπτευτεί και δεν θα την άφηνε να μπει.
Ποιος ξέρει τι μηχανεύτηκε η Κλάρα η κουτσή και σε δυο μέρες ειδοποίησε τη Νάκου να συναντηθούν το απόγευμα για να πάνε στο ξενοδοχείο, να δουν τις δύο κοπέλες.
Η Τσίου Τσαν άνοιξε την πόρτα του δωματίου. Φορούσε ένα μεταξωτό ολοκέντητο κιμονό και τα μαύρα μαλλιά της άστραφταν από τη γυαλάδα. Το πρόσωπό της ήταν όμορφο και ανάδινε μια περίεργη ευγένεια. Τους σύστησε τη συντρόφισσά της, την Ουράνια Χαρά. Μια κοπέλα, σχεδόν παιδί, αδύνατη και μικρόσωμη, που δεν φαινόταν καλά στην υγεία της. Έβηχε και το ξαναμμένο της πρόσωπο έδειχνε ότι είχε πυρετό.
Η Τσιού Τσαν πρόσφερε στις επισκέπτριες δύο χαμηλά καθίσματα και τσιγάρα. Οι κινήσεις της είχαν χάρη και ευγένεια.
Η Κλάρα έκανε την αρχή λέγοντας:
— Η κυρία από δω γράφει ένα βιβλίο για την Κίνα και τα έθιμά της και θα ήθελε να της μιλούσατε για την πατρίδα σας. Γι’ αυτό ήρθαμε».
— Κατάλαβα αμέσως ότι η κυρία είχε κατέβει ως το καφενεδάκι για να δει και να γράψει. Σας είδα καλά προχτές το βράδυ.
Η Κλάρα στενοχωρήθηκε και προσπάθησε να δικαιολογηθεί, αλλά η Τσίου Τσαν την έκοψε ευγενικά:
— Ω, δεν με μέλλει ό,τι και να γράψει η κυρία για μας. Ας γράψει και στις εφημερίδες, άμα θέλει. Έχω τόσο βαριεστήσει απ’ όλα, που τίποτα δεν με μέλλει. Ό,τι και να γράψει δεν θα καταφέρει να περιγράψει τη βαριεστημάρα και την απελπισία που έχω μέσα μου.
Η Τσίου Τσαν άναψε ένα τσιγάρο, ένα λεπτό εγγλέζικο τσιγάρο που μύριζε μέλι, κι έμεινε σιωπηλή.
Η Κλάρα σηκώθηκε για να περιεργαστεί τα κάδρα στους τοίχους. Ήταν φωτογραφίες από ξένα περιοδικά, που παρίσταναν Βούδες, γυναίκες σε κήπους και μισοκατεστραμμένες πόλεις, που η ζούγκλα καταβρόχθιζε με τη βλάστησή της.
— Έχετε πολύ καιρό να πάτε στην πατρίδα σας; ρώτησε η Νάκου για ν’ αρχίσει κάποια κουβέντα.
— Από τον καιρό που έφυγα δεν γύρισα ποτέ, είπε μελαγχολικά η κοπέλα.
Κι ύστερα σαν να της ήρθε η διάθεση να πει περισσότερα, κάθισε στο σκαμνάκι και άρχισε να διηγείται, χωρίς να περιμένει ερωτήσεις. Η Νάκου αναρωτήθηκε αν έλεγε τις αναμνήσεις της για να την ξεφορτωθεί ή αν ήταν συνεπαρμένη από τη νοσταλγία και την ανθρώπινη ανάγκη να μιλήσει για πράγματα αγαπημένα.
«Έφυγα από την πατρίδα μου δώδεκα χρονών. Είμαι τώρα είκοσι δύο και ούτε μια μέρα δεν περνά που ο νους μου να μην τρέχει εκεί. Όχι πως περνούσα καλά. Αλλά ζούσαμε σ’ ένα χωριό έξω από το Πεκίνο, με τη μάνα μου και τον πατέρα μου. Το σπίτι μας ήταν όπως όλα τα κινέζικα σπίτια, ξύλινο με καφασωτά. Είχαμε κι ένα περιβόλι. Δεν ήμασταν πλούσιοι, μα ο πατέρας μου εργαζόταν καλά στα κτήματά του.
»Ένα βράδυ, εκεί που καθόμασταν, μπήκαν οι χωροφύλακες και πιάσαν τον πατέρα μου, αφού πρώτα τον τσάκισαν στο ξύλο. Ο πατέρας μου, καθώς μου είπε αργότερα η μάνα μου, ήταν με το κόμμα της φτωχολογιάς και τον κατηγορούσαν για κομμουνιστή. Από κείνο το βράδυ δεν τον ξανάδα. Η μάνα μου έκλαιγε και δερνόταν. Ώσπου γίνηκε η επανάσταση και μας έκαψαν το σπίτι. Τότε φύγαμε από το χωριό και πήγαμε στην πολιτεία. Η μάνα μου ξενοδούλευε, αλλά αρρώστησε. Δεν είχαμε να φάμε.
»Ένα βράδυ που ζητιανεύαμε, περνά ένα μπουλούκι από ξένους. Η μάνα μου ορμά σ’ αυτούς τείνοντας το χέρι. «Λίγο ψωμάκι! Λίγο ψωμάκι!», γύρευε. Τότε ένας καλοντυμένος κύριος της λέει με τον διερμηνέα του:
»— Έχεις κανένα κορίτσι να μου πουλήσεις;
»Η μάνα μου αποτραβήχτηκε φοβισμένη.
»— Όχι, είπε. Την κόρη μου δεν την πουλώ.
»— Καλά, είπε ο ξένος. Ελάτε να δουλέψετε στο σπίτι μου. Θα σας πληρώνω με την ημέρα.
»Ο διερμηνέας τής έδωσε ένα χαρτάκι με τη διεύθυνση.
»Όλη τη νύχτα η μάνα μου δεν έκλεισε μάτι στο άσυλο που πηγαίναμε για να κοιμηθούμε. Με έσφιγγε κοντά της ξαπλωμένη στο στρώμα. Είχαμε να φάμε δυο ολόκληρες μέρες και το στομάχι μου πονούσε πολύ. Για να μη μου έρχεται λιγούρα, έβαζα στο στόμα μου φύλλα μανταρινιάς, που έκοβα από το περιβόλι του ασύλου.
»Την άλλη μέρα η μάνα μου σκέφτηκε να πάμε να δουλέψουμε στου πλούσιου ξένου. Και πήγαμε.
»Κατοικούσε σ’ ένα μεγάλο σπίτι έξω από την πόλη. Είχε μέσα πολλούς δούλους. Μας έδωσε και φάγαμε και ντυθήκαμε. Εμένα με λούσανε οι δούλες, με χτενίσανε και μου βάλανε μια μεταξωτή ρόμπα.
»Οι δουλειές του σπιτιού δεν ήταν βαριές. Το βράδυ μόνο ξενυχτούσαμε, γιατί το αφεντικό έφερνε ανθρώπους και παίζανε χαρτιά.
»Τον αφεντικό τον φωνάζαν όλο «Γραικό» κι εγώ νόμιζα πως είναι το όνομά του. Δεν ήξερα καθόλου κατά πού πέφτει η Ελλάδα. Καθίσαμε ένα μήνα μαζί του και παράπονο δεν είχαμε. Ούτε τίποτα άσχημο γινόταν στο σπίτι του. Οι άλλοι δούλοι λέγανε πως το σπίτι τούτο ήταν λέσχη που παίζανε χαρτιά. Μα δεν ξέραμε πως ήταν κακό.
»Ένα βράδυ ακούσαμε πυροβολισμούς. Το αφεντικό ήρθε τρεχάτο.
»— Κλείστε τις πόρτες, διάταξε του δούλους. Θα γίνει μακελιό. Γίνεται επανάσταση!
»Σε λιγάκι ακούσαμε δυνατό ντουφεκίδι και φωνές και γυναίκες που κλαίγανε και ζητούσανε βοήθεια. Αλλά τ’ αφεντικό δεν άνοιγε σε κανέναν την πόρτα. Η μάνα μου όμως, που ήταν πονόψυχη, λυπήθηκε και κρυφά πήγε κι έσυρε τον σύρτη για να σώσει μια γυναίκα που κρατούσε ένα παιδί στην αγκαλιά. Το αφεντικό πάνω από το παράθυρο, πίσω από το καφάσι, την είδε. Τρέχει κάτω σαν τρελός από τον θυμό του, πιάνει τη μάνα μου από το χέρι και με μια κλοτσιά την πετά έξω από την πόρτα.
»Εκείνη τη στιγμή οι πυροβολισμοί είχαν δυναμώσει και ο στρατός πλησίαζε κατά τον δρόμο μας. Η μάνα μου φώναζε κι έκλαιγε να της ανοίξουν την πόρτα. Με φώναζε κι εμένα. Ήμουν κρυμμένη πίσω από ένα δέντρο. Έτρεμα από τον φόβο μου. Το αφεντικό στεκόταν μ’ ένα πιστόλι στο χέρι, πίσω από την πόρτα, για να μην μπουν μέσα οι στρατιώτες. Εγώ έκλαιγα και φώναζα τη μάνα μου.
»Σε λιγάκι ακούμε κοντά μας, πολύ κοντά μας, να πυροβολάνε. Άκουσα μια φωνή. Ήταν της μάνας μου. Έκλαιγα και δερνόμουν. Μα τι μπορούσα να κάνω; Σαν πέρασε το κακό, οι δούλοι άνοιξαν τις πόρτες. Το πρώτο πτώμα που βρήκαν ήταν της μάνας μου.
»Από τότε το αφεντικό με πήρε κοντά του. Τον φοβόμουν πολύ, γιατί μ’ έδερνε συχνά για το τίποτα. Με την επανάσταση, έλεγαν οι δούλοι, έχασε όλα τα λεφτά του.
»Τότε αποφάσισε να φύγει για τη χώρα του, που ήταν, λένε, πολύ μακριά, πέρα από τη θάλασσα. Θέλησε να με πάρει μαζί του. Εγώ έκλαιγα και δεν ήθελα. Τότε άρχισε να με φοβερίζει και να με δέρνει. Μ’ έκλεισε σε μια κάμαρη όλο καφάσια. Άκουγα πως οι δούλοι μεταφέρανε τα πράγματα. Φώναξα να μου ανοίξουν την πόρτα, μα δεν μου ανοίγανε. Ένα βράδυ αργά μπήκε το αφεντικό, με τον διερμηνέα, που ήταν κι αυτός γραικός. Με πήρε στην αγκαλιά του και φύγαμε. Ταξιδέψαμε μέρες. Εγώ από τα κλάματα ήμουν τόσο ζαλισμένη που δεν ήξερα πού πηγαίναμε. Ήμουν δώδεκα χρονών τότε. Πηγαίναμε μερόνυχτα με τον σιδηρόδρομο.
»Σ’ ένα μέρος που περνούσαμε, η πείνα είχε πέσει σαν αρρώστια στον κόσμο. Περιτριγύριζαν το τρένο άνθρωποι σαν σκελετοί. Ήταν φοβερό να τους βλέπεις. Το πετσί τους κολλούσε πάνω στα κόκαλά τους και έκαναν σαν τρελοί. Άλλοι πάλι κοιμόντουσαν μισόγυμνοι σκελετοί στους μπάγκους του σταθμού.
»Το αφεντικό φοβήθηκε να κατέβει από τον σιδερόδρομο. Κι εγώ έκλεινα τα μάτια να μην βλέπω τους ανθρώπους αυτούς που μοιάζαν με σκέλεθρα ζωντανεμένα.
»Εκεί που καθόμαστε στο βαγόνι, πίσω από τα τζάμια, ένας άνθρωπος με μάτια σαν τρελού, όμοιος με σκελετό, ήρθε και ζήταγε ψωμί στ’ αφεντικό. Τότε του πέταξε ένα σακούλι με παξιμάδια που είχε. Αμέσως όρμησαν όλοι στο σακούλι αυτό, και τσακωνόταν ο κοσμάκης ποιος να πρωταρπάξει ένα παξιμάδι. Ήταν κι ένα παιδί, ένα κορίτσι που έστεκε με γουρλωμένα τα μάτια και κοίταζε δίχως να βγάζει άχνα απ’ το στόμα.
»Τότε ο άνθρωπος, που χτύπησε το παράθυρο, άρπαξε το κοριτσάκι και το έδειχνε στ’ αφεντικό. «Ψωμί» φώναζε, «ψωμί, φαΐ και σου το πουλώ για τίποτα!»
»Το αφεντικό κάτι μίλησε στη γλώσσα του με τον διερμηνέα και αμέσως άνοιξαν το παράθυρο και δώσαν στον άνθρωπο ένα κοτόπουλο ψητό. Το είχε για το ταξίδι μας. Του δώσαν ακόμα ψωμί και παξιμάδια. Και το αφεντικό πήρε από τα χέρια του το κοριτσάκι του, που το πουλούσε από δυστυχία για ένα κομμάτι ψωμί. Και το κοριτσάκι είναι τούτο εδώ που βλέπεις, η Ουράνια Χαρά.
»Το αφεντικό το πήρε μαζί του, το έντυσε και το έλουσε στην πρώτη πόλη που σταθμεύσαμε.
»Κατόπιν μείναμε ακόμη σε μια μικρή πολιτεία, όπου το αφεντικό είχε δουλειά. Μας άφησε για κάμποσο καιρό σε μια γυναίκα, που μας έμαθε τραγούδια και τρόπους. Ήταν καλή γυναίκα και μας περιποιόταν. Έλεγε συχνά: «Καταραμένη είναι η χώρα σαν οι άνθρωποι δεν μονοιάζουν!» κι έτρεμε για τον γιό της που ήταν στρατιώτης.
«Μικρούλες μου», μας έλεγε συχνά, «όπου και να πάτε, ό,τι και να κάνετε μην ξεχνάτε πως υπάρχει Θεός και πως ο κόσμος βασανίζεται».
»Ύστερα από κάμποσο καιρό ήρθε το αφεντικό και μας πήρε. Ταξιδέψαμε μ’ ένα μεγάλο βαπόρι. Το αφεντικό μας άφηνε και παίζαμε στο κατάστρωμα της τρίτης θέσης. Δεν μας έλειπε τίποτα. Ήταν κι ένας δούλος Κινέζος που μας λυπόταν κι όλο μας μίλαγε. «Καημένα μου παιδάκια», έλεγε, «η φτώχεια σάς πούλησε και κανένας άλλος!» κι έκλαιγε. «Ως πότε ο κόσμος θα υποφέρει;»
»Σαν ήρθαμε στην Ελλάδα, τα ελληνικά τα έμαθα γρήγορα. Μου τα έμαθε, με ξύλο πάλι, το αφεντικό.
»Στον Πειραιά, σαν πρωτοήρθαμε, το αφεντικό μας έβαλε και τραγουδούσαμε σε διάφορα κέντρα. Μας νοίκιασε και σ’ ένα θέατρο που έπαιζαν κάποια επιθεώρηση. Τα λεφτά τα έπαιρνε αυτός. Μια μέρα με έδωσε σ’ έναν κύριο καλοντυμένο.
»— Να κάνεις ό,τι σου λέει», μου είπε.
»Ο κύριος αυτός με πήρε με τ’ αυτοκίνητο στην Κηφισιά. Με κράτησε μια βδομάδα κοντά του, στη βίλα του. Με γιόμισε δώρα και μια αρρώστια. Τα λεφτά τα πήρε τ’ αφεντικό μου.
»Το επάγγελμα αυτό το έκανα επί πολλούς μήνες. Μα ύστερα αρρώστησα πολύ και χρειάστηκε να κάνω ενέσεις και θεραπεία.
»Τότε το αφεντικό έβγαλε στην πιάτσα τούτη δω, την Ουράνια Χαρά. Αλλά όπως έτρεμε από τον φόβο της, έβηχε κι έκλαιγε, δεν κράταγε τον πελάτη και γι’ αυτό το αφεντικό όλο τη δέρνει.
»Στο τέλος σκέφτηκε να μας αλλάξει επάγγελμα. Μας έδωσε να πουλάμε την άσπρη σκόνη. Πηγαίνουμε τάχατες να κάνουμε μανικιούρ στα πλουσιόσπιτα κι εγώ τους πουλώ το ναρκωτικό».
— Και δεν σου ήρθε ποτέ η ιδέα να πιείς κι εσύ; ρώτησε η Νάκου.
— Ναι, μια φορά ήπια και αρρώστησα. Δεν θέλω. Δεν θέλω τίποτ’ άλλο από την κιθάρα μου. Τη βλέπεις; Τούτη δω είναι! Είναι το μόνο πράγμα μαζί με την Ουράνια Χαρά που αγαπώ στον κόσμο. Με την κιθάρα περνούμε τον καιρό μας. Σ’ αυτή λέμε τους καημούς μας. Και να δεις η Ουράνια Χαρά τι τραγούδια ξέρει! Παλιά τραγούδια, Κινέζικα, που είναι να κλαις!
— Και τι κάνετε ολημερίς εδώ πέρα;
— Σου είπα. Πηγαίνουμε ως μανικιουρίστες στα σπίτια. Καμιά φορά με στέλνει το αφεντικό και σε κανένα πλούσιο πελάτη. Στέλνει και με παίρνει με το αυτοκίνητό του και με πάει στη βίλα του. Αλλιώς δεν βγαίνουμε. Καθόμαστε εδώ, με την Ουράνια Χαρά, και κοιτάμε τα βαπόρια που φεύγουνε από το λιμάνι. Έλα στο παράθυρο να δεις πώς φαίνεται όλη η θάλασσα!
Σουρούπωνε. Στο λιμάνι τα βαπόρια άναβαν ένα ένα τα φώτα. Η Νάκου κάθισε ορθή στο παράθυρο μαζί με την Τσίου Τσαν και κοίταζαν τη θάλασσα, που σκοτείνιαζε κι αυτή.
Έξαφνα πίσω τους ακούστηκε ο ήχος της κιθάρας. Ένας θλιβερότατος ήχος που δόνησε παράξενα το δωμάτιο που ζούσαν εξόριστα τα δύο αυτά θλιβερά πλάσματα. Η Ουράνια Χαρά καθισμένη σ’ ένα χαμηλό καρεκλάκι, σιγοτραγουδούσε σε μια σκοτεινή γωνιά της κάμαρας.
Η Τσίου Τσαν την πλησίασε με στοργή.
— Σε λίγο όμως πρέπει να ξεκινήσουμε. Μας περιμένει απόψε ένας πελάτης. Θέλει από την άσπρη σκόνη και θέλει ακόμα να του τραγουδήσεις. Θα στείλει σε λίγο το αυτοκίνητό του.
Η Νάκου αποχαιρέτησε την Τσιού Τσαν σφίγγοντάς της το παγωμένο χέρι της. Ήθελε να της πει κάτι, να δείξει τη συμπόνια της. Η κοπέλα όμως τη σταμάτησε μ’ ένα χαμόγελο κάπως ψυχρό.
Η Τσίου Τσαν ήταν περήφανη. Τον καημό της τον έλεγε μόνο στην κιθάρα και συμπόνια δεν ήθελε πια από κανέναν άνθρωπο. Γιατί τους φοβόταν όλους.