Ένα βράδυ του Φλεβάρη του 1936 η Λιλίκα Νάκου με οδηγό και συντροφιά την Κλάρα την κουτσή πήγαν σ’ ένα καφενείο στην άκρη του λιμανιού. Την ημέρα ήταν ένα ήσυχο καφενείο, που σύχναζαν ναύτες, θερμαστές κι εργάτες του λιμανιού – άνθρωποι του μεροκάματου. Τη νύχτα ήταν τόπος συνάντησης του υπόκοσμου.
Η Νάκου επηρεασμένη από τον Καρκό που είχε περιγράψει με ακρίβεια και ποίηση τον «ύποπτο» κόσμο των λιμανιών και των καφενείων, ανυπομονούσε να δει με τα μάτια της τις παράνομες συναλλαγές που γίνονταν εκεί μέσα.
Η ώρα όμως περνούσε, ήταν πια περασμένα μεσάνυχτα, και δεν συνέβαινε τίποτα το ασυνήθιστο. Είχε πάει μία και οι μόνοι πελάτες του καφενείου ήταν οι δύο γυναίκες και μερικοί νυσταλέοι ναύτες που έπιναν κρασί ή καφέ και χασμουριόνταν.
Το πράγμα άρχισε να αποκτάει ενδιαφέρον όταν εμφανίστηκαν δύο νεαρές Κινέζες. Ήταν όμορφες, φορούσαν φανταχτερά ρούχα, τα νύχια τους ήταν βαμμένα κατακόκκινα και τα μαλλιά τους είχαν γαλάζιες ανταύγειες. Κάθισαν, παράγγειλαν δύο ούζα, σε άπταιστα ελληνικά, και άναψαν τσιγάρο.
Σε λίγο η πόρτα ξανάνοιξε και μπήκε μέσα μια παρέα από πιωμένους Ολλανδούς ναύτες, που μιλούσαν και γελούσαν δυνατά. Το καφενείο άρχισε ν’ αποχτάει ζωή. Στις δύο το πρωί ήρθε μια παρέα από νέες γυναίκες. Η Κλάρα τις ήξερε όλες. Σκούνταγε τη Νάκου και της έλεγε:
— Να η Τιτίκα. Είναι Μυτιληνιά. Να η Κούλα από τη Νάξο. Να και η Παπαντή από τη Μύκονο.
Τις κάλεσε στο τραπέζι τους. Στην αρχή τα κορίτσια αντιμετώπισαν την ξένη με εχθρική επιφύλαξη, που σιγά σιγά με την κουβέντα διαλύθηκε.
Μια Συριανή, ως τριάντα χρόνων, όμορφη με πράσινα μάτια, άρχισε να λέει ιστορίες από την Καζαμπλάνκα, το Ρίο ντε Τζανέιρο, το Μεξικό… Η κουβέντα της ήταν συναρπαστική, γεμάτη εικόνες και αναμνήσεις. Και πού δεν είχε πάει! Τα κορίτσια την άκουγαν με θαυμασμό.
— Τώρα θα μείνετε εδώ; τη ρώτησε η Νάκου.
— Ποτέ δεν μένω σ’ ένα μέρος πάνω από έναν χρόνο, απάντησε εκείνη χαμογελώντας παράξενα.
Το αξιοθαύμαστο δεν ήταν ότι η Συριανή είχε πάει σε όλα αυτά τα μακρινά μέρη. Το αξιοθαύμαστο ήταν ότι κατόρθωσε να γυρίσει πίσω και ότι εξακολουθούσε, στα τριάντα της, να είναι ακμαία. Τα «εμπορεύματα» που έφευγαν για τέτοια μέρη, όταν επέστρεφαν –αν επέστρεφαν– ήταν ερείπια. Εκείνη πώς τα είχε καταφέρει;
Η Κλάρα έσκυψε στο αυτί της Νάκου και της ψιθύρισε:
— Έχει φίλο έναν διάσημο σωματέμπορο κι ίσως έχει έρθει εδώ πέρα για να βρει κανένα κορίτσι πρωτόβγαλτο.
Η Συριανή, λοιπόν, δεν ήταν σαν τις άλλες κοπέλες, υποψήφιο εμπόρευμα, αλλά δούλευε για λογαριασμό της επιχείρησης ενός σωματεμπόρου, που έκανε εξαγωγές στο εξωτερικό.
Η Συριανή θέλησε κάτι να κεράσει τη Νάκου και της είπε στα γαλλικά:
— Παίρνετε από την άσπρη σκόνη; Είναι καλύτερη από την ασπιρίν.
Συγχρόνως της έτεινε κάτω από το τραπέζι το δαχτυλίδι της με τη μεγάλη γαλάζια πέτρα, που είχε μια μικρή θήκη για την άσπρη σκόνη. Η Νάκου τραβήχτηκε απότομα και η Συριανή γέλασε:
— Αγαπητή κυρία, το δημοσιογραφικό σας θάρρος πρέπει να φτάσει ως αυτού.
Το καφενείο είχε γεμίσει πια από κόσμο, κυρίως από γυναίκες. Ήταν «γραικές», αλλά όλες μιλούσαν αγγλικά και γαλλικά. Ήταν κεφάτες, φώναζαν και γελούσαν, όμως στην ατμόσφαιρα πλανιόταν ένας φόβος. Τα μάτια τους στρέφονταν διαρκώς προς την πόρτα.
Οι Ολλανδοί, κατενθουσιασμένοι με τις νέες αφίξεις και με ανανεωμένο κέφι, δεν υποπτεύονταν ότι κάτι συνέβαινε. Έπιναν παρέα με τις δύο Κινέζες χωρίς να ενδιαφέρονται τι υπάρχει πίσω από την ευθυμία και τα γέλια.
Κάποιος πλησίασε την Κλάρα και κάτι της είπε κρυφά. Η Νάκου πρόσεξε ότι η Κλάρα ταράχτηκε. Είδε τον καφετζή να κλειδώνει τα συρτάρια του και να μαζεύει τα ποτήρια.
— Φοβούνται ότι απόψε θα κατέβει η αστυνομία κι όσες αδήλωτες πιάσει θα τις στείλει στα Βούρλα ή στου Συγγρού, εξήγησε η Κλάρα.
Όμως, η αστυνομία δεν έκανε ντου εκείνο το βράδυ και το γλέντι συνεχίστηκε.
Ένας από τους Ολλανδούς πήρε μια κιθάρα από τον καφετζή και την απόθεσε στην ποδιά της Κινέζας. Ύστερα την έπιασε από τη μέση, τη σήκωσε ψηλά, με μεγάλη ευκολία καθώς ήταν μικροκαμωμένη και ανάλαφρη, και την ανέβασε στο τραπέζι.
Το κορίτσι με τα μάτια πότε μισόκλειστα και πότε καρφωμένα στον απέναντι τοίχο, άρχισε να τραγουδάει στα αγγλικά ένα δικό της θλιβερό τραγούδι, που τους στίχους και τη μουσική είχε γεννήσει η τραγική της μοίρα.
Η Κλάρα στην αρχή παρακολουθούσε αδιάφορη, αλλά σε λίγο έκανε προσπάθεια να συγκρατεί τα δάκρυά της να μην κυλήσουν πάνω στο μακιγιάζ. Στο τέλος δεν άντεξε κι έκλαψε.
— Άκου, τραγουδάει τη ζωή της. Αφηγείται την ιστορία της.
Η Νάκου δεν καταλάβαινε καλά τα αγγλικά με την κινέζικη προφορά, έπιανε όμως ένα «never more» (ποτέ πια) που επαναλαμβανόταν σαν επωδός.
Ποτέ πια δεν θα φορέσω το μεταξωτό φουστάνι που ύφανε η μάνα μου.
Ποτέ πια τα δάκρυά μου δεν θα τα σκουπίσω με τα πλατιά του μανίκια και ποτέ πια στο μέτωπό μου δεν θα νιώσω το φιλί της μάνας μου.
Σκλάβα είναι κι αυτή, μα δέκα φορές σκλάβα είμαι εγώ, που πούλησα το κορμί μου.
Το πουλί περνά στον ουρανό, μα δεν αφήνει σημάδι. Στη θάλασσα, τα βαπόρια τη διασχίζουν, μα δεν αφήνουν κανένα σημάδι.
Μα ο άντρας, σαν περάσει πάνω από την παρθένα, για πάντα αφήνει σημάδι.
Ποιος θα μου ξαναδώσει τα παρθενικά μου χρόνια;
Ποιος θα μου κλείσει τα μάτια εμένα, της ταξιδιάρας αμαρτωλής, δίχως πατρίδα, δίχως άντρα να γυρίσω σιμά του;
Τα δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπο της Κινέζας. Όλοι είχαν σωπάσει. Οι Ολλανδοί ναύτες, μπορεί να μην καταλάβαιναν το τραγούδι, ένιωθαν όμως την μονότονη, σαγηνευτική μελωδία του και κάπνιζαν αμίλητοι. Όλες οι κοπέλες άκουγαν σαν μισοναρκωμένες. Ήταν άραγε από την άσπρη σκόνη ή από τη παράξενη γοητεία της Τσιού Τσαν που θα έφευγε για την Μπατάβια;
— Ένα χρόνο είμαι στον Πειραιά. Ένα χρόνο, κάθε βράδυ, ερχόμαστε εδώ η φιλενάδα μου κι εγώ. Έναν χρόνο υποφέραμε τα πάνδεινα στον Πειραιά. Μοναξιά και ξύλο, είπε χαμηλόφωνα η φίλη της Τσιού Τσαν, που είχε το όμορφο όνομα Ουράνια Χαρά.
Η Νάκου αλαφιάστηκε.
— Ξύλο; Από ποιον; Γιατί;
— Τι ρωτάς από ποιον τις τρώνε; Δεν θα σου μαρτυρήσουν ποτέ. Για να ζουν μαζί του ένα χρόνο, θα πει πως τον «αγαπάνε».
— Ποιος να ’ναι αυτός;
Η Κλάρα κοίταξε γύρω της ανήσυχη.
— Σουτ! Άλλη ώρα θα σου πω γι’ αυτόν. Τον ξέρω.
Η Λιλίκα Νάκου είχε ακούσει από τις γυναίκες των Βούρλων πολλά και διάφορα για τους σωματεμπόρους. Τους έτρεμαν όλες τους! Ήταν ο εφιάλτης της ζωής τους και τους αποκαλούσαν «μπαμπούλες». Οι περισσότερες ήταν αγορασμένες και πουλημένες από κάποιον σωματέμπορο. Στα χέρια του είχαν περάσει οδυνηρές μέρες. Τις είχε πλησιάσει με γλυκόλογα και υποσχέσεις για μια καλύτερη ζωή. Η συνέχεια όμως ήταν ξύλο, εκπόρνευση και εκμετάλλευση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν σε κάποια κοπέλα των Βούρλων, τη Θεανώ, που είχε πηγαίο ταλέντο στο γράψιμο, παρουσιάστηκε μια ευκαιρία ζωής να ξεφύγει από την πορνεία, προστατευόμενη από τον Σύνδεσμο των Δικαιωμάτων της Γυναίκας, εκείνη τρόμαξε κι έκανε πίσω λέγοντας: «Τι δουλειά έχω εγώ έξω στον κόσμο που είναι γεμάτος σωματέμπορους;»
Τότε που η Νάκου είχε κουβεντιάσει με τις κοπέλες των Βούρλων, δεν μπορούσε να νιώσει τον φόβο τους. Ήξερε για τους σωματέμπορους από βιβλία, άρθρα και αφηγήσεις. Στο βάθος δεν πολυπίστευε πως υπήρχαν στην πραγματικότητα τέτοιοι άνθρωποι, μέχρι που τους είδε με τα μάτια της]. Όχι μόνον υπάρχουν, αλλά κάποιοι από αυτούς δεν μοιάζουν καθόλου με ανθρώπους του υποκόσμου και της πιάτσας. Διαθέτουν καλό παρουσιαστικό και ζουν σαν πρίγκιπες στα μεγάλα ξενοδοχεία. Η Νάκου ταράχτηκε όταν σκέφτηκε ότι ένας καλοβαλμένος κύριος που διασκεδάζει στη Μεγάλη Βρετανία ή στου Μαξίμ, που φαίνεται τόσο ευγενικός, που μιλάει τόσες γλώσσες και που είναι πολυταξιδεμένος, μπορεί κάλλιστα να είναι ο χειρότερος παλιάνθρωπος.
Πολλές φορές ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας με κοινωνική και οικονομική επιφάνεια, ένας καθόλα αξιοσέβαστος κύριος, δεν είναι παρά ένα διαβόητο κάθαρμα. Το φαινόμενο της επιχείρησης του μπορντέλου των Βούρλων, που πίσω της βρίσκονταν επιχειρηματίες, πολιτικοί, τραπεζίτες κι ένας ολόκληρος δήμος, οι οποίοι ξεδιάντροπα κερδοσκοπούσαν από την εκπόρνευση των γυναικών, είναι ένα δείγμα.
Ο σωματέμπορος, πίσω από την επιμελημένη κοινωνική βιτρίνα, απασχολεί διάφορα άτομα, σε διάφορες θέσεις, για να βρει και να προωθήσει το εμπόρευμα που θα του φέρει χρήμα με ουρά. Το γεγονός ότι το εμπόρευμα είναι άνθρωποι δεν έχει σημασία. Πρόκειται απλώς για μια ιδιότητα του εμπορεύματος. Με την ίδια ασυνειδησία που εμπορεύεται «λευκή σάρκα», ο πωρωμένος αυτός θα εμπορευτεί οτιδήποτε κερδοφόρο ευνοούν οι περιστάσεις: όπλα, ανθρώπινα όργανα…
Στην εποχή μας μπορεί να έχει αλλάξει η ορολογία και η σωματεμπορία να λέγεται διακίνηση ή trafficking, όμως όλα τ’ άλλα παραμένουν απελπιστικά ίδια.
Εκείνη τη χειμωνιάτικη νύχτα, η Λιλίκα Νάκου στο ύποπτο καφενείο στην άκρη του λιμανιού, έκανε τη γνωριμία ενός πολύ γοητευτικού και μυστηριώδη άντρα. Ενός Ρωμιού σωματέμπορου, που γύρισε όλα τα λιμάνια του κόσμου, σαγηνεύοντας, τρομοκρατώντας, πουλώντας γυναίκες και θησαυρίζοντας.
Στο επόμενο άρθρο Θα δούμε από κοντά τη γνωριμία της Λιλίκας Νάκου με έναν σωματέμπορο διεθνούς φήμης.
Τα άρθρα της Λιλίκας Νάκου εικονογραφήθηκαν από τον σκιτσογράφο της εφημερίδας Ακρόπολις Νάγο, οποίος έκανε τα σκίτσα βασισμένος σε περιγραφές.