Η μειωμένη εμπειρία ενός καταναλωτή ισούται με τη μειωμένη εμπειρία ενός πολίτη

Η αύξηση του κόστους ζωής προκαλεί αίσθημα ανασφάλειας. Αυτή η τάση μεταφράζεται και πολιτικά σε ριζοσπαστικοποίηση ενός μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος.
Open Image Modal
NurPhoto via Getty Images

Τον τελευταία καιρό έχουμε όλοι μετατραπεί σε θεατές μιας παράστασης παραλόγου που αφορά την αξιοπρεπή διαβίωση ενός πολίτη. Η εμπειρία αυτή συνδέεται άμεσα με τη δυνατότητα να καταναλώνει κάποιος υπηρεσίες και αγαθά. Το οξύμωρο που συνέβη την τελευταία διετία ήταν ότι ξαφνικά εκτοξεύθηκαν οι τιμές σε όλα τα αγαθά και ιδιαίτερα σε βασικά αγαθά διατροφής. Δεν έχει νόημα να παρατεθούν στατιστικά, είναι πλέον μια πραγματικότητα και ένα φαινόμενο που έλαβε την ονομασία «πληθωρισμός απληστίας». Θεωρώ ότι είναι άμεσα κατανοητές οι επιπτώσεις αυτής της ανακολουθίας και εύκολα κάποιος μπορεί να αποδώσει τα αίτια σε γενικές δυσλειτουργίες της αγοράς ή στο νόμο της αγοράς και της ζήτησης. Ποιος είναι όμως εντέλει ο αντίκτυπος του πληθωρισμού απληστίας σε ένα σύγχρονο κράτος σαν την Ελλάδα; Ιδιαίτερα ποιος είναι ο στρατηγικός κίνδυνος για μια χώρα που προσπαθεί να αντιπαρατεθεί σε ένα ευμετάβλητο γεωπολιτικό περιβάλλον; Ας δούμε λίγο αυτές τις επιπτώσεις.

Μια πρώτη επίπτωση άμεση και πλήρως κατανοητή είναι η μείωση του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας των πολιτών. Αυτή η μείωση είναι μια δράση που προκαλεί όμως και μια αντίδραση.

Για να ανταποκριθεί στις ραγδαίες αυξήσεις ο εργαζόμενος θα ψάξει να αυξήσει τα εισοδήματα του. Υπάρχει όμως αγορά για να προσφέρει υψηλότερους μισθούς σήμερα σε έναν εργαζόμενο; Και σε ποιο βαθμό ο Έλληνας εργαζόμενος, που σύμφωνα με την Eurostat εργάζεται περισσότερες ώρες από τους ευρωπαίους1, μπορεί να δουλέψει πέραν του συνήθους ωραρίου για να μπορέσει να συντηρήσει το υπάρχον βιοτικό του επίπεδο; Και τί γίνεται με τους μη εργαζόμενους; Όλοι θα πρέπει να λάβουν αυξήσεις. Αυτές όμως αν δεν είναι συνδεδεμένες με την αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας οδηγούν σε αδιέξοδη αύξηση δαπανών χωρίς παράλληλα αύξηση των εσόδων.

Οπότε μοιραία οδηγούμαστε στη δεύτερη επίπτωση, αυτή της παροχής επιδομάτων. Ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού σε όρους πραγματικής καταναλωτικής δύναμης φτωχαίνει. Οπότε η κυβέρνηση θα πρέπει να αρχίσει να δίνει παροχές και επιδόματα για ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μαζί με την αύξηση των υπαρχόντων επιδομάτων που πλέον δεν αρκούν. Αυτά τα επιδόματα αφαιρούνται από την αγοραστική δύναμη των εργαζόμενων πολιτών μέσω της φορολογίας και επιβαρύνουν τους δημόσιους προϋπολογισμούς που πλέον δεν κατευθύνονται σε υποδομές και επενδύσεις αλλά στην κάλυψη της ασθμαίνουσας αγοραστικής δύναμης των πολιτών. Οπότε τα επιδόματα κατατρώνε πλέον τις δημόσιες επενδύσεις και στερούν παράλληλα από την πολιτεία τη δυνατότητα να χρηματοδοτεί ικανοποιητικά τις υπηρεσίες της.

Και εδώ εισερχόμαστε σε μια ακόμα ιδιόμορφη συνέπεια. Η αύξηση του κόστους ζωής δυσχεραίνει πλέον την πολιτεία στο να παρέχει τις υπηρεσίες της με οικονομική άνεση. Η δραματική αύξηση των τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών μειώνει δυσανάλογα τη δυνατότητα του κρατικού μηχανισμού να προϋπολογίσει και να καλύψει δαπάνες. Οι κρατικές δαπάνες αυξάνονται και παράλληλα υπάρχει κίνδυνος εμφάνισης δημόσιου ελλείμματος, ήτοι τα έξοδα της κυβέρνησης να ξεπεράσουν τα έσοδα. Και αυτό το φαινόμενο μπορεί πρόσκαιρα να καλύπτεται από τις αυξημένες εισπράξεις των έμμεσων φόρων αλλά οι πιέσεις που δημιουργούνται, από την αύξηση του κόστους των δημόσιων υπηρεσιών, μεσοπρόθεσμα θα φέρουν σημαντική πίεση στο δημόσιο προϋπολογισμό.

Και με αυτόν τον τρόπο η εθνική οικονομία αποτελεί το επόμενο θύμα. Η αύξηση των τιμών οδηγεί μοιραία είτε σε αυξήσεις των μισθών είτε σε έξοδο των εργαζομένων προς αλλοδαπές αγορές που μπορούν να τους παρέχουν τα απαραίτητα εισοδήματα. Αν υλοποιηθούν οι αυξήσεις των μισθών οδηγούν σε αυξημένο κόστος παραγωγής και σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, που δεν διαθέτει τεχνολογικά ανεπτυγμένες δομές παραγωγής, αυτή η εξέλιξη μειώνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων. Αν φύγει το εργατικό δυναμικό από τη χώρα (κυρίως αυτό που έχει κατακτήσει και κάποιες δεξιότητες που έχουν αυξημένο αντίκρισμα στην αγορά) μειώνεται η δυνατότητα της χώρας να παράξει αγαθά με αυξημένη προστιθέμενη αξία.

Φυσικά όλα τα παραπάνω δημιουργούν ισχυρές δημοσιονομικές πιέσεις, αλλά κάποιος μπορεί να αντιπαραθέσει ότι ο μηχανισμός της αγοράς θα επιβραβεύσει την επιχειρηματικότητα που θα κατανείμει νέες επενδύσεις στη χώρα. Εδώ προκύπτει το ερώτημα που κατευθύνονται οι αυξήσεις αυτές; Γιατί η αυξημένη φορολογία μπορεί να ενοχλεί όλους μας αλλά στο τέλος γνωρίζουμε ότι επιστρέφει άμεσα είτε έμμεσα ως κοινωνική παροχή προς το σύνολο των πολιτών. Ο πληθωρισμός της απληστίας οδηγεί ένα αυξανόμενο ποσό κέρδους σε μια ομάδα πληθυσμού και αυξάνει την υπερσυγκέντρωση του πλούτου. Αυτό έχει ως συνέπεια να αλλοιώνονται οι δυναμικές των πολιτικών ισορροπιών σε μια δημοκρατία και να στερεί βαθμούς ελευθερίας στην πολιτεία ως προς την άσκηση πολιτικής.

Ακόμα περισσότερο, η ελεύθερη χρηματοοικονομική δομή του συστήματος οδηγεί σημαντικούς πόρους εκτός των συνόρων της χώρας αποστερώντας τους δια παντός από την εθνική οικονομία. Οπότε ερώτημα είναι αν τα υπερκέρδη του πληθωρισμού απληστίας επανεπενδύονται ξανά μέσα στη χώρα ή απλά γίνονται χρηματοοικονομικές επενδύσεις και κατανάλωση. Γιατί αν γίνονται ξανά επενδύσεις, ας κάνουμε την καρδιά μας πέτρα και ας δείξουμε εμπιστοσύνη στη δυναμική του οικονομικού φιλελευθερισμού, ειδάλλως υπάρχει πρόβλημα.

Ας γυρίσουμε όμως, στο κύτταρο της κοινωνίας, την οικογένεια. Οι απότομες αυξήσεις οδηγούν τους οικογενειάρχες πλέον να υλοποιούν προγραμματισμό με βάση το χειρότερο σενάριο που μπορεί να προκύψει και να λειτουργούν περιοριστικά ως προς τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους. Αυτό οδηγεί μοιραία στη λήψη αποφάσεων που αφορούν το πόσα παιδιά θα αποκτήσει μια οικογένεια. Η υπογεννητικότητα αποτελεί βραδυφλεγή βόμβα για τη χώρα μας.

Τέλος, η αύξηση του κόστους ζωής προκαλεί αίσθημα οπισθοχώρησης και ανασφάλειας. Αυτή η τάση μεταφράζεται και πολιτικά σε ριζοσπαστικοποίηση ενός μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος που νιώθει ότι δεν εκπροσωπείται από τα παραδοσιακά κεντρώα πολιτικά κόμματα καθώς βλέπει το βιοτικό του επίπεδο να μειώνεται δραματικά. Η αύξηση φυγόκεντρων ριζοσπαστικών πολιτικών τάσεων με έντονη χροιά εθνικισμού αποτελεί μια τάση που ήδη καταγράφεται και δεν χρήζει περεταίρω ανάλυσης.

Για αυτό το λόγο οι οικονομολόγοι προσπαθούν διακαώς να τηρούν τον πληθωρισμό σε ένα επίπεδο κοντά στο 2% ώστε να επιτρέψουν σε όλους να κάνουν ασφαλείς προβλέψεις για το μέλλον. Η συγκεκριμένη περίοδος δεν είναι μια τέτοια περίοδος. Είναι μια περίοδος ανασφάλειας που αποτελεί συνδυασμένη επίθεση ενάντια στους πολίτες. Το κράτος έχει αφουγκρασθεί τον κίνδυνο και πρέπει να εντείνει τις προσπάθειες του. Αν μην τι άλλο, φαίνεται ότι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί πρέπει να αναβαθμισθούν ποιοτικά και ποσοτικά αλλά και να βρεθούν ικανά αντίμετρα.

Οπότε πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η απόφαση ενός συστήματος ενδιαμέσων οικονομικών φορέων να κερδοσκοπήσει έναντι του συνόλου δεν είναι μια απλή επιχειρηματική απόφαση αλλά μια εν δυνάμει απειλή για τη σταθερότητα της χώρας μας. Μια χώρα που πρέπει να καλύψει μια απόσταση δέκα χρόνων που τη χωρίζει από τα υπόλοιπα κράτη. Για να καταλάβουμε την τελευταία παρατήρηση. Όταν τη δεκαετία 2010 – 2020 όλες οι υπόλοιπες χώρες αναπτύσσονταν (είχαν θετικά πρόσημα στο ΑΕΠ τους) η Ελλάδα κατέγραφε σημαντικές απώλειες στο ΑΕΠ της. Κοινώς όσο οι άλλοι έτρεχαν εμείς δεν μέναμε κάν σταθεροί αλλά οπισθοδρομούσαμε. Άρα η προσπάθεια της χώρας μας πρέπει να είναι προσεκτική και εντατική για να καλύψει το τεράστιο κενό που έχει δημιουργηθεί, ιδιαίτερα με χώρες που κινούνται διεκδικητικά προς τα εθνικά μας συμφέροντα. Και για να γίνει αυτό χρειάζεται σταθερότητα και προβλεψιμότητα. Ο,τιδήποτε χαλάει αυτό το κλίμα, με μη δημιουργικό, τρόπο πρέπει να αφαιρείται από την εξίσωση.