Εξω το χιόνι είχε πέσει από τη νύχτα πυκνό ακινητοποιώντας τις συγκοινωνίες. Η βοή του δρόμου πνιγόταν κάτω από το παχύ λευκό επίστρωμα της φύσης. Τα δέντρα, οι κήποι, τα πεζοδρόμια είχαν καλυφθεί από το πέπλο του χειμώνα. Η τύχη τόθελε παραμονή Πρωτοχρονιάς να ομορφύνει το τοπίο με την αίγλη των καρτ-ποστάλ.Τα έλατα της πόλης με φορτωμένα τα κλαριά τους απ το χιόνι έδιναν την αίσθηση της εξοχής, καθώς οι στέγες των σπιτιών είχαν ασπρίσει χάνοντας το σχήμα τους μπροστά στον όγκο.
Η Κάθυ κοίταξε έξω από το παράθυρό της με αφηρημάδα. Δεν της δημιουργούσε καμιά ευφορία τούτη η λευκή χιονιά. Αντίθετα της μαύριζε την ψυχή καθώς θα είχε να παλέψει με τα καιρικά φαινόμενα μέχρι να φτάσει στο εμπορικό κέντρο όπου δούλευε, ένα χιλιόμετρο απ’ το διαμέρισμά της. Θα μπορούσε - αν είχε την ηρεμία της ψυχής- να τηλεφωνήσει σήμερα στο κατάστημα ρούχων και να ακυρώσει την παρουσία της λόγω χιονόπτωσης. Η δικαιολογία θα ήταν εύσχημη. Θα μπορούσε να πιάσει το πινέλο της να ζωγραφίσει αυτή την απόλυτη εικόνα που απλωνόταν έξω από το παράθυρό της καταμεσής του Μόντρεαλ.
Όμως η Κάθυ μισούσε αυτή τη συγκεκριμένη εικόνα, μισούσε κάθε νιφάδα του χιονιού που ισοπέδωνε τα χρώματα της πόλης. Ένιωθε πραγματική απέχθεια για το κρύο, για τα χιόνια, για το χειμωνιάτικο τοπίο που θαρρείς βύθιζε σε απραξία ένα ολόκληρο οικοσύστημα και ακινητοποιούσε ένα πληθυσμό τριών εκατομμυρίων ανθρώπων. Επιπλέον, είχε καλλιεργήσει και μια τεράστια απόρριψη για τις Χριστουγεννιάτικες γιορτές, που ερχόνταν από τον Οκτώβριο με φιοριτούρες, λαμπιόνια και ζαχαρωτά. Το Μόντρεαλ φάνταζε απίστευτα ψεύτικο μέσα στους βαρείς στολισμούς του, με τα πολύχρωμα φώτα έξω από τις μονοκατοικίες των αστών. Φάνταζε σχεδόν αστείο με τους Αγιοβασίληδες στα εμπορικά κέντρα να μοιράζουν ψεύτικα χαμόγελα και φρούδες υποσχέσεις στα παιδιά.
«Ενα κακοστημένο τσίρκο!» σκεφτόταν με περιφρόνηση κάθε φορά που πάταγε το πόδι της στο εμπορικό κέντρο. «Τόσο ψεύτικα όλα, κι όμως ο κόσμος βαυκαλίζεται με την αυταπάτη πως τα δώρα και τα στολίσματα θα φέρουν την ευτυχία φέτος!»
Η Κάθυ προοδευτικά με τα χρόνια είχε γίνει εχθρική με τα Χριστούγεννα. Ποτέ δεν είχε χαρεί τις Γιορτές τούτες σαν παιδάκι γιατί ο πατέρας της ήταν ψήστης σε εστιατόριο και ξενυχτούσε τις παραμονές. Η μάννα της ερχόταν ψόφια από την κούραση του εργοστάσιου. Δεν είχε κουράγιο να φτιάχνει δέντρα κι αηδίες. Μετά βίας και μετά από παρακαλετά είχε αγοράσει ένα πλαστικό δεντράκι που στόλιζε η Κάθυ με τον αδελφό της για να νιώσουν κάπως μέσα στο κλίμα. Ανήμερα Χριστούγεννα φτιάχνανε γκιουβέτσι, όταν όλοι οι άλλοι ψήναν γαλοπούλα. Όσο για μελομακάρονα και κουραμπιέδες, γνώρισε τη γεύση και τη μυρωδιά τους από το φούρνο της γειτόνισσας. Οσο γιά την Πρωτοχρονιά άκουγε πως όλοι έπαιζαν χαρτιά στην τσόχα, αλλά στο σπίτι έπεφταν από νωρίς να κοιμηθούν γιατί οι γονείς δούλευαν πρωί χαράματα την άλλη μέρα.
Ετσι άρχισε να μισεί τις Χριστουγεννιάτικες γιορτές. Γιατί δεν ήταν σαν τα άλλα παιδιά. Γιατί έμεναν σε διαμέρισμα και δεν είχαν έλατο να στολίσουν στην αυλή. Γιατί ο Santa Claus δεν ήταν δικός τους Άγιος να έρθει παραμονή Χριστούγεννα ν΄αφήσει δώρα κάτω από το δεντράκι. Ούτε και χώραγαν άλλωστε. Γιατί και ο δικός τους ο ’Αη Βασίλης δεν επισκεπτόταν ούτε την Πρωτοχρονιά το στριμωγμένο διαμέρισμα.
Την τελευταία δεκαετία η οικογένειά της είχε διαλυθεί. Ο πατέρας είχε πεθάνει από καρδιακό και η μάννα της τράβηξε για την Ελλάδα, να κουρνιάσει πλάι στ΄αδέρφια της. Δεν την χώρεσε ποτέ τούτος ο τόπος, μονολογούσε όλα τα χρόνια που θυμάται την ύπαρξή της η Κάθυ. Κι ο αδελφός της παντρεύτηκε κάπου στο Βανκούβερ. Μόνη της η Κάθυ πάλευε να ζωγραφίζει, να πουλάει τους πίνακές της τα καλοκαίρια στις υπαίθριες αγορές του Μόντρεαλ.
Φόρεσε το παλτό της, έδεσε το λαιμό με το πλεχτό κασκόλ της, έβαλε τις αδιάβροχες μπότες, τα χοντρά γάντια της και βγήκε στο δρόμο. Τα πόδια της βυθίζονταν στην απαλότητα του χιονιού αλλά εκείνη περπατούσε με μανία πληγώνοντας τη λευκή επιφάνεια, εκδικούμενη θαρρείς αυτή την απόλυτη τελειότητα της φύσης. Ηθελε να βρεθεί σύντομα στο κατάστημα, να δουλέψει, να συναλλαγεί με κόσμο που ήταν στην ίδια μοίρα με κείνη. Επέλεγε στις Γιορτές να κάνει όλες τις υπερωρίες για να μη μένει μόνη στο σπίτι της, να μην έρχεται φάτσα με την απόλυτη ξενοσύνη της από την κουλτούρα του περιβάλλοντος χώρου.
Στο κατάστημα ήταν μόνο άλλη μια υπάλληλος. Αυτές οι δυό είχαν νικήσει το χιόνι. Ξαφνικά άκουσε το όνομά της;
- Κάθυ! Κάθυ!. Γύρισε και είδε την καλοβολεμένη συμμαθήτρια, κομψή και όμορφη με τσάντες γεμάτες ψώνια, με κουτιά πασπαλισμένα με χρυσόσκονη να εισβάλει στο μαγαζί.
- Χρύσα εσύ; Καιρούς και χρόνια έχω να σε δώ! Πώς απ΄τα μέρη μας με τέτοιο χιόνι; Μένεις κάπου στο δυτικό νησί, δεν είναι;
- Είπα να πάρω το τζίπ και να φύγω όσο πιο μακριά γίνεται. Τα παιδιά ήταν σε υστερία. Με ζάλισαν από τη μέρα που τελείωσε το σχολείο. Τάφησα στη μάννα μου και τόσκασα. Τί ευτυχής σύμπτωση να σε βρώ εδώ.
- Δηλαδή δεν έχεις ολοκληρώσει ακόμη τα ψώνια γιά το τραπέζι σου; Δεν σε πιστεύω εσένα την απόλυτα προγραμματισμένη.
- Ναί, έχεις δίκιο. Είχα ψωνίσει, αλλά ήθελα να βγω από το σπίτι, να δραπετεύσω, να σταματήσω για λίγες ώρες να είμαι η μάννα, η νοικοκυρά, η δούλα κι η κυρά. Ηρθα για να βρεθώ λίγο μόνη μου, μακριά από τη βουή της οικογενειακής ευτυχίας!
- Θα μπορούσα και να σε λυπηθώ που είσαι νέα, ωραία κι ευτυχής!
Γέλασαν και οι δυό με το σαρκασμό της Κάθυς. Η Χρύσα τη ρώτησε για τα δικά της κι έμαθε πως ζούσε πια μόνη της σε ένα μικρό διαμέρισμα στην πόλη. Με το τέλος της αφήγησης άνοιξε τα χέρια και έβαλε στην αγκαλιά της τη παλιά συμμαθήτρια από το ταπεινό Πάρκ Εξτένσιον.
- Απόψε δεν θα φύγω χωρίς εσένα για το Χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν. Σου το δηλώνω πως θα περιμένω να κλείσει το μαγαζί, να σε πάρω εκεί στα δυτικά νε δείς τι τραβάνε οι ευτυχισμένες μαμάδες.
Η Κάθυ χαμογέλασε αμυδρά. Δηλαδή στ΄ αλήθεια θα ζούσε και η ίδια παραμονή Χριστουγέννων; Δηλαδή απόψε θα μοιραζόταν με μια οικογένεια τη Μεγάλη Γιορτή; Δεν θα τραβούσε μετά το μαγαζί ολοταχώς στο σπίτι να σκεπαστεί με την καρό μάλλινη κουβέρτα μέχρι τα αυτιά για να μη βλέπει και να μην ακούει τα Χριστουγεννιάτικα τραγούδια; Δεν ήξερε αν μπορούσε ν’ αντέξει τέτοια ευτυχία!
Η Χρύσα απομακρύνθηκε για να τελειώσει τα ψώνια της με την υπόσχεση πως θα ξαναγύριζε να την πάρει μετά το κλείσιμο του εμπορικού κέντρου στις 5 η ώρα.
Η Κάθυ ξαφνικά τρόμαξε από τη χαρά της αλλά και από τη γενναιοδωρία της παλιάς της φίλης. Όμως δεν άφησε να την προδώσει πάλι η δυσπιστία της. Αρχιζε κιόλας να της μυρίζει ευχάριστα το εμπορικό κέντρο με τα δεκάδες αρωματικά κεριά, που μέχρι πριν από λίγο σκόρπιζαν το εφιαλτικό τους άρωμα στη μικρή μοναχική Ελληνίδα του Μόντρεαλ.