Η νέα αμερικανική διακυβέρνηση αναλαμβάνει την εξουσία ενώ στη Μέση Ανατολή έχουν ανοίξει με δραματικό τρόπο ορισμένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα της περιοχής, όπως το παλαιστινιακό, το κουρδικό, η θέση του Ιράν στην περιοχή και οι βλέψεις της Τουρκίας στη Συρία.
Η πολιτική αλλαγή στην Ουάσιγκτον έρχεται συνεπώς σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία η Μέση Ανατολή βρίσκεται κι αυτή σε μια περίοδο ιστορικών αλλαγών και η αβεβαιότητα που αντανακλά η ανάληψη της προεδρίας από τον Ντόναλντ Τραμπ προστίθεται σε αυτήν που εκπέμπουν οι εξελίξεις στην περιοχή, προοιωνίζοντας μια περίοδο νέων πολιτικών κρίσεων και ενδεχομένως νέων πολεμικών συγκρούσεων.
Tα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια, η Μέση Ανατολή βρίσκεται συνεχώς στο επίκεντρο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Κατά τα πρώτα δέκα χρόνια αυτής της ταραγμένης εικοσιπενταετίας, μετά την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου και την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, η περιοχή ήταν στο στόχαστρο του πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Κατά τη δεύτερη δεκαετία, ενώ η διακυβέρνηση Ομπάμα αναζητούσε μια αμερικανική στροφή προς τον Ειρηνικό, το ξέσπασμα των αραβικών εξεγέρσεων στη Βόρεια Αφρική και η έναρξη του εμφυλίου πολέμου στη Συρία διατήρησαν την προσοχή της Ουάσιγκτον στη Μέση Ανατολή. Παράλληλα, η διαρκής επέκταση της επιρροής του Ιράν στην Λεβαντίνη και το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα συντηρούσαν την αμερικανική στρατιωτική και διπλωματική εμπλοκή στην περιοχή, ιδίως κατά τη διάρκεια της πρώτης διακυβέρνησης Τραμπ και τη στρατηγική της «μέγιστης πίεσης» προς την Τεχεράνη, αλλά και τις «Συμφωνίες του Αβραάμ» μεταξύ του Ισραήλ και μοναρχιών του Κόλπου.
Στη συνέχεια, κατά το πρώτη μισό της διακυβέρνησης Μπάιντεν, η αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν τον Σεπτέμβριο του 2021 και ύστερα η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022 απέσπασαν το αμερικανικό βλέμμα από τη Μέση Ανατολή. Όμως αυτή η περίοδος αποδείχθηκε προσωρινή. Η τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς, τον Οκτώβριο του 2023, έφερε ξανά πίσω στη Μέση Ανατολή την προσοχή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και μάλιστα με επίκεντρο το παλαιστινιακό, ένα ζήτημα που εδώ και χρόνια η Ουάσιγκτον πίστευε πως είχε χάσει τη σημασία του. Η πολιτική Μπάιντεν στη Μέση Ανατολή κατά το δεύτερο μισό της θητείας του χαρακτηρίστηκε από την αδυναμία να περιορίσει την περιφερειακή κλιμάκωση του πολέμου και από τη στήριξη της ανελέητης ισραηλινής επίθεσης στη Γάζα. Ο πόλεμος του Ισραήλ στη Γάζα και η επέκταση του πολέμου σε Λίβανο και Συρία, ανέτρεψαν τις περιφερειακές ισορροπίες και αναδιαμόρφωσαν τη Μέση Ανατολή. Η Χεζμπολά ηττήθηκε, το καθεστώς Άσαντ έπεσε μετά από πέντε δεκαετίες, το Ιράν έχασε την επιρροή που είχε χτίσει από τη δεκαετία του 1980 στα αραβικά κράτη της Λεβαντίνης, η Τουρκία είδε την αναθεωρητική πολιτική της στη Συρία να επιβραβεύεται και το Ισραήλ βρίσκεται στην μεγαλύτερη πολεμική έξαρση μετά από εκείνες του 1967 και του 1982.
Η νέα αμερικανική διακυβέρνηση θα πρέπει τώρα να διαμορφώσει μια πολιτική στη Μέση Ανατολή που θα διαχειριστεί τις αποτυχίες της προεδρίας Μπάιντεν και τους γεωπολιτικούς κραδασμούς των δραματικών εξελίξεων του περασμένου έτους. Η τεράστια ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα και η διατήρηση της κατάπαυσης του πυρός εκεί όπως άλλωστε και στον Λίβανο θα κριθούν, σε μεγάλο βαθμό, από τον χαρακτήρα της σχέσης Τραμπ-Νετανιάχου και κυρίως από το περιθώριο που θα δώσει ο πρώτος στην ισραηλινή κυβέρνηση για μονομερείς παραβάσεις των συμφωνιών στο άμεσο μέλλον, αλλά και για τον περαιτέρω κατακερματισμό της Δυτικής Όχθης. Όμως, το παλαιστινιακό ζήτημα βρίσκεται ξανά στο προσκήνιο, αν και με τους χειρότερους δυνατούς όρους των τελευταίων πολλών δεκαετιών.
Ένα επόμενο μεγάλο ζήτημα είναι η νέα αμερικανική πολιτική απέναντι στο Ιράν. Κατά την πρώτη του θητεία, ο πρόεδρος Τραμπ επέλεξε να ακολουθήσει τη στρατηγική της «μέγιστης πίεσης» προς το Ιράν, με αποκορύφωμα την εκτέλεση, τον Ιανουάριο του 2020, του Ιρανού στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί, διοικητή της ελίτ μονάδας των Φρουρών της Επανάστασης και αρχιτέκτονα της στρατηγικής της Τεχεράνης στην Λεβαντίνη. Τότε, το Ιράν βρισκόταν στο απόγειο της περιφερειακής του επιρροής, έχοντας εδραιώσει τη στρατιωτική παρουσία του, μέσω των Φρουρών και των σιιτικών πολιτοφυλακών, στο Ιράκ, τη Συρία και τον Λίβανο. Πέντε χρόνια μετά, οι πόλεμοι στη Γάζα και τον Λίβανο εξαέρωσαν την ιρανική στρατιωτική παρουσία στην Λεβαντίνη και το Ιράν έχει περιοριστεί εκ νέου στον Περσικό Κόλπο. Με το θεοκρατικό καθεστώς της Τεχεράνης να αντιμετωπίζει ταυτόχρονα σοβαρές εσωτερικές προκλήσεις, ο Αλί Χαμενεΐ και οι Φρουροί της Επανάστασης έχουν επιλέξει την εμβάθυνση του αυταρχισμού στο εσωτερικό, την ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση των στρατιωτικών δαπανών που αφορούν το πυραυλικό πρόγραμμα και τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, αλλά και την επιτάχυνση του πυρηνικού του προγράμματος. Μετά τις ήττες του στην Λεβαντίνη, το ιρανικό καθεστώς αισθάνεται ανασφάλεια και νευρικότητα, και η στρατηγική που θα ακολουθήσει η διακυβέρνηση Τραμπ έναντι της Τεχεράνης, σε συνεργασία με την κυβέρνηση Νετανιάχου, θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την επόμενη ημέρα στη Μέση Ανατολή.
Οι σχέσεις της Ουάσιγκτον με την Άγκυρα είναι ένα ακόμη μεγάλο ζήτημα που θα καθορίσει τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή. Μετά την πτώση του Άσαντ, η Τουρκία αντιλαμβάνεται τη θέση της ισχυρότερη από ποτέ στη Μέση Ανατολή και η άνοδος των ισλαμιστών στη Δαμασκό έχει δημιουργήσει πολύ υψηλές προσδοκίες στον πρόεδρο Ερντογάν και την ηγεσία του ΑΚΡ. Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις έχουν περάσει έντονες διακυμάνσεις τα τελευταία δέκα χρόνια, κυρίως λόγω της αμερικανικής στήριξης των Κούρδων της Συρίας, αλλά και της παραμονής του Φετουλάχ Γκιουλέν στις ΗΠΑ. Το κουρδικό ζήτημα θα παραμείνει στο επίκεντρο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων, ειδικά στο πρώτο διάστημα της νέας θητείας Τραμπ. Η κυβέρνηση Ερντογάν επιδιώκει να αδράξει την ευκαιρία και να κλείσει με οριστικό τρόπο το κουρδικό ζήτημα στη Συρία, είτε με τη διάλυση των κουρδικών πολιτοφυλακών και την ενσωμάτωσή τους στις νέες ένοπλες δυνάμεις της Συρίας ή με μια νέα μεγάλη στρατιωτική εισβολή στη βόρεια Συρία. Η στάση του προέδρου Τραμπ έναντι των τουρκικών επιδιώξεων στη Συρία, αλλά και έναντι του νευρικού Ιράν, θα καθορίσουν όχι μόνο την πορεία των αμερικανοτουρκικών και των αμερικανοϊρανικών σχέσεων, αλλά και τη συνολική τροχιά της νέας αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή.