Σε μία από τις σημαντικότερες συνόδους κορυφής στην ιστορία της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας για την ασφάλεια της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και η Ελλάδα οφείλει να αναζητήσει τρόπους και μεθόδους προκειμένου να επωφεληθεί στην επίλυση των τεράστιων εθνικών θεμάτων ασφάλειας που εκκρεμούν με τη γείτονα χώρα.
Παράδειγμα προς μίμηση εν προκειμένω αποτελεί η υψηλή στρατηγική της Τουρκίας που φαίνεται να αποδίδει καρπούς.
Η τριμερής συμφωνία που υποχρέωσε η Τουρκία να υπογράψουν οι χώρες της Φινλανδίας και της Σουηδίας ένα χρόνο πριν στη Μαδρίτη, με ιταμούς μάλιστα όρους για δύο βαθιά δημοκρατικές και ανεπτυγμένες δημοκρατίες του δυτικού κόσμου, έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα για τη γείτονα. Η Τουρκία κατάφερε να επιτύχει:
-να ξεμπλοκάρει την αγορά των F-16, γεγονός που δημιουργεί πρόβλημα στις προσπάθειες της Ελλάδας για εξοπλιστικό προβάδισμα,
-την άρση της απαγόρευσης πώλησης όπλων από Φινλανδία και Σουηδία προς την Τουρκία,
-την επανέναρξη των συνομιλιών για την ευρωπαϊκή ενταξιακή της πορεία, και
-την αναθεώρηση της τελωνειακής συνεργασίας της με την ΕΕ, η οποία - ειρήσθω εν παρόδω- της αποδίδει ετησίως περίπου 100 δις € στον προϋπολογισμό της.
Και όλα αυτά με μία μόνο κίνηση: την άρση του τουρκικού βέτο για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.
Τούτων δοθέντων, λοιπόν, εύλογα ανακύπτει το ερώτημα ποια είναι τα οφέλη που αποκομίζει η Ελλάδα από τις διεργασίες της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στη Λιθουανία;
Η Ελλάδα οφείλει να εστιάσει την προσοχή της στο ζήτημα της ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Και τούτο διότι η κατάσταση όπως έχει πλέον διαμορφωθεί στην Ουκρανία προσομοιάζει σχεδόν απόλυτα με την κατάσταση της Κύπρου.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία η οποία ουδόλως διαφέρει από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, δημιουργούν τετελεσμένα τα οποία η Ελλάδα οφείλει να μελετήσει προσεκτικά και να καταρτίσει τη δίκη της στρατηγική αναφορικά με την μελλοντική ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Ήδη, οι διαβεβαιώσεις που έλαβε ο Ζελένσκι - παρότι δεν δόθηκε χρονοδιάγραμμα - ότι η Ουκρανία θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ εν ευθέτω χρόνω, πρέπει να αποτελέσει το έναυσμα για την Ελλάδα και Κύπρο προκειμένου οι δυο χώρες να εκκινήσουν εντατικές διμερείς συνομιλίες για την προετοιμασία μιας ενιαίας στρατηγικής για την ενταξιακή πορεία της Κυπρου στο ΝΑΤΟ, παράλληλα με την ενταξιακή πορεία της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.
Έστω υπόψη ότι η διεθνής συγκυρία εξελίσσεται ευνοϊκά για ένα τέτοια εγχείρημα, ειδικά μετά την πλήρη άρση του εμπάργκο όπλων από τις ΗΠΑ, γεγονός που εντάσσει την Κύπρο στην αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής ασφάλειας και δη των νοτιοανατολικών συνόρων της ευρωπαϊκής ένωσης. Το γεγονός ακόμη ότι ο δρόμος ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ είναι μακρύς, δίνει χρονικό πλεονέκτημα σε Ελλάδα και Κύπρο για τις ανάγκες προετοιμασίες.
Η Ρωσία έχει εισβάλει στην Ουκρανία κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και συμπληρώνει πλέον δύο χρόνια ως κατοχική δύναμη, ενώ δε διαφαίνεται σε καμία απολύτως περίπτωση ότι η Ρωσία θα αποσύρει τα στρατεύματα της από τις ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας. Το ίδιο έχει διαπράξει και η Τουρκία με την εισβολή της στην Κύπρο και διατηρεί μέχρι σήμερα κατοχικά στρατεύματα στο βόρειο μέρος της.
Αν, λοιπόν, συζητείται η ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, γιατί να μη συζητηθεί και η ένταξη της Κυπρου στο ΝΑΤΟ;
Και για όσους αμφιβάλλουν για την επίτευξη ενός τέτοιου εγχειρήματος, η ιστορία διδάσκει: Όταν είχε ξεκινήσει το εγχείρημα της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τότε πολλοί στοιχημάτιζαν ότι δεν ήταν κάτι τέτοιο δυνατό διότι η Τουρκία κατείχε το βόρειο μέρος της Μεγαλονήσου και έτσι τον πρόβλημα θα μεταφέρονταν στις λειτουργικές δομές της Ευρωπαΐκής Ένωσης. Όμως το εγχείρημα επέτυχε και σήμερα θεωρείται η μεγαλύτερη επιτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην σύγχρονη ιστορία της Ελλάδος.
***
*Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστήμιου, Υποστράτηγος ε.α. της Ελληνικής Αστυνομίας και απόφοιτος των Σχολών Εθνικής Άμυνας και Εθνικής Ασφάλειας.
https://m.facebook.com/evangelos.stergioulis