Η σύγκρουση του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως με το Πατριαρχείο της Μόσχας για χάρη της Ουκρανίας είναι ένα εκκλησιαστικό ζήτημα, το οποίο όμως έχει σαφείς γεωπολιτικές προεκτάσεις. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος προχώρησε σε σειρά συναντήσεων, τόσο με την πολιτική ηγεσία της Ουκρανίας, όσο και με αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και των Ηνωμένων Πολιτειών, πριν αποφασίσει την εκχώρηση του Τόμου Αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία. Μάλιστα, στις 7 Σεπτεμβρίου η Κωνσταντινούπολη όρισε ως Εξάρχους Κιέβου τον Αρχιεπίσκοπο Παμφίλου Δανιήλ (ΗΠΑ) και τον Επίσκοπο Edmonton Ιλαρίωνα (Καναδά) στο πλαίσιο προετοιμασίας για την απονομή του αυτοκέφαλου καθεστώτος στη χώρα.
Η αντίδραση της Εκκλησίας της Ρωσίας ήταν άμεση με τον Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνα, Πρόεδρο του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων να αναφέρει πως επίκειται σχίσμα στην Ορθοδοξία. Η κατάσταση επιδεινώθηκε ραγδαία στις 14 Σεπτεμβρίου, όταν η Μόσχα αποφάσισε να διακόψει τη μνημόνευση του Οικουμενικού Πατριάρχη και την κοινωνία με Ιεράρχες του Πατριαρχείου.
Είχε προηγηθεί το 2016 η «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας» στην Κρήτη, όπου παρά το γεγονός πως οι προετοιμασίες και οι προπαρασκευαστικές συναντήσεις ήταν πολλές επί χρόνια, τελικά τα Πατριαρχεία Μόσχας, Αντιόχειας, Βουλγαρίας και Γεωργίας απείχαν και αρνήθηκαν να την αναγνωρίσουν ως Πανορθόδοξη από τη στιγμή που δεν υπήρξε η απαιτούμενη ομοφωνία. Την ίδια στιγμή ο Βαρθολομαίος είναι σε συνεχή επικοινωνία με τη Ρώμη προωθώντας την πολιτική των προκατόχων του από την εποχή του Αθηναγόρα, θεωρώντας πως ο διάλογος με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες μπορεί να καρποφορήσει και έπειτα από μία χιλιετία Ανατολή και Δύση να αποτελέσουν ξανά μία Εκκλησία. Οι Ρώσοι αναφέρονται σκωπτικά σε αυτήν την προσέγγιση, στηλιτεύουν τις προσπάθειες του Πατριάρχη και θεωρούν πως ενεργεί ως «Ορθόδοξος Πάπας» αν και δεν έχει αυτή τη δικαιοδοσία. Η Κωνσταντινούπολη από την πλευρά της είναι πεπεισμένη πως η απουσία της Μόσχας και των άλλων εκκλησιών από τη Σύνοδο κάθε άλλο παρά σε θεολογικά και εκκλησιαστικοκανονικά επιχειρήματα βασίστηκε.
Η εκρηκτική κατάσταση στην Ουκρανία αναδεικνύει και τη διαφορετική οπτική των δύο Πατριαρχείων. Ειδικότερα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο θεωρεί πως η αυτοκεφαλία θα δώσει τη δυνατότητα στους ορθόδοξους Ουκρανούς να επιλύσουν με επιτυχία τις επιμέρους διαιρέσεις τους, ώστε να έρθουν πιο κοντά διάφοροι κλάδοι της Ορθοδοξίας σε αυτή τη χώρα.
Αντίθετα, οι Ρώσοι θεωρούν πως από το 1686 η Ιερά Μητρόπολη του Κιέβου υπάγεται στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Μόσχας κι έτσι η Κωνσταντινούπολη με την εκχώρηση του αυτοκεφάλου αναβαθμίζει μία ομάδα σχισματικών σε αυτή τη χώρα με οδυνηρές συνέπειες για την Ορθοδοξία. Η Μόσχα απειλεί ευθέως με σχίσμα και ταυτόχρονα προωθεί πολιτικές απομόνωσής της Κωνσταντινούπολης κι από άλλα Πατριαρχεία που είναι φιλικά διακείμενα στη Ρωσία.
Προκειμένου να εξεταστούν με αντικειμενικότητα τα ως άνω γεγονότα πρέπει να ανατρέξουμε για λίγο στην εκκλησιαστική ιστορία και συγκεκριμένα στον εθνικοθρησκευτικό χαρακτήρα των ορθόδοξων εκκλησιών. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, οι Ρώσοι προσπάθησαν να δημιουργήσουν δικό τους Πατριαρχείο, αν και από την εποχή του Πρίγκιπα τους Βλαδίμηρου που αποφάσισε τον εκχριστιανισμό τους το 988, αποτελούσαν μέρος της «Βυζαντινής κοινοπολιτείας», με τον Μητροπολίτη Κιέβου έως το 1448 να εκλέγεται και να χειροτονείται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Εκκλησία της Ρωσίας μονομερώς αποφάσισε να διαχωριστεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1448 για να αναγνωριστεί τελικά το 1589 ως το πέμπτο Πατριαρχείο της Ορθοδοξίας. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν 14 Πατριαρχεία και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες: το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, το Πατριαρχείο Αντιοχείας, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, το Πατριαρχείο της Μόσχας, το Πατριαρχείο της Σερβίας, το Πατριαρχείο της Ρουμανίας, το Πατριαρχείο της Βουλγαρίας, το Πατριαρχείο της Γεωργίας, καθώς και οι αυτοκέφαλες Εκκλησίες της Κύπρου, της Ελλάδος, της Πολωνίας, της Αλβανίας, καθώς και της Τσεχίας-Σλοβακίας. Επομένως, δεν είναι ασυνήθιστο οι ορθόδοξοι χριστιανοί μίας χώρας να ζητούν «εθνικό» πατριαρχείο που πολλές φορές συμπίπτει με τα γεωγραφικά όρια της χώρας τους.
Αναμφίβολα, βρισκόμαστε στη φάση ενός «εμφυλίου πολέμου» στην Ορθοδοξία με ανυπολόγιστες συνέπειες για το μέλλον της Εκκλησίας. Οι Ρώσοι κατηγορούν τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο για βάναυση επέμβαση στη σφαίρα επιρροής τους με σκοπό την αποδυνάμωση του Πατριαρχείου της Μόσχας. Επιπλέον, θεωρούν πως εμπλέκεται σε πολιτικά παιχνίδια, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδείξει κανείς πως οι κυβερνήσεις δεν διαδραματίζουν κανένα ρόλο στη στάση των Πατριαρχείων, πόσο μάλλον όταν η Ρωσία προχώρησε σε προσάρτηση της Κριμαίας, ενώ την ίδια στιγμή στηρίζει τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου φιλορωσικού κράτους στην Ανατολική Ουκρανία. Έχοντας υποστεί αυτόν τον εδαφικό ακρωτηριασμό είναι φυσιολογικό οι Ουκρανοί να επιθυμούν να αποτινάξουν οτιδήποτε βρίσκεται εντός της χώρας τους και έχει ως κέντρο τη Μόσχα. Εξάλλου, η δημιουργία αυτοκέφαλων εκκλησιών αποτελεί μία συνηθισμένη πρακτική για τα κράτη όπου ο ορθόδοξος πληθυσμός πλειοψηφεί.
Παράλληλα, είναι σημαντικό να επισημανθεί πως η Κληρολαϊκή Συνέλευση της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας το 1991 ζήτησε ομόφωνα τη χορήγηση του αυτοκεφάλου αναφέροντας χαρακτηριστικά στην έκκλησή της προς τον τότε Πατριάρχη Μόσχας Αλέξιο Β’ μεταξύ άλλων τα εξής: «Τα μέλη της Συνελεύσεως, τα οποία αντιπροσωπεύουν το σύνολο των Ουκρανών επισκόπων, κληρικών, λαϊκών, μοναστηριών και θρησκευτικών σχολείων, ομόφωνα αποφάσισαν να απευθύνουν έκκληση προς την Αγιότητά Σας και την ιεραρχία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με την αίτηση για τη χορήγηση της πλήρους κανονικής ανεξαρτησίας, δηλαδή αυτοκεφαλίας, της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, για να διευκολυνθεί η αναγνώριση της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας από όλες τις Τοπικές Εκκλησίες ως ισότιμες αδελφές-εκκλησίες στην οικογένεια των Ορθοδόξων Εκκλησιών και να προωθήσουν την ίδρυση του Πατριαρχείου Κιέβου από τους Πατριάρχες της Ανατολής και τους αρχηγούς άλλων τοπικών εκκλησιών». Το πλέον εντυπωσιακό είναι πως μεταξύ εκείνων που υπογράφουν υπέρ του αυτοκεφάλου ήταν και ο σημερινός Μητροπολίτης Κιέβου Ονούφριος.
Ένα νέο σχίσμα απειλεί τη χριστιανοσύνη με έναν αναγκαίο και ειλικρινή διάλογο να μην φαίνεται ότι τελικά θα διεξαχθεί από τους επικεφαλής των ορθόδοξων εκκλησιών. Η διπλωματία κυριαρχεί, οι πολιτικές παρεμβάσεις μονοπωλούν πιέζοντας και τις δύο πλευρές, ενώ μόνη ελπίδα είναι η κατάληξη αυτής της ιστορίας να μην επιφέρει νέα αιματοχυσία στην Ουκρανία με όξυνση των θρησκευτικών συγκρούσεων. Σε αυτό το «παιχνίδι των θρόνων» οι πιστοί αδυνατούν να κατανοήσουν τις στρατηγικές, τις εδαφικές διεκδικήσεις και τα πολιτικά συμφέροντα, πόσο μάλλον να πάρουν θέση αναφορικά με σύνθετα ζητήματα για τη δικαιοδοσία περιοχών, ιδιαίτερα όταν παρατηρούν Μητροπολίτες και Πατριάρχες να χρησιμοποιούν ανοίκειους χαρακτηρισμούς ο ένας εναντίον του άλλου.